28/2/17

Στη δημοκρατία έχουν και οι ανόητοι δικαίωμα να εκφράζονται





Στην ξεχαρβαλωμένη δημοκρατία του τόπου μας βρίσκω πολύ παρήγορο το γεγονός ότι οι κραυγές παράλογου μίσους εναντίον ενός νεκρού προκάλεσαν την υγιή αντίδραση των περισσότερων συμπολιτών μας αναγκάζοντας τους ανόητους να σιωπήσουν.

Φυσικά, δημοκρατία έχουμε και μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε.

Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης δεν είναι αυτονόητα πράγματα. Εμείς εδώ μπορεί να τα θεωρούμε δεδομένα και να λέμε δημόσια ό,τι μας κατεβάσει ο νους μας, όμως σε πολλά μέρη του κόσμου είναι απαγορευμένα. Απαγορευμένα ήταν επίσης και στο παρελθόν σε όλα σχεδόν τα μέρη του κόσμου. 

Σε χώρες που δεν υπάρχει δημοκρατία ή που υπάρχει κατ’ όνομα, οι άνθρωποι μαθαίνουν να σκέφτονται, όπως αυτό τους υπαγορεύεται άνωθεν. Και αναλόγως εκφράζονται, όταν ανοίγουν το στόμα τους. Σε χώρες επίσης όπου η θρησκεία είναι παντοδύναμη, η ελεύθερη σκέψη και έκφραση αυτολογοκρίνονται με αυτόματο τρόπο.

Αλλά ακόμη και στις ελεύθερες δημοκρατίες οι πολίτες έχουν μάθει να σκέφτονται και να εκφράζονται με προσοχή για να μη θίξουν επικρατούσες (ιερές) ιδέες και προκαλέσουν την οργή των συμπολιτών τους.

Η αλήθεια είναι ότι μια κοινωνία λειτουργεί εύρυθμα, όταν οι πολίτες λίγο πολύ ομονοούν και έχουν παρόμοιο τρόπο σκέψης. Σε εποχές όμως μεταβατικές και ταραγμένες, νέες ιδέες εμφανίζονται που ανταγωνίζονται τις παλαιότερες και εδώ φαίνεται, αν μια δημοκρατική πολιτεία αντέχει την αμφισβήτηση ή διαλύεται κάτω από την πίεσή της.

Γενικά πάντως οι άνθρωποι μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε και να εκφραζόμαστε σύμφωνα με τις κυρίαρχες απόψεις του κοινωνικού μας περιβάλλοντος. Λίγοι είναι αυτοί που θα κάνουν την υπέρβαση και θα σκεφτούν κάτι διαφορετικό και ακόμα λιγότεροι αυτοί που θα το διατυπώσουν δημόσια αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις των υπολοίπων.

Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε ότι η διαφορετική άποψη δεν είναι πάντα ούτε σωστή ούτε ώριμη. Εμείς που ζούμε σε καθεστώς δημοκρατίας έχουμε πείρα του πράγματος, καθώς, όπως συνέβη χθες, ακούμε καθημερινά απίστευτες ανοησίες, υπερβολές, μυθεύματα και ασυναρτησίες συμπολιτών μας επί παντός θέματος και τις υπομένουμε με καρτερία, εφόσον η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης είναι κατοχυρωμένα.

Ένα ανελεύθερο καθεστώς, μια πολιτική ή θρησκευτική δικτατορία αναλαμβάνει να παράσχει στον μέσο, καθημερινό άνθρωπο ένα  προσχέδιο σκέψης και έκφρασης, πάνω στο οποίο θα βαδίσει ο νους του. Έτσι αποφεύγονται τα παρατράγουδα, η αμφισβήτηση και ο διαφορετικός τρόπος σκέψης. Ο μέσος, καθημερινός άνθρωπος θα αποδεχθεί το προσχέδιο και θα προσαρμόσει σ’ αυτό τη σκέψη του. Δεν θα ψαχτεί και δεν θα προβληματιστεί. Εξάλλου η συνεχής προπαγάνδα άνωθεν θα τον πείσει ότι έτσι έχουν τα πράγματα και καλώς. Από την άλλη έχει τα δικά του προσωπικά προβλήματα να λύσει, εργασία, οικογένεια, υγεία κλπ. Με αυτά θα ασχοληθεί και δεν θα ανοιχτεί σε περαιτέρω προβληματισμούς.

Είναι χαρακτηριστική η φράση του Τσέχου κληρικού, φιλόσοφου και μεταρρυθμιστή Jan Hus (1369-1415) που τη στιγμή της δια πυράς καταδίκης του βλέποντας μια γριούλα να κουβαλάει ξύλα και να τα  ρίχνει στη φωτιά για να την αναζωπυρώσει, αναφώνησε: “O sancta simplicitas!”  (Ω, θεία απλότης!).

Κάποια ανήσυχα μυαλά θα δυσκολευτούν ωστόσο να προσαρμοστούν στη γενική ισοπέδωση, η σκέψη τους θα βρίσκει νέους, πιο ενδιαφέροντες δρόμους,  αλλά η φοβέρα θα τα υποχρεώσει να σιωπήσουν. Η κοινωνία θα φαίνεται λοιπόν να ομονοεί και «τάξις, ησυχία και ασφάλεια» θα επικρατήσουν. Ο Γαλιλαίος ως γνωστόν πλήρωσε πολύ ακριβά την ανατρεπτική του δήλωση ότι η Γη κινείται.

Η δημοκρατία δίνει την ευκαιρία σε αυτούς τους ανήσυχους πολίτες να εκφραστούν και να ανοίξουν νέες διαστάσεις στην ανθρώπινη σκέψη. Εξασφαλίζει, στο μέτρο του δυνατού πάντα, εκείνους που έχουν τη διαφορετική, συχνά αιρετική, συχνά βέβηλη άποψη και τους προστατεύει από τις επιθέσεις των συμπολιτών τους.

Μαζί με αυτούς θα εκφραστούν βέβαια και πολλοί ανόητοι και κάποιοι θα επηρεάσουν με τις ασυναρτησίες τους τους συμπολίτες τους. Η δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να τους ανεχθεί. Μόνη ασπίδα προστασίας της είναι οι ώριμοι πολίτες που πρέπει να είναι και η πλειοψηφία σε μια δημοκρατική κοινωνία.


Η μορφή του Αριστείδη Σταυρόπουλου περνά αστραπιαία από το μυαλό μου. Φεύγει και σε λίγο ξανάρχεται. Προσπαθώ να τη διώξω, όμως εκείνη επιμένει να στέκεται μέσα στο μυαλό μου.
« Έχεις δίκιο να με μισείς » λέω στη μορφή του « αλλά όπως εσύ πίστευες στη δημοκρατία, έτσι κι εγώ πίστευα στο Κράτος. Είναι θέμα οπτικής γωνίας ».
 « Είναι κάτι περισσότερο από αυτό » μου απαντά η μορφή του.
« Τι άραγε είναι περισσότερο από αυτό ; Θα μου πεις πάλι το χιλιομασημένο περί ελευθερίας της σκέψης ; Όμως ξέρουμε καλά και οι δύο ότι ο καθημερινός άνθρωπος, αυτός που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας, είναι απλοϊκός και αφελής. Η σκέψη του δεν μπορεί να προχωρήσει από ένα σημείο και πέρα. Είναι ανίκανος να διαχειριστεί την ελευθερία που του παρέχει η δημοκρατία. Το Κράτος τουλάχιστον τον προστάτεψε, του έδωσε στέγη, εργασία, δωρεάν περίθαλψη και κοινωνική ειρήνη, πράγματα που η δημοκρατία αποδείχθηκε ότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει. Ο πολίτης στο Κράτος είχε λύσει τα βασικά προβλήματα της ζωής. Το αύριο δεν του προκαλούσε καμιά ανησυχία ».
« Όμως δεν ήταν ευτυχισμένος ».
« Ούτε στη δημοκρατία είναι ευτυχισμένος ».
« Ναι, αλλά υπάρχει μια διαφορά. Το Κράτος ήταν ένα κλειστό σύστημα που λειτουργούσε σαν αυτόματη μηχανή. Στόχος του δεν ήταν η ευτυχία του πολίτη, αλλά μια καλά κουρντισμένη κοινωνία πολιτών. Αυτά ήταν τα όριά του, τίποτε περισσότερο δεν μπορούσε να προσφέρει στον κόσμο. Στη δημοκρατία ο στόχος μπορεί να φαίνεται κοινότοπος, η ελευθερία της σκέψης, πίσω όμως από αυτήν οι ορίζοντες είναι αχανείς, τόσο αχανείς, όσο η ελευθερία της σκέψης. Στη δημοκρατία ο πολίτης έχει πάντα την ελπίδα ότι θα φτάσει στην ευτυχία ».
« Πρόκειται μόνο για ελπίδα. Ξέρουμε πως στην πραγματικότητα δεν πρόκειται ποτέ να αγγίξει αυτό που λέμε ευτυχία ».
« Ναι. Όμως σκέψου πόσο χάος χωρίζει έναν απελπισμένο άνθρωπο από έναν άνθρωπο που ελπίζει. Ό,τι μεγάλο έχει δημιουργηθεί σε τούτο τον κόσμο, το έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος που ελπίζει. Αυτός που δεν έχει ελπίδα απλώς επιβιώνει, δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο ».
Ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο γύρω. Η υγρασία έχει διαβρώσει τους τοίχους, είναι καιρός τώρα που έλεγα να τους βάψω, αλλά ας το κάνει αυτό ο επόμενος ένοικος του σπιτιού μου. Ποιος θα είναι άραγε ; Δεν έχω ιδέα.
Στη βιβλιοθήκη απέναντι σε μια κορνίζα ποζάρουν οι γονείς μου στα νιάτα τους. Στη διπλανή φωτογραφία ποζάρω εγώ στα τριάντα εφτά μου χρόνια.
Πώς πέρασαν τόσες δεκαετίες μέσα σε λίγο χρόνο ;
Υπήρξα κακός άνθρωπος τελικά ;
Ωφέλησα ή έβλαψα με την παρουσία μου ;
Μήπως ήμουν απλώς ένας άχρηστος άνθρωπος ;
Τι στην οργή ήρθα να κάνω σε τούτο τον κόσμο ;
Η μορφή του Αριστείδη Σταυρόπουλου ξαναπέρασε από το μυαλό μου :
« Ήρθες για να υποστηρίξεις μια ζωή χωρίς ελπίδα » μου λέει. « Αυτό ήταν το τραγικότερο λάθος σου ».

Απόσπασμα από «Το Κράτος».
«Το επίμονο φαινόμενο», εκδόσεις Απόπειρα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: