29/2/20

"Πότε θα' ρθεί αυτό το αύριο;"





Αύριο θα ζήσεις,
όλο αύριο λες, Πόστουμε.
Για πες μου, Πόστουμε,
πότε θα’ ρθεί αυτό το αύριο;
Αυτό το αύριο πόσο είναι μακριά;
Πού είναι;
Και πού να το αναζητήσουμε;
Μήπως στη χώρα των Περσών
και των Αρμένιων κρύβεται;
Αυτό το αύριο κιόλας έχει
τα χρόνια του Πριάμου και του Νέστορα.
Για πες μου,
το αύριο αυτό πόσο μπορείς να το αγοράσεις;
Αύριο θα ζεις;
Και σήμερα που ζεις
αργά είναι, Πόστουμε.
Καλά το ξέρει, Πόστουμε,
εκείνος που έχει ζήσει χθες.


Cras te victurum, cras dicis, Postume, semper.
Dic mihi, cras istud, Postume, quando venit?
Quam longe cras istud, ubi est? aut unde petendum?
Numquid apud Parthos Armeniosque latet?
Iam cras istud habet Priami vel Nestoris annos.
Cras istud quanti, dic mihi, possit emi?
Cras vives? hodie iam vivere, Postume, serum est:
ille sapit, quisquis, Postume, vixit heri.


Martialis, V.58


Η μετάφραση είναι δική μου.


27/2/20

Μην ανησυχείτε, μόνο οι γέροι θα πεθάνουν





 Καλά τα λένε οι ειδικοί και οι αρμόδιοι, οι επιστήμονες που βγαίνουν στην τηλεόραση και καθησυχάζουν (τρόπον τινά) το κοινό. Να μην επαναλάβω όσα λένε, τα έχουμε όλοι εμπεδώσει.

Αλλ’ όμως, ποιο κοινό καθησυχάζουν; Αυτούς που είναι νέοι ή έστω και μεσόκοποι, κάτω δηλαδή των εξήντα χρονών. Για όσους είναι πάνω από το όριο αυτό λένε – πάντα καθησυχαστικά: ο κορονοϊός πλήττει (θανάσιμα εννοούν) κυρίως τους ηλικιωμένους και όσους έχουν ήδη προβλήματα με την υγεία τους.

22/2/20

"Φεύγει η ψυχή..."







 Φεύγει η ψυχή από το κορμί
και είναι σαστισμένη,
δεν ξέρει πού να πάει,
κάθεται δίπλα εκεί
στο σώμα που την έδιωξε
και ούτε επιθυμεί
ούτε σκέφτεται.


Σαλτάρει ύστερα
και ανεβαίνει πιο ψηλά,
στα κεραμίδια,
απλώνεται από κάτω η πολιτεία
και η βουή της,
οι άνθρωποί της,
όλα μέσα σε μιαν αξεδιάκριτη αχλύ
και η ψυχή
σαν νεογέννητο μωρό
στη στέγη έχει κουρνιάσει,
κοιτάζει μα δε βλέπει
κι έχει μια παγωνιά εδώ πάνω
απέραντα μοναχική.

Δίνει ξανά ένα σάλτο
και χάνεται στ’ αστέρια.

Πάει να βρει
τα αρχέγονα ρεύματα,
πηγές ενέργειας χωρίς συνείδηση,
ξεκούρδιστους μηχανισμούς,
προγόνους που η Φύση
αλλοίωσε δραματικά.


20/2/20

Επιτάφιος στη μικρή Ερώτιον






Σε σένα, Φρόντωνα πατέρα και μητέρα Φλάκιλλα,
ετούτο το κορίτσι παραδίδω,
το πολυαγαπημένο και γλυκό,
να μην τρομάξει η μικρούλα μου Ερώτιον
από τις μαύρες σκιές και τα τεράστια στόματα
του σκύλου των Ταρτάρων.
Σχεδόν θα είχε συμπληρώσει
έξι χειμώνες παγερούς ,
αν ζούσε ακόμα άλλες έξι μέρες.
Έτσι χαρούμενα ας παίζει
ανάμεσα στους γέροντες προστάτες της
και το όνομά μου ψελλίζοντας ας λέει.
Τα τρυφερά της κόκαλα
ας τα σκεπάζει χλόη μαλακή
και, γη εσύ, μην τη βαραίνεις.
Ούτε κι εκείνη βάρυνε εσένα.


Hanc tibi, Fronto pater, genetrix Flacilla, puellam
oscula commendo deliciasque meas,
parvola ne nigras horrescat Erotion umbras
oraque Tartarei prodigiosa canis.
Inpletura fuit sextae modo frigora brumae,
vixisset totidem ni minus illa dies.
Inter tam veteres ludat lasciva patronos
et nomen blaeso garriat ore meum.
Mollia non rigidus caespes tegat ossa, nec illi,
terra, gravis fueris: non fuit illa tibi.

Martialis, V.34

Η Ερώτιον ήταν μια μικρή δούλη του Μαρτιάλη που πέθανε έξι χρονών. Ο Φρόντων και η Φλάκιλλα ήταν οι γονείς του ποιητή που είχαν ήδη πεθάνει.


Η μετάφραση είναι δική μου.

17/2/20

Μας βλέπουν





Υπάρχει μια αόρατη αστυνομία, αγαπητοί φίλοι, ένας  «ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾷ»  στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
και ο οφθαλμός αυτός δεν είναι μόνο ελληνικός, είναι διεθνής. Γι’ αυτό σας συμβουλεύω να προσέχετε τι γράφετε όχι μόνο δημόσια αλλά και ιδιωτικά.. 

16/2/20

Ποιον κριτικό λογοτεχνίας εμπιστεύεστε;







Σε συνέχεια του προηγουμένου, ο Μαρτιάλης σ’ αυτό εδώ το ποίημά του επαινεί τον Απολλινάριο ως μορφωμένο, έμπειρο και καλοπροαίρετο κριτικό που η γνώμη του έχει μεγάλο κύρος. Αν η κριτική του είναι ευνοϊκή, το βιβλίο θα έχει επιτυχία. Αν όχι, τότε κανείς δεν πρόκειται να το αγοράσει. Η τύχη του θα είναι να καταλήξει στην ψαραγορά, τα φύλλα του θα γίνουν περιτύλιγμα για παστά ψάρια και τα παιδιά θα χαράζουν τα πρώτα τους γράμματα στη ράχη των σελίδων του. Τέτοια κατάντια!

15/2/20

Πού πωλούνται τα βιβλία σας;







Ο Μαρτιάλης, όπως όλοι οι ποιητές και όλοι οι συγγραφείς, επιθυμεί να πλησιάσει το κοινό του, να αποχτήσει αναγνώστες. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα ΜΜΕ, διαφημίζει το έργο του με ένα ποίημα.

14/2/20

"Αλλόχρονοι"







Εσύ στη μια άκρη του ουρανού,
εγώ στην άλλη,
ο ήλιος ανατέλλει,
ο ήλιος δύει,
στέκομαι εκεί που πέφτει το σκοτάδι.
Δεν θα με δεις ποτέ.

13/2/20

Ημέρα ραδιοφώνου





Όταν ο μπαμπάς έφερε στο σπίτι αυτό το ραδιόφωνο Φίλιπς που βλέπετε στη φωτογραφία,  ένας ολόκληρος κόσμος άνοιξε μπροστά μου.

12/2/20

Αξιολόγηση στη Μέση Εκπαίδευση






Πάντα ήμουν υπέρ της αξιολόγησης των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Κανένα πρόβλημα δεν είχα.

Ήταν ο δεύτερος χρόνος που δούλευα σε εξατάξιο τότε Γυμνάσιο της επαρχίας, όταν ήρθε ο Επιθεωρητής να παρακολουθήσει το μάθημά μου. Αρχαία Ελληνικά στην Τετάρτη τάξη. Αν θυμάμαι καλά, κάναμε τότε Αρριανό. Ούτε τρακ είχα ούτε επέλεξα μόνο καλούς μαθητές για να τους εξετάσω.  Η εξέταση κράτησε λίγο και μετά έκανα παράδοση. Η παράδοση ήταν αυτή που μου άρεσε περισσότερο, την εξέταση τη βαριόμουν λιγάκι.

8/2/20

"Με θέλεις"






Θα έρθεις.

Κι άνοιξε τώρα
μια διάσταση
μπροστά μου,
μια τεράστια διάσταση.

Οραματίζομαι
και τρέμω ολόκληρη
από αδημονία,
γιατί εσύ

δεν ξέρεις
τι παράξενα φορτία
κουβαλά η ψυχή μου,
τι ουτοπίες φαντασμαγορικές,

δεν ξέρεις
τι ιστορίες παράφορες
φυτρώνουν στο μυαλό μου,

λόγια
που τη σάρκα
μαχαιρώνουν γλυκά,

βλέμματα
που αντανακλούν
τα βάθη μιας ωραίας κόλασης,

μεθυσμένα αγγίγματα,
ψιθυρισμοί
μες στο σκοτάδι,

πόθοι ανοίκειοι
και ασύμβατοι,

τρέλα γλυκιά,
τρομαχτική,

η πραγμάτωση
της πιο ακραίας επιθυμίας.

Χτυπά η καρδιά μου
σε αλλόκοτους ρυθμούς:
με θέλεις.

Αυτό είναι
το πιο παράλογο απ’ όλα.

Με θέλεις.

6/2/20

Μαύσωλος, ο σατράπης των δύο εποχών









Τι σημαίνει «μαυσωλείο» ξέρουμε. Ποιος ήταν ο Μαύσωλος ξέρουμε;

Θα πούμε λίγα πράγματα γι’ αυτόν τον Έλληνα σατράπη της Καρίας, αλλά κυρίως θα σταθούμε στο γεγονός ότι γεννήθηκε, όταν ακόμα έβραζε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και πέθανε, όταν ο Φίλιππος της Μακεδονίας άρχισε να ανακατεύεται με τα πράγματα της νότιας Ελλάδας.

Με άλλα λόγια η ζωή του εκτάθηκε στο μεταίχμιο δύο εποχών της ελληνικής ιστορίας, σε ένα μεσοδιάστημα θολό και αμφίσημο, όπου ακόμα οι Έλληνες νόμιζαν ότι ζούσαν με τον τρόπο που ήξεραν, ενώ ο κόσμος ετοιμαζόταν να πάρει την καινούργια μορφή του.

5/2/20

Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη: «Το σπίτι των παλιών πραγμάτων»







Στη διαστολή του ορίζοντα
μια σκιερή γραμμή
σε ρυθμό προσευχής
αιχμαλωτίζεται στο αραχνένιο δίχτυ του φωτός.



Ταξιδιώτης, περιηγητής, πλάνητας και υπνοβάτης
σε πόλεις πορφυρές, σε πολιτείες σκοτεινές
σε τόπους χθόνιους
αναζητούσα το χιμαιρικό και μάταιο τέλειο
και εισέπραττα το εφήμερο και σαρκικο ατελές.



3/2/20

"Με ούριο άνεμο δεν ξεκινήσαμε"





Με ούριο άνεμο
δεν ξεκινήσαμε,
όμως αθώοι και ανήξεροι
πιστεύαμε
πως έτσι τα καράβια κλυδωνίζονται
και ναυαγούν,
αν δεν προσέξεις,
αν με όλη σου τη δύναμη δεν προσπαθήσεις,
αν μέρα νύχτα άγρυπνος
δεν στέκεις στο τιμόνι
παλεύοντας τα λυσσασμένα κύματα.

Λοιπόν, δεν ναυαγήσαμε
κι ας μας μαστίγωνε ανελέητα ο αέρας
μέσα στις άγριες και θυμωμένες θάλασσες,
σε νύχτες σκοτεινές χωρίς φεγγάρι,
όχι, δεν ναυαγήσαμε,
φέραμε το καράβι στη στεριά,
με το κορμί κομματιασμένο,
με την ψυχή στο στόμα
αράξαμε στην ξένη γη.

Κι εκεί συναπαντήσαμε
ανύποπτους ανθρώπους,
χαμογελαστούς
και καταλάβαμε
- πολύ αργά -
το μοχθηρό παιχνίδι των ανέμων
και μάθαμε
-πολύ αργά-
τη μαύρη μοίρα μας.