Στο ισόγειο της
πολυκατοικίας μένει με την οικογένειά της η Σκούρτε, η Αλβανή που μου καθαρίζει
το σπίτι. Στο ημιυπόγειο μένει μια άλλη οικογένεια Αλβανών. Πολλά-πολλά με αυτούς
τους τελευταίους δεν έχω, μια καλημέρα και αυτό είναι όλο. Ταπεινοί άνθρωποι
και ήσυχοι, ούτε που τους προσέχει κανείς.
Πάνω από μένα, στον
τέταρτο, μετακόμισαν προσφάτως δυο
νεαρές Ιταλίδες, καλές κοπέλες φαίνονται και η μία από αυτές δεν ακούει καλά
και πρέπει να σε κοιτάζει για να καταλάβει τι λες.
Αυτά ως εισαγωγή. Πάμε
τώρα στο κυρίως θέμα.
Το κυρίως θέμα ξεκίνησε
γύρω στις τέσσερις της προχθεσινής νύχτας, τότε που η βροχή έπεφτε κρουνηδόν
στην Αθήνα με τις ώρες.
Εγώ στον τρίτο όροφο
μένω, καμιά ανησυχία, άλλοι δυστυχείς θα τραβούν τα μαλλιά τους, σκεφτόμουν
τυλιγμένη στις κουβέρτες μου και
ακούγοντας τη βροχή να πέφτει ραγδαία έξω.
Κατά τις τέσσερις
σηκώθηκα κατά το ειωθός να πάω στην τουαλέτα, αλλά δεν πρόκανα, γιατί
βουτήχτηκα στα νερά που είχαν πλημμυρίσει το χολ.
Από το σημείο αυτό και
μετά αρχίζει το θρίλερ που κράτησε κάπου πέντε ώρες.
Όπως ορίζει η φύση, μπήκε
αυτόματα σε αναστολή όλη η υπόλοιπη υπόστασή μου και το μόνο που λειτουργούσε
τώρα ήταν η σκέψη της επιβίωσής μου από κάτι που με απειλούσε άμεσα.
Τρέχω, αρπάζω τη
σφουγγαρίστρα και παράλληλα με μια γρήγορη ματιά διαπιστώνω ότι το νερό δεν
έχει μπει από τα μπαλκόνια. Έχει πλημμυρίσει η κουζίνα και το χολ και μόλις
ετοιμάζονται να πλημμυρίσουν και τα υπνοδωμάτια με τα ξύλινα πατώματα.
Μαζεύω με ταχύτητα το
νερό και το αδειάζω στον κουβά, ενώ με την ίδια ταχύτητα δουλεύει και το μυαλό
μου: από πού έχει μπει ο εχθρός; Από το φωταγωγό; Έχει πλημμυρίσει, Παναγία
μου, ο φωταγωγός; Ελέγχω το παράθυρο του φωταγωγού. Όχι, είναι στεγνό.
Χρόνο δεν έχω για να
αναρωτιέμαι όμως, γιατί το νερό, όσο και να το μαζεύω, πολλαπλασιάζεται. Κολυμπώ
μέσα του απελπισμένη και πανικόβλητη. Ο αγώνας είναι άνισος και τα ξύλινα
πατώματα απειλούνται άμεσα.
Παρατώ τη σφουγγαρίστρα
και τηλεφωνώ στη Σκούρτε.
-Έλα πάνω, έχω πάθει
ζημιά, έχω πλημμυρίσει!
Σε λίγο εμφανίζεται η
Σκούρτε με πρησμένα από τον ύπνο μάτια.
Αρχίζουμε να μαζεύουμε τα
νερά μαζί και οι δύο με δύο σφουγγαρίστρες. Μαζεύουμε, μαζεύουμε και απομαζεμό
δεν έχουμε. Γεμίζει ο κουβάς, τον αδειάζουμε στο μπάνιο, ξαναγεμίζει, τον ξανά
αδειάζουμε κι αυτή η δουλειά γίνεται συνέχεια, χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα και
χωρίς ελπίδα .
-Από τους σωλήνες του
καλοριφέρ έρχεται το νερό, μου λέει η Σκούρτε.
Οι σωλήνες είναι στην
κουζίνα πίσω από το ψυγείο. Παίρνουμε το ψυγείο, το πάμε σε άλλο μέρος του
σπιτιού και συνεχίζουμε τον αγώνα.
Τελικά τα νερά
περιορίζονται στην κουζίνα. Δε σταματούν όμως.
-Από πάνω έρχονται, από
τον τέταρτο, λέει η Σκούρτε.
Από τις Ιταλίδες δηλαδή. Ποιος
ξέρει οι χαμένες τι έχουν αφήσει ανοιχτό και έχουν ορμήσει μέσα τα νερά της
καταιγίδας. Καταπνίγω κάτι βρισιές που μου έρχονται στο μυαλό και λέω στη
Σκούρτε να πάει να τους χτυπήσει το κουδούνι.
Όσο αυτή χτυπά το
κουδούνι, εγώ μαζεύω τον ασυμμάζευτο. Έρχεται πίσω η Σκούρτε.
-Δεν ανοίγουν, μου λέει.
-Ναι, είναι και κουφές,
πήγαινε πάλι και βρόντα την πόρτα τους.
Ξαναπάει η Σκούρτε, δίνει
γροθιές, κλωτσιές στην πόρτα, τίποτα.
-Μάζευε εσύ τα νερά, της
λέω και τρέχω στο τηλέφωνο.
Παίρνω τον ιδιοκτήτη στο
σταθερό. Δεν απαντά. Τον παίρνω στο κινητό. Δεν απαντά.
Και τώρα τι γίνεται; Τα
νερά δεν σταματούν και πρέπει οπωσδήποτε να δούμε τι συμβαίνει από πάνω. Τηλεφωνώ
στην Άννα, μια φίλη μου αστυνομικίνα.
-Να πάρεις το εκατό, μου
λέει, και να τους πεις τι συμβαίνει και μετά να πάρεις και ένα κλειδαρά. Θα
βρεις τηλέφωνα στο διαδίκτυο. Να ανοίξει ο κλειδαράς μπροστά στους
αστυνομικούς.
-Ποιο διαδίκτυο μου λες
τώρα, εγώ εδώ πνίγομαι. Βρες μου εσύ κλειδαρά.
Κλείνω το τηλέφωνο παίρνω
το εκατό. Σε αναμονή. Σε αναμονή, ρε φίλε, η άμεση δράση; Σε αναμονή; Τέλος
πάντων μου απαντούν, τους λέω τον καημό μου, μου λένε κι αυτοί για τον
κλειδαρά.
Η Σκούρτε εν τω μεταξύ
μαζεύει τα νερά.
Τηλεφωνεί η Άννα, μου
δίνει μερικά τηλέφωνα κλειδαράδων. Παίρνω ένα, απαντά κάποιος νυσταγμένος. Του
εξηγώ πώς έχει η κατάσταση.
-Χμ, λέει ο
εμπειρογνώμων, πρόκειται για απλή κλειδαριά;
-Πού να ξέρω;
-Πηγαίνετε να δείτε.
Ανεβαίνω στον τέταρτο με
την ψυχή στο στόμα.
-Διπλή κλειδαριά, λέω.
-Χμ, μεγάλη φασαρία, δεν
ανοίγει εύκολα. Θα ξεσηκώσουμε την πολυκατοικία από το θόρυβο.
-Να την ξεσηκώσουμε. Εδώ
εγώ πνίγομαι.
-Καλά, έρχομαι.
Κλείνω το τηλέφωνο, τρέχω
να βοηθήσω τη Σκούρτε. Το νερό πέφτει με κανονική ροή σαν από μισάνοιχτη βρύση.
Φέρνω κάτι τεράστιες πετσέτες, τις απλώνουμε κάτω. Σε δευτερόλεπτα είναι
μούσκεμα και το νερό αρχίζει πάλι να κυλάει κανονικά.
Έχει πάει έξι και η
Σκούρτε ζορίζεται.
-Πρέπει να φύγω, μου
λέει, έχω μεροκάματο στην άλλη μεριά της Αθήνας. Εσύ συνέχισε να μαζεύεις το
νερό, μέχρι να έρθει η αστυνομία και ο κλειδαράς.
-Καλά, της λέω.
Με το που φεύγει με
κυκλώνουν τα νερά, δεν τα προλαβαίνω, κυλάνε προς το μπάνιο και λιγουρεύονται
τα υπνοδωμάτια.
Πανικός!
Της τηλεφωνώ πάλι.
-Δεν γίνεται, της λέω,
εγώ θα πνιγώ εδώ μέσα. Πες σε παρακαλώ στη συμπατριώτισσά σου στο ημιυπόγειο να
έρθει να με βοηθήσει.
-Αυτή κοιμάται βαριά, δεν
ξέρω, αν θα ακούσει. Θα πάω να της χτυπήσω όμως.
Περνά η ώρα, κανείς δεν
εμφανίζεται, τα νερά δεν τα προλαβαίνω, εξαπλώνονται επικίνδυνα κι εγώ νιώθω
πως είμαι στα τελευταία μου.
Η Λόλι! Σκέφτομαι
ξαφνικά.
Η Λόλι είναι Ισπανίδα και
μένει σχετικά κοντά μου. Βάζω κάτω τις ντροπές και της τηλεφωνώ. Της εξηγώ λαχανιασμένη
τι μου συμβαίνει. Μου απαντά το ίδιο λαχανιασμένη ότι κι αυτή έχει πλημμυρίσει.
-Καλή τύχη! της λέω και κλείνω.
Τρέχω στα νερά που έχουν φτάσει στην πόρτα των υπνοδωματίων.
Τι να κάνω; Σκέφτομαι,
ενώ τα μαζεύω με τη σφουγγαρίστρα σε ένα άνισο αγώνα, εφόσον αυτά συνεχίζουν να
κυλούν ολούθε.
Χτυπά η πόρτα. Αφήνω τη
σφουγγαρίστρα και τρέχω να ανοίξω. Το ζευγάρι οι Αλβανοί από το ημιυπόγειο στέκονται
αμήχανοι μπροστά μου.
-Ελάτε! Φωνάζω και τους
μπάζω στην κουζίνα. Τους δίνω από μία σφουγγαρίστρα και σωριάζομαι σε μια
καρέκλα μετά από δυο ώρες αδιάκοπου αγώνα.
Αρχίζουν να μαζεύουν τα
νερά οι άνθρωποι.
Το νερό, είπαμε, σαν
μισάνοιχτη βρύση να κατεβαίνει από τους σωλήνες του καλοριφέρ. Γεμίζουν οι
κουβάδες και αδειάζουν στο μπάνιο, γεμίζουν και αδειάζουν, γεμίζουν και
αδειάζουν.
Έρχεται και ο κλειδαράς.
Καθόμαστε τώρα και περιμένουμε την αστυνομία, να πάμε πάνω όλοι μαζί, να
ανοίξουμε επισήμως το διαμέρισμα των Ιταλίδων. Ενδιαμέσως κάνουμε άλλα δυο
τηλεφωνήματα στο εκατό. «Ναι, ναι, ερχόμαστε», μας λένε.
Το ζευγάρι οι Αλβανοί
στην κουζίνα μαζεύουν τα νερά.
Κάποτε έρχεται ένας
νεαρός αστυνομικός, του εξηγώ το δράμα μου.
-Χμ, λέει κι αυτός σκεφτικός,
δεν είναι τόσο απλό αυτό που ζητάτε. Ποιος είναι εδώ ο διαχειριστής;
-Εγώ είμαι.
-Ο ιδιοκτήτης;
-Του τηλεφωνώ, αλλά δεν
απαντά.
-Δεν πρόκειται να δώσει
άδεια ο εισαγγελέας, αν δεν είναι παρών ο ιδιοκτήτης.
-Και τώρα;
-Τι να σας πω, αυτό λέει
ο νόμος.
Φεύγει ο αστυνομικός κι
εγώ είμαι έτοιμη να πω στον κλειδαρά να ανοίξει την πόρτα και ας πάω φυλακή. Κι
αν δεν το κάνει, θα πάω εγώ προσωπικώς με λοστάρια και τσεκούρια να την
κατακρημνίσω.
Ο κλειδαράς έχει μια άλλη
ιδέα.
-Δώσε μου το κλειδί της
ταράτσας να ρίξω μια ματιά.
Του το δίνω.
Όχι, η ταράτσα είναι
εντάξει.
Οι Αλβανοί σιωπηλοί
μαζεύουν τα νερά.
Τηλεφωνώ στον
συνδιαχειριστή. Έρχεται ο άνθρωπος νυσταγμένος.
-Μήπως ο θερμοσίφωνας;
Λέει.
Κοιτάμε στο πατάρι, όλα
στεγνά.
Ενδιαμέσως πέφτουν
διάφορα τηλέφωνα. Η Σκούρτε από τη δουλειά θέλει να μάθει, αν ήρθαν οι
συμπατριώτες της. Η Άννα θέλει να μάθει σε ποιο σημείο βρίσκεται η υπόθεσή μου.
Η Λόλι θέλει να μάθει, αν είμαι ακόμα ζωντανή.
Ο συνδιαχειριστής
ανεβαίνει στον τέταρτο και βροντοχτυπά την πόρτα. Επί ματαίω.
-Θα λείπουν μάλλον, μου
λέει.
-Όχι, είναι μέσα. Τις
άκουσα στις τρεις το πρωί που τράβηξαν το καζανάκι.
-Μήπως έφυγαν μετά.
-Μέσα είναι και
κοιμούνται. Η μια είναι κουφή, μπορεί να είναι και η άλλη.
Ξανανεβαίνει ο συνδιαχειριστής
και αρχίζει πάλι να βροντά την πόρτα. Βροντά και ξανά βροντά και κάποια στιγμή
ακούω ομιλίες. Παίρνω βαθιά ανάσα και αρχίζω να βρίζω τις κουφές.
Με ακούν οι Αλβανοί
ανέκφραστοι και συνεχίζουν να μαζεύουν τα νερά.
Τα μαντάτα όμως δεν είναι
καλά. Διότι το διαμέρισμα των Ιταλίδων είναι θεόστεγνο και άδικα τις έβρισα τις
κουφές. Δηλαδή όχι και εντελώς άδικα, να κοντεύουμε να ρίξουμε την πόρτα από
τις γροθιές και τις κλωτσιές κι αυτές να μην ακούνε τίποτα.
Σκέψου τώρα να το άνοιγε
ο κλειδαράς παρουσία της αστυνομίας και να τις πιάναμε στον ύπνο. Συγκοπή θα
πάθαιναν οι κακομοίρες. Ο δε αστυνομικός θα με εκτελούσε επιτόπου, αφού το
διαμέρισμα ήταν στεγνό.
Άρα;
Αναρωτηθήκαμε όλοι μαζί,
κλειδαράς, συνδιαχειριστής, οι δύο Αλβανοί κι εγώ.
Άρα, υδραυλικός.
Φεύγει ο κλειδαράς,
ψάχνουμε για υδραυλικό τώρα.
Οι Αλβανοί μαζεύουν τα
νερά.
Βρίσκουμε έναν υδραυλικό,
τον ξυπνάμε κι αυτόν, έρχεται ανόρεχτος και κάνει τη γνωμάτευση. Έχει μάλλον τρυπήσει
ο σωλήνας του καλοριφέρ που βρίσκεται χωμένος στο δάπεδο των Ιταλίδων και
λούζομαι εγώ τα νερά. Η δε βροχή απέξω δεν έχει καμιά σχέση. Κατεβαίνει στο
λεβητοστάσιο, κλείνει την παροχή του νερού.
Οι Αλβανοί μαζεύουν ακόμα
λίγη ώρα τα νερά, μετά αυτά λιγοστεύουν και στο τέλος σταματούν.
Πρέπει τώρα να συνεννοηθώ
με τον ιδιοκτήτη για να έρθει ο υδραυλικός, να σπάσει το πάτωμα του
διαμερίσματος από πάνω, να βρει τη βλάβη, να μου αλλάξει και μένα τους σωλήνες.
Μεγάλη ιστορία δηλαδή. Αλλά ο ιδιοκτήτης είναι άφαντος.
-Στην Ιταλία είναι, μου
λένε οι Ιταλίδες, εκεί εργάζεται.
Στην Ιταλία; Πιο μακριά
δε βρήκε να πάει;
Του στέλνουν μήνυμα οι
Ιταλίδες στο κινητό να μου τηλεφωνήσει. Ύστερα φεύγουν. Φεύγει και ο
συνδιαχειριστής.
-Τα νερά σταμάτησαν, μου
λένε οι Αλβανοί. Φεύγουμε κι εμείς τώρα.
-Μια στιγμή, περιμένετε,
τους λέω και ψάχνω να βρω το πορτοφόλι μου.
Πώς, έτσι θα τους αφήσω
τους ανθρώπους, τρεις ώρες χαμαλίκι μέσα στη νύχτα στα καλά του καθουμένου; Που
άλλοτε έχουν δουλειά κι άλλοτε όχι, άνθρωποι της ανάγκης που στο κάτω-κάτω δεν
μου χρωστούσαν τίποτα;
-Όχι, όχι, λένε μαζί και
οι δύο και κατευθύνονται προς την εξώπορτα.
-Περιμένετε! Φωνάζω εγώ.
-Όχι! Με τίποτα! Φωνάζουν
αυτοί και φεύγουν ανένδοτοι.
Μένω μόνη στο ανάστατο
διαμέρισμά μου, εξουθενωμένη, εξαντλημένη, άυπνη. Η κουζίνα και το χολ πάντως στεγνά.
Κι αν δεν ήταν οι
Αλβανοί; Σκέφτομαι κάποια στιγμή.
Αν δεν ήταν η Σκούρτε που
σηκώθηκε μες τη νύχτα να με βοηθήσει και μετά έφυγε για να ξεπατωθεί στη
δουλειά σε κάποιο άλλο σπίτι;
Αν δεν ήταν το ζευγάρι
των Αλβανών που άφησαν κι αυτοί τον ύπνο τους και ήρθαν εδώ πέρα να μαζεύουν
σιωπηλοί και ταπεινοί τα νερά του σπιτιού μου;
Τι θα γινόμουν χωρίς τους
Αλβανούς;
Να σας πω τι θα γινόμουν:
τα νερά θα έμπαιναν στα υπνοδωμάτια, θα ανέβαινε σιγά-σιγά η στάθμη τους και
όλο το σπίτι μου θα γινόταν μια βάρκα στο πέλαγος. Εγώ θα πάλευα μαζί τους σε
βαθιά απόγνωση και, καθώς είμαι άμαθη στις ταλαιπωρίες, θα έπεφτα στο τέλος
κάτω σακατεμένη. Σακατεμένη και με το σπίτι μου κατεστραμμένο.
Αυτά σκέφτηκα καπνίζοντας
το τσιγάρο μου και προσπαθώντας να συνέλθω από το σοκ.
Χωρίς αυτούς είμαστε
χαμένοι, αδέλφια. Ας το πάρουμε απόφαση. Όλη τη βρώμικη δουλειά αυτοί την
κάνουν.
Κι έτσι ξαφνικά αγάπησα
τους Αλβανούς.
Υστερόγραφο
Τελικά δεν βρέθηκε ζημιά
στους σωλήνες του καλοριφέρ. Η βροχή τρύπωσε από τις χαραμάδες της βεράντας του
τετάρτου και χύθηκαν τα νερά σε μένα. Δεν πλημμυρίζουν επομένως μόνο τα υπόγεια
και τα ισόγεια, όταν έχουμε τέτοια ακραία καιρικά φαινόμενα. Πλημμυρίζουν και
οι πάνω όροφοι. Γρηγορείτε!
6 σχόλια:
Τι αγωνιώδες θρίλερ ήταν αυτό, αγαπητή μου Καίτη!!
Τόσο συναρπαστική που ήταν η αφήγηση σου, που διάβασα τα διαδραματιζόμενα στο πι και φι, μεχρι να φτάσω στο ανακουφιστικό τέλος!
Να είσαι καλά!!!
Και πού και να το ζούσες κιόλας, Χριστόφορε!
ΚΑΙΤΟΥΛΑ ΜΟΥ ΤΙ ΗΤΑΝΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕΣ??? ΚΑΙ ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΒΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΕΧΩ ΠΕΣΕΙ ΣΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ !!! ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ.
Κι ακόμα δεν τελειώσαμε, πρέπει να κλείσω την τρύπα στο ταβάνι της κουζίνας που άνοιξε ο υδραυλικός και να βάψω τον τοίχο. Και να κάνω το σταυρό μου ότι διορθώθηκε η βλάβη και δεν θα μου ξανασυμβεί.
Όσο για τους Αλβανούς, τώρα εκτίμησα την αξία τους. Χωρίς αυτούς δεν θα τα έβγαζα πέρα.
Η αναγνώριση της προσφοράς και η ευγνωμοσύνη είναι προσόντα γιά τον κάθε άνθρωπο που τα κατέχει αυτα. Ωστόσο κάποιες φορές χρειάζεται να είμεθα πιό ανοικτομυαλοι και με πιό ανοικτή την καρδιά μας ώστε να μην αναγνωρίσουμε την αξία κάποιων μόνο όταν δεχόμαστε τις υπηρεσίες τους, αλλά να τινάξουμε από πάνω μας την κάθε προκατάληψη και να κρίνουμε δίκαια κάθε περίπτωση ξεχωριστά...καθώς και ανάμεσα στους αλβανούς υπάρχουν αυτοί που αξίζουν την περιφρόνησή μας...
Με τιμή, κάποιος αλβανός, που εντελώς τυχαία διάβασε για την αγάπη σας προς τους αλβανούς..!
Αγαπητέ μου, ο τίτλος έχει το στοιχείο της υπερβολής. Για τους Αλβανούς δεν έτρεφα ποτέ αισθήματα μίσους, εξάλλου οι εκάστοτε επαφές μου μαζί τους ήταν πάντα καλές. Εδώ θέλω να τονίσω ότι χάρη σ' αυτούς το σπίτι μου σώθηκε από την πλημμύρα και ότι τους ευγνωμονώ γι' αυτό.
Δημοσίευση σχολίου