23/5/16

«Ρομάντσο», «Θησαυρός» και παραλογοτεχνία






Η πρώτη μου επαφή με τη λογοτεχνία – το ομολογώ ανερυθριάστως- ήταν μέσα από τα λαϊκά εβδομαδιαία περιοδικά «Ρομάντσο» και «Θησαυρός» που κυκλοφορούσαν κάποτε στη φτωχή, αμόρφωτη και ανυποψίαστη Ελλάδα.

Οι γονείς μου, αν και σχετικά ευκατάστατοι, θεωρούσαν σπατάλη την αγορά εξωσχολικών βιβλίων, έτσι έπρεπε να ικανοποιήσω τη φιλομάθειά μου μέσω αυτών των λαϊκών περιοδικών που δανειζόμουν από τα κορίτσια της γειτονιάς -μια και ο μπαμπάς μόνο την Καθημερινή αγόραζε που όμως εγώ δεν τη χώνευα, γιατί δεν καταλάβαινα τι έλεγε. 

Τα λαϊκά αυτά περιοδικά μεταξύ άλλων δημοσίευαν πολλά διηγήματα που ανήκαν στην παραλογοτεχνία, κάτι που ακόμα τότε δεν μπορούσα να ξέρω. Ήταν, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό των ίδιων των περιοδικών, αισθηματικά διηγήματα, δραματικά, κοινωνικά, αστυνομικά, μυστηρίου, ακόμα και γκανγκστερικά διηγήματα και συνοδεύονταν και από μια πρόχειρη ζωγραφιά προς τέρψιν των αναγνωστών.


Υπήρχαν επίσης και τα ανάλογα μυθιστορήματα σε συνέχειες που δεν μπορούσα να παρακολουθήσω, καθώς δανειζόμουν σκόρπια τεύχη αποδώ κι αποκεί. Μια ιδιαίτερη συμπάθεια έτρεφα πάντως στον Νίκο Μαράκη που δημοσίευε τα μυθιστορήματά του στο «Ρομάντσο». Μπορεί να μην είχα συνολική εικόνα της υπόθεσης, όμως τα αποσπάσματα που διάβαζα –και που δεν απευθύνονταν σε ανήλικους – ήταν πολύ ερεθιστικά και εξήπταν τη φαντασία μου.

Μέσα εκεί κυκλοφορούσαν διάφοροι ύποπτοι τύποι του υποκόσμου, κυκλώματα, μαφίες, σωματέμποροι κλπ καθώς επίσης και πλούσιοι λάγνοι και ανήθικοι, αριστοκράτες που ζούσαν στα μεγαλεία, φτωχοί πλην τίμιοι βιοπαλαιστές (όχι πολλοί), πόρνες, καμπαρετζούδες και άλλες τέτοιες «πεταλούδες της νύχτας», μαστροποί, τσατσάδες και λεσβίες.

(Στον Νίκο Μαράκη χρωστώ την πρώτη γνώση μου ότι στον κόσμο τούτο υπάρχουν και γυναίκες που ποθούν ερωτικά άλλες γυναίκες, μολονότι στο συγκεκριμένο περιστατικό δεν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «λεσβία», αλλά έκανε μια ολόκληρη περίφραση για να μας εξηγήσει περί τίνος επρόκειτο. Γενικά οι λέξεις «λεσβία» και «ομοφυλόφιλος» δεν ήταν τότε σε χρήση. Η μόνη συχνότατη λέξη της προφορικής γλώσσας που άκουγα από παρακατιανούς της γειτονιάς μου ήταν η λέξη «πού-της» που εγώ εξελάμβανα ως βαριά βρισιά χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο).

Εκτός από αυτούς όλους τους κακούς ανθρώπους στα μυθιστορήματά του ( αλλά και σε όλα τα άλλα των υπόλοιπων μυθιστοριογράφων των σχετικών περιοδικών) υπήρχαν απαραιτήτως και πρωταγωνιστούσαν οι αγνές κοπέλες που η ατυχία τους ήταν να παρασυρθούν άθελά τους από τους κακούς και να βρεθούν σε μεγάλο κίνδυνο. Αλλά πάντα εκεί γύρω υπήρχαν και κάποιοι νέοι έντιμοι που ερωτεύονταν τις αγνές κοπέλες και τις έσωζαν τελικά.


Μια τέτοια παραμορφωτική εικόνα της Αθήνας είχα στα παιδικά μου χρόνια (τότε ακόμα ζούσα στα Χανιά), αλλά πλάκα-πλάκα έμαθα να προσέχω και να μην εμπιστεύομαι αγνώστους, μην πάθω κι εγώ καμιά συμφορά, όπως οι αγνές κοπέλες, και πέσω στα χέρια σωματεμπόρων.

Μια ανάλογη εικόνα της Αθήνας παρουσιάζεται και στις αντίστοιχες ταινίες μελό της εποχής που όμως δεν έχουν τίποτα από τη γοητεία του λαϊκού μυθιστορήματος με τη συγκεκριμένη γλώσσα και τις περιγραφές του.

Μεγάλη πια και με άλλη παιδεία, δεν έπαψα να νοσταλγώ εκείνα τα λαϊκά περιοδικά που με είχαν συντροφέψει στα παιδικά μου χρόνια και, όταν έβρισκα να πωλείται κανένα, το αγόραζα και το ξεφύλλιζα ξαναμπαίνοντας σε ένα κόσμο που έχει για πάντα χαθεί. Είναι ένας κόσμος απλοϊκός, αφελής, σεμνότυφος, λογοκριμένος, με άλλες αρχές, άλλη ηθική, ακόμα και με άλλη γλώσσα σε πολλές περιπτώσεις.



Από αυτό το μακρινό κόσμο σάς παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα και στη συνέχεια το σχολιάζω. Είναι από το «αισθηματικό αθηναϊκό μυθιστόρημα» του Άλκη Αυγερινού «Δυο αγάπες στον κόσμο» που δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό «Θησαυρός».( Εδώ από το τεύχος 904, 25 Μαρτίου 1956).


...Στον Παύλο είχε κάμει εντύπωσι ότι, άμα χτύπησε το κουδούνι, δεν του άνοιξε η υπηρεσία, αλλά η ίδια η κυρία, με μια ρόμπα από ζέρσεϋ – νάϋλον ροζ, γαρνιρισμένη με μαύρες νταντέλλες. Αυτή η υποδοχή δεν άφηνε πολλές αμφιβολίες για τους σκοπούς της κυρίας. Και ο Παύλος ήτανε περίεργος να ιδή με τι τρόπο θα τους φανέρωνε.
Κάθισαν στο σαλονάκι, όπου είχε σερβίρει κιόλας η κυρία ένα παγωμένο τσάϊ, με λεπτό μυρωδικό (άνιθο, τόσο ψιλοκομμένο που μόλις ήταν ορατό) μια κασσάτα περίφημη και φρούτα ζαχαρωμένα.

-Εσέρβιρα μόνη μου – του είπε χαμηλώνοντας τα μάτια...Προτίμησα να είμαστε εντελώς μόνοι, για να μιλήσουμε με την ησυχία μας...Καταλαβαίνετε...

Αλλά η μπρετέλλα της κομπιναιζόν της , που διακρινότανε κάπως, κάτω από τη ρόμπα, της είχε γλιστρήσει από τον ώμο, στο μπράτσο κάτω και της εμπόδιζε τις κινήσεις. Και τότε έβαλε το χέρι της να την επαναφέρη στη θέση της. Και με μια κίνησι δήθεν αδέξια, πραγματικά όμως πολύ επιδέξια, ξεσκέπασε όλο τον ώμο της. Δήθεν ταραχή μεγάλη κατόπιν και κίνημα ραγδαίο συστολής, μάζεμα, κλείσιμο της ρόμπας στο στήθος και αρχή σερβιρίσματος, με την κοινοτοπική ερώτηση:

-Τι να σας δώσω;...

Κάτω απ’ αυτήν το βλέμμα έλεγε ό,τι δεν τολμούσαν ακόμη να πούνε τα χείλη:

-Είμαι τρελλή για σένα...

Κι ενώ του πρότεινε το παγωμένο τσάϊ παρατήρησε η κυρία κάτι άλλο δυσάρεστο: Όλο της το γόνατο έξω από τη ρόμπα. Κι όταν ο Παύλος πήρε το φλυτζάνι, αμέσως η κυρία διώρθωσε τάχα τη ρόμπα, σκέπασε το γόνατο γοργά. Όλ’ αυτά νευρίασαν τον Παύλο. Αλλά η κυρία Μεσαρά προχώρησε με τόση μαστορική αφέλεια, ώστε, σε λίγο, έννοιωσε άμεσα ο Παύλος, ότι το κτήνος, που κοιμάται μέσα στον κάθε άνθρωπο άρχισε να ξυπνά μέσα του. Σηκώθηκε και της έδωσε το χέρι για να την χαιρετήση. Αντίκρυσε δυο μάτια δακρυσμένα.

-Δεν θα μου κάμης αυτό τον εξευτελισμό... – του ψιθύρισε.

-Ποιον εξευτελισμό;  - ρώτησε κατάπληκτος ο Παύλος.

-Να φύγεις έτσι...- του είπε κι ένα κύμα πορφυρό έβαψε τη μορφή της.
(...)
Επάνω στο χαιρετισμό έβαλε τα μεγάλα και ραγδαία μέσα. Και δεν τον άφησε να «φύγει έτσι». Μετά το δάκρυ της πληγωμένης αξιοπρέπειας ήρθαν τα φλογερά φιλιά.
Ποτέ στη ζωή του ο Παύλος δεν είχε αμαρτήσει πιο ανόητα και πιο σαχλά. Και ποτέ δεν έννοιωσε τον εαυτό του τόσο αδύνατο, τόσο τιποτένιο, τόσο άβουλο. Άγριες τύψεις τον κυρίεψαν. Του φάνηκε πως είχε δυο οκάδες μουντζούρα στο πρόσωπό του...Και είχε το αίσθημα, ότι προσπαθούσε ν’ ανοίξη εκεί, επί τόπου ένα λάκκο βαθύ, για να θάψη τα πάντα, ό,τι είχε συμβή και να βάλη από πάνω μια πλάκα βαρειά:

-Τι ιδέα θάχης τώρα για μένα... – του μουρμούρισε η Δώρα φτιάνοντας τα μαλλιά της.

-Την αρίστη! – της είπε σ’ ένα τόνο ελαφρά ειρωνικό...


Μπορούμε τώρα να κάνουμε μερικές σημειολογικές παρατηρήσεις:

Α) Γλώσσα:
Μερικές λέξεις έχουν πέσει σε αχρηστία ή χρησιμοποιούνται ελάχιστα και σε ειδικές περιπτώσεις:
Ζέρσεϋ, να ιδή, κασσάτα, μπρετέλλα, κομπιναιζόν, οκάδες.

Η ορθογραφία έχει αλλάξει επίσης σε πολλές:
Τρελλή αντί τρελή, βαρειά αντί βαριά, άνιθο αντί άνηθο, νάϋλον αντί νάιλον, ζέρσεϋ αντί ζέρσεϊ, ένοιωσε αντί ένιωσε (εδώ μάλιστα έχουμε και ορθογραφικό λάθος: έννοιωσε).

Διατηρείται η υποτακτική: να ιδή, να την επαναφέρη, να την χαιρετήση, δεν θα μου κάμης, ν’ ανοίξη κλπ

Διατηρείται η γ΄ κλίση: εντύπωσι, κίνησι.

Διατηρείται η αύξηση αορίστου: διώρθωσε αντί διόρθωσε.

Επίσης:  νταντέλλα αντί δαντέλλα, κοινοτοπικός αντί κοινότοπος.

Β) Κοινωνία

Το σπίτι που επισκέπτεται ο Παύλος είναι ένα αστικό ή μάλλον μεγαλοαστικό σπίτι και διαθέτει υπηρεσία. Στον επισκέπτη σερβίρεται παγωμένο τσάι – ο λαός την ίδια εποχή πίνει τούρκικο καφέ και καυτό τσάι (του βουνού), μόνο όταν αρρωσταίνει. Επίσης είναι ένα τσάι αρωματικό – όχι όμως του εμπορίου, διότι μάλλον δεν κυκλοφορούσαν τότε τέτοια αρωματικά ροφήματα. Η κυρία του σπιτιού το έχει αρωματίσει μόνη της ρίχνοντας μέσα ψιλοκομμένο άνηθο που μόλις είναι ορατός - για να μη μοιάζει με σούπα. Το τσάι συνοδεύεται από κασσάτα (ομολογώ ότι έψαξα στο γκουγκλ για να μάθω τι είναι, πρόκειται για ένα είδος πίτας) και από ζαχαρωμένα φρούτα. Μιλάμε δηλαδή για εξωφρενική πολυτέλεια σε μια Ελλάδα που ο κόσμος την έβγαζε με ψωμί κι ελιές.

Η κυρία δεν είναι κόσμια ενδεδυμένη. Σκοπίμως, όπως καταλαβαίνουμε. Αλλά κι αυτά τα μη κόσμια ρούχα που φορά είναι μη κόσμια πολυτελείας: ζέρσεϊ νάιλον ροζ ρόμπα (νάιλον, η τελευταία λέξη της μόδας) γαρνιρισμένη με μαύρη δαντέλλα. Από κάτω φορά κομπιναιζόν – το συνήθιζαν τότε οι γυναίκες, λαϊκές και αριστοκράτισσες.

Γ) Ηθική

Και φτάνουμε στην ουσία της υπόθεσης.

Τι έχουμε εδώ; Έχουμε ένα νέο σοβαρό από τη μια μεριά και από την άλλη έχουμε μια έκφυλη πλουσιοκυρία που επιχειρεί να τον εκμαυλίσει.

Γυναίκα αναμφίβολα πρόστυχη που όμως, λόγω των ηθών της εποχής, δεν μπορεί να του ορμήξει απροκάλυπτα και να τον παρασύρει στο αμαρτωλό κρεβάτι της. Τηρεί κάποια προσχήματα, πολύ ισχνά όμως, και ελπίζει ότι με τη νεγκλιζέ της εμφάνιση θα ερεθίσει τον τίμιο Παύλο. Στο κάτω-κάτω ένα αρσενικό είναι, δεν μπορεί, θα φουντώσει βλέποντάς την με τη ροζ νάιλον ρόμπα της που ξεγλιστρά και αποκαλύπτει τα θέλγητρά της. Πόσο να αντέξει το καλό αυτό παιδί, όταν η τιράντα του κομπινεζόν γλιστρά ύπουλα και αποκαλύπτει τον θελκτικό της ώμο. Εκείνη φυσικά θα επιχειρήσει να την επαναφέρει στη θέση της με μια εντελώς αθώα κίνηση, αλλά, -τι παμπόνηρη αλήθεια!- από μια δήθεν αδεξιότητα θα ξεσκεπάσει ολόκληρο τον ώμο της.

Μπούτια και ώμοι σε κοινή θέα και ο Παύλος... ε, πώς! Θα ανάψει σίγουρα το παιδί, μήπως βρίσκει κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες σε μια Αθήνα που οι παρθένες φυλάνε αυτό που έχουν ως πολυτιμότερο;

Αλλά μην την περάσει κιόλας για εντελώς τσούλα. Γι’ αυτό κλείνει ταραγμένη τη ρόμπα της, μαζεύεται - παρντόν για ό,τι είδες, Παύλο μου, δεν ήθελα να σε φουντώσω, γλιστράνε αυτά τα νάιλον υφάσματα, εγώ είμαι σεμνή.

Το βλέμμα ωστόσο άσεμνο και στέλνει καθαρά το μήνυμά του: «Είμαι τρελλή για σένα». Καίγομαι, Παύλο, καίγομαι, πεθαίνω, αγόρι μου, για σένα...

Και ο Παύλος; Ο Παύλος νιώθει ξαφνικά ότι «το κτήνος, που κοιμάται μέσα στον κάθε άνθρωπο άρχισε να ξυπνά μέσα του». Ναι, το κτήνος... ξύπνησε και ήθελε κακά πράγματα, ανόσια και ανήθικα πράγματα, ήθελε φιλιά και αγκαλιές, χάδια και σεξ, κυρίως σεξ το κτήνος.

Για να αποφύγει την κτηνωδία ο Παύλος σηκώνεται να φύγει. Και τότε, τι να δει... δυο μάτια δακρυσμένα που τον κοιτάζουν με αγωνία.

Γιατί άραγε δάκρυσε η κυρία; Ήταν κανένα κόλπο για να τη λυπηθεί τούτος εδώ ο βλάξ και να της κάτσει; Ήταν από την πολλή επιθυμία που της ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια; Ή ήταν από τη φτυσιά που της έριξε ο ανεκδιήγητος αυτός νεαρός;

«Δεν θα μου κάμης αυτό τον εξευτελισμό», του λέει με τα περίεργα ελληνικά της.

Ο Παύλος, μωρός άνθρωπος, όπως αποδεικνύεται τελικά, απορεί. «Ποιον εξευτελισμό;», ρωτά. «Να φύγεις έτσι...». Και η σεμνή αλλά φουντωμένη κυρία γίνεται κατακόκκινη.

Δεν πάει άλλο, σκέφτεται από μέσα της. Τούτος εδώ ο χαζός θα μου ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια. Άι στο διάολο και η αξιοπρέπεια και τα προσχήματα και όλα. Τον βουτάει λοιπόν και τον αρχίζει στα φλογερά φιλιά.

Και τότε ο τίμιος Παύλος λυγίζει. Το κτήνος μέσα του μουγκρίζει πλέον ασυγκράτητο, τίποτε δεν το σταματά.

(Κενό της αφήγησης λόγω σεμνοτυφίας και λογοκρισίας του περιοδικού. Εμείς όμως θα το συνεχίσουμε, πάντα μέσα στα πλαίσια της κοσμιότητας που απαιτεί η δεκαετία του ’60:

Το ζέρσεϊ ροζ νεγκλιζέ με τη μαύρη δαντέλλα γλιστρά στο πάτωμα και ο Παύλος τυφλός από πόθο τη φιλά στο λαιμό και τους ώμους και της αφαιρεί με γρήγορες κινήσεις το κομπινεζόν. Πέφτουν στο πάτωμα, πάνω στο παχύ περσικό χαλί και κυλιούνται μέσα στον πυρετό του πάθους τους. Αγκαλιάζονται  με τρελή επιθυμία αφήνοντας αναστεναγμούς ηδονής. Το τραπεζάκι με το σερβίτσιο του τσαγιού τραντάζεται, καθώς τα σφιχταγκαλιασμένα τους κορμιά κυλιούνται παθιασμένα εδώ κι εκεί, και ένα φλιτζάνι πέφτει στο κεφάλι του Παύλου και τον καταβρέχει με το αρωματισμένο με άνηθο τσάι. Η Δώρα γλείφει το τσάι από το πρόσωπο του Παύλου, ενώ αυτός γλείφει το στήθος της.

-Είμαι δική σου, μόνο δική σου! του ψιθυρίζει σχεδόν μισολιπόθυμη από την ηδονή.

Ο Παύλος δεν ακούει τίποτα, διότι τα κτήνη δεν έχουν ακοή. Εισχωρεί μέσα της -με κτηνώδη πάντα- βία, ενώ εκείνη με ανεστραμμένους οφθαλμούς αναφωνεί βραχνά:

-Παύλο! Παύλο! Αγάπη μου!

Το μπολ με τα ζαχαρωμένα φρούτα ανατρέπεται από μια άστοχη κλοτσιά του Παύλου και μερικά τούς ραίνουν την ώρα του οργασμού τους. Η κυρία διώχνει ένα ζαχαρωμένο αχλάδι που προσγειώθηκε στα μούτρα της και συνεχίζει να κραυγάζει άναρθρα:

-Παύλο, πεθαίνω για σένα, κάνε με ότι θες, αγάπη μου, κάνε μου τα όλα...

Ο Παύλος, αν και δεν ακούει τίποτα, της κάνει πάντως αρκετά.

Τελειώνουν με βογκητά  ηδονής και μένουν ακίνητοι  και λαχανιασμένοι πάνω στο παχύ περσικό χαλί που έχει τώρα λεκέδες εδώ κι εκεί από το τσάι που χύθηκε. Η κυρία δεν δίνει φράγκο για τη ζημιά.

Ύστερα σηκώνονται και ντύνονται σιωπηλά.
Τέλος της παρένθεσης).

Συνέχεια της αφήγησης:

Ποτέ στη ζωή του ο Παύλος δεν είχε αμαρτήσει πιο ανόητα και πιο σαχλά. Και ποτέ δεν έννοιωσε τον εαυτό του τόσο αδύνατο, τόσο τιποτένιο, τόσο άβουλο. Άγριες τύψεις τον κυρίεψαν. Του φάνηκε πως είχε δυο οκάδες μουντζούρα στο πρόσωπό του...Και είχε το αίσθημα, ότι προσπαθούσε ν’ ανοίξη εκεί, επί τόπου ένα λάκκο βαθύ, για να θάψη τα πάντα, ό,τι είχε συμβή και να βάλη από πάνω μια πλάκα βαρειά.

Διότι περί αμαρτίας πρόκειται φυσικά. Και μάλιστα μιας αμαρτίας ανόητης και σαχλής. Και τι κατάλαβε δηλαδή που την έκανε; Να που τώρα νιώθει αδύνατος και τιποτένιος. Και προ παντός άβουλος. Πιόνι στα χέρια μιας σατανικής γυναίκας που τον πλάνεψε με τα θέλγητρα και τα κόλπα της. Και βρώμικος, πολύ βρώμικος. Η κυρία πεντακάθαρη ήταν βέβαια και μέσα στα αρώματα, αλλά αυτός τώρα είναι βρώμικος. Με μια μούρη μέσα στη μουτζούρα. Πώς θα βγει έξω τώρα στην κοινωνία να κυκλοφορήσει μετά την αμαρτία; Το κτήνος ικανοποιημένο το έχει ρίξει τώρα στον ύπνο, όμως η ενοχή τον έχει πλημμυρίσει. Αχ, να μπορούσε να εξαφανίσει αυτή την ανομία σ’ ένα βαθύ λάκκο και να την ξεχάσει εκεί για πάντα...

Εν τω μεταξύ η κυρία κατευχαριστημένη διορθώνει φιλάρεσκα την κόμμωσή της. Καλά πέρασε, όλα έγιναν σύμφωνα με τις προσδοκίες της και της έφυγε επιτέλους κι αυτό το φούντωμα που δεν μπορούσε να το κάνει καλά.

-Τι ιδέα θάχης τώρα για μένα... του λέει ελπίζοντας ότι ο Παυλάκος θα τη γεμίσει με φιλιά.

Αλλά ο Παυλάκος, τώρα που το κτήνος ξανακοιμήθηκε, είναι πάλι ο τίμιος και ηθικός εαυτός του.

-Την αρίστη! – της απαντά ειρωνικά.

Και η μαντάμ Δώρα τρώει τη φτυσιά της ζωής της.


Να σχολιάσουμε την ηθική της εποχής; Δεν νομίζω ότι χρειάζεται. Όλοι καταλάβαμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια: