25/4/16

"Οι τρεις αδελφές"







Χτύπησα την πόρτα διακριτικά, αλλά δεν πήρα απάντηση. Περίμενα λίγο, μετά την ξαναχτύπησα πιο δυνατά. Κανείς δεν απάντησε. Άνοιξα  και μπήκα μέσα.

Το γραφείο ήταν μισοσκότεινο. Στο βάθος είδα τις τρεις γυναίκες που κάθονταν στα γραφεία τους κι έγραφαν απορροφημένες. Ήταν ακριβώς όπως τις φανταζόμουν. Αδύνατες, σχεδόν κοκαλιάρες, ντυμένες με κάτι γκρίζα ρούχα, σαν ράσα, με τα μαλλιά τους δεμένα πίσω σφιχτά. Τα πρόσωπά τους ήταν ρυτιδιασμένα και στυφά.

Δίστασα λίγο, έπειτα προχώρησα και στάθηκα μπροστά τους. Ξερόβηξα ελαφρά:

-Ενοχλώ μήπως;

Εκείνες σήκωσαν το κεφάλι και με περιεργάστηκαν ξαφνιασμένες.

-Τι θέλετε; Ρώτησε μία τους.

Τους έδειξα το χαρτάκι που κρατούσα στο χέρι:

-Πρόκειται γι αυτήν εδώ τη βιογραφία. Θα ήθελα να μάθω ποια από τις τρεις σας την έγραψε.

-Πώς μπήκατε εδώ  μέσα;  ρώτησε η διπλανή της. Δεν το ξέρετε ότι απαγορεύεται η είσοδος στο χώρο που γράφονται ο βιογραφίες;

-Βεβαίως, το ξέρω. Αλλά παρακάλεσα το θυρωρό και μου έκανε το χατίρι. Του εξήγησα πως δεν σκόπευα να σας απασχολήσω πολύ.

-Ο θυρωρός τελευταία δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Τέλος πάντων, για δώστε μου τη βιογραφία.

Πλησίασα και της έδωσα το χαρτάκι. Αυτή του έριξε μια γρήγορη ματιά.

-Χμ, έκανε και γύρισε στη διπλανή της. Αδελφή, μήπως έγραψες εσύ αυτή τη βιογραφία;

Η διπλανή πήρε το χαρτάκι και το εξέτασε.

-Ναι, είπε μετά. Είναι ο δικός μου γραφικός χαρακτήρας.

Γύρισε προς το μέρος μου:

-Και τι ακριβώς θέλετε τώρα;

Ένιωσα λίγο αμήχανα, αλλά δεν έκανα πίσω:

-Έχω μερικές απορίες σχετικά με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης βιογραφίας. Θα μπορούσα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις;

Η γυναίκα έμεινε για λίγο  σιωπηλή.  Οι άλλες δύο είχαν καρφώσει πάνω μου τα μάτια και με παρατηρούσαν παγερά. Αυτό που έκανα ήταν πολύ ασυνήθιστο και το ήξερα, αλλά αφού ο θυρωρός μού είχε δώσει την άδεια, δεν θα έχανα με τίποτα την ευκαιρία.

-Δεν σας άρεσε η βιογραφία μου; Ρώτησε η γυναίκα.

-Ήταν κάπως περίεργη. Θα ήθελα μερικές διευκρινίσεις. Μπορούμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;

-Όχι, δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο.

Άκουσα τις άλλες δύο που χαχάνισαν ελαφρά.

-Καλά, υποχώρησα. Πείτε μου τουλάχιστον το όνομά σας.

-Κλωθώ,  απάντησε εκείνη ξερά.

Έκανα μια μικρή υπόκλιση.

-Χαίρω πολύ. Εγώ ονομάζομαι Ανθέμιος.

-Ποιος Ανθέμιος; Ο Τραλλιανός, ο αρχιτέκτονας της Αγίας Σοφίας;

-Ω, όχι, καμία σχέση. Εγώ έζησα δεκατέσσερις αιώνες αργότερα.

Η διπλανή της άφησε ένα περιπαιχτικό γελάκι.

-Καλέ, είναι ο Ανθέμιος από το Παγκράτι!  Δεν τον αναγνωρίσατε;

Με περιεργάστηκαν πιο προσεχτικά. Ξαφνικά το πρόσωπο της Κλωθώς φωτίστηκε.

-Μα βέβαια! Είσαι ο Ανθέμιος!

-Α...ο Ανθέμιος! Έκανε και η τρίτη και της ξέφυγε ένα γελάκι.

-Με θυμάστε βλέπω και οι τρεις, είπα κακόκεφα.

-Ασφαλώς και σε θυμόμαστε, είπε η Κλωθώ. Τη βιογραφία σου την έγραψα μαζί με τις αδελφές μου. Δεν το συνηθίζουμε αυτό βέβαια, αλλά εκείνο το απόγευμα νιώθαμε τόσο κουρασμένες, τόσο μπουχτισμένες από τη δουλειά που είπαμε να παίξουμε κάτι σαν παιχνίδι.

-Παιχνίδι;

-Τέλος πάντων. Να σου συστήσω τις αδελφές μου, από δεξιά  η Άτροπος κι από αριστερά η Λάχεσις.

-Χαίρω πολύ.

-Λοιπόν, Ανθέμιε, σε ακούμε, είπε η Κλωθώ και σταύρωσε τα χέρια της πάνω στο γραφείο. Ποιο είναι το πρόβλημά σου;

-Πώς γίνεται να με θυμάστε τόσο καλά και οι τρεις; Ρώτησα υποψιασμένος. Δεν υπήρξα τίποτα σπουδαίο στη ζωή μου.

Οι Μοίρες με κοίταξαν αινιγματικά, αλλά δεν είπαν τίποτα.

-Θυμάστε όλες τις βιογραφίες που γράφετε; Επέμεινα εγώ.

-Μόνο όσες έχουν ενδιαφέρον, είπε η Κλωθώ.

-Η δική μου βιογραφία δεν είχε ενδιαφέρον.

Είδα με την άκρη του ματιού μου τη Λάχεσι και την Άτροπο να πνίγουν το γέλιο τους.

-Μην καθυστερούμε, είπε η Κλωθώ. Ανθέμιε, περιμένω τις ερωτήσεις σου. Καταλαβαίνεις βέβαια πως σου κάνω μεγάλη παραχώρηση. Οι Μοίρες δεν χάνουν την ώρα τους κουβεντιάζοντας με τους βιογραφηθέντες. Πρόκειται για μεγάλη σπατάλη του χρόνου κι εμείς καθημερινά έχουμε να γράψουμε πολλές βιογραφίες. Απορώ με το θυρωρό που φάνηκε τόσο ελαστικός απέναντί σου. Αλλά αφού τέλος πάντων σου επέτρεψε την είσοδο, ορίστε, σε ακούω. Τι ακριβώς θέλεις να μάθεις;

-Ο θυρωρός με λυπήθηκε, είπα.

-Για ποιο λόγο; Δεν έζησες μια αξιολύπητη ζωή.

-Έζησα μια καταγέλαστη ζωή. Και περί αυτού πρόκειται. Θα ήθελα να μάθω γιατί γράψατε τη βιογραφία μου με τέτοιο χλευαστικό τρόπο. Για ποιο λόγο έπρεπε να ζήσω μια γελοία ζωή.

Ανέβασα τον τόνο της φωνής μου:

-Δεν είναι πολύ άδικο αυτό;

-Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξέρεις ότι εμείς εδώ γράφουμε βιογραφίες, είπε η Κλωθώ. Δεν γνωρίζουμε ποιοι θα αναλάβουν να τις ενσαρκώσουν. Το χαρτάκι που μας έφερες είναι ο λαχνός σου, το ξέρεις αυτό. Εσύ έχωσες το χέρι σου στο πιθάρι και τράβηξες το λαχνό. Άρα δεν έχουμε καμιά ευθύνη που σου έλαχε αυτή η ζωή. Ας πρόσεχες. Ή ας ήσουν πιο τυχερός.

-Εν τάξει, ήμουν άτυχος και μου έλαχε αυτή η ανεκδιήγητη βιογραφία. Αλλά εσείς γιατί κάνατε τον κόπο να τη γράψετε; Πώς σας κατέβηκε η ιδέα να φτιάξετε μια τέτοια γελοία ιστορία ζωής;

Στο σημείο αυτό οι άλλες δύο Μοίρες δεν κατάφεραν να συγκρατηθούν. Ξέσπασαν σε βροντερά γέλια. Η Κλωθώ προσπάθησε να διατηρήσει τη σοβαρότητά της. Έκανε μια περίεργη γκριμάτσα για να διώξει το γέλιο που ανέβαινε από μέσα της, αλλά απέτυχε και λύθηκε κι αυτή στα γέλια.

Η κατάσταση ήταν πλέον εξωφρενική. Δεν έφταναν όλα όσα είχα τραβήξει στη ζωή μου, τώρα εισέπραττα και νέες κοροϊδίες και μάλιστα από τις βιογράφους μου. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

-Είστε απαράδεκτες και οι τρεις, φώναξα. Αυτό κάνετε δηλαδή εδώ πέρα; Παίζετε με τις ζωές των ανθρώπων και διασκεδάζετε; Είστε εντελώς ανεύθυνες και ντρέπομαι για λογαριασμό σας!

Η Κλωθώ έπνιξε με κόπο το γέλιο της:

-Άκου, Ανθέμιε, καμιά φορά κι εμείς έχουμε ανάγκη από λίγη ευθυμία. Δεν φαντάζεσαι τι βαρύ καθήκον έχουμε αναλάβει, πόσο κοπιαστικό  είναι να κάθεσαι μέρα νύχτα εδώ μέσα και να γράφεις βιογραφίες.

Οι άλλες δύο κούνησαν το κεφάλι συμφωνώντας.

-Και πρέπει να έχεις φαντασία, ευρηματικότητα, ποικιλία, συνέχισε  αυτή. Να συνδυάζεις χαρακτηριστικά και δυνατότητες και συμπτώσεις και γεγονότα, να φτιάχνεις ζωές με ενδιαφέρον, όμορφες, άσχημες, περιπετειώδεις, πολύπλοκες, σκοτεινές, χαρούμενες, θλιβερές, εύκολες, δύσκολες, κάθε ποιότητας και κάθε επιπέδου.

-Έπειτα είναι και οι τραγωδίες, πρόσθεσε η Λάχεσις. Πρέπει να γράφουμε πολλές βιογραφίες που να περιέχουν τραγωδίες. Αρρώστιες, πολέμους, πείνα. Φτώχια, ορφάνια, εγκατάλειψη. Πρόωρους θανάτους, φονικά, αδικίες κάθε λογής.

-Φτιάχνετε όμως και ωραίες βιογραφίες, είπα θυμωμένος. Με ομορφιά, υγεία, πλούτο, δόξα, επιτυχίες...

-Αυτές είναι συγκριτικά πολύ λιγότερες, είπε η Κλωθώ.

-Και οι πιο πολλές, επέμεινα εγώ, είναι οι μέτριες βιογραφίες. Μια ήσυχη ζωή χωρίς πολλά σκαμπανεβάσματα, λίγες στενοχώριες, κάποιες χαρές, μια γλυκιά καθημερινότητα. Τι τυχερός που θα ήμουν, αν μου τύχαινε κι εμένα μια τέτοια ζωή! Αλλά χάρη σε σας μου έτυχε μια ζωή καρικατούρα.

-Χμ, ναι, παραδέχτηκε η Κλωθώ. Οι πιο πολλές βιογραφίες είναι μέτριες. Δουλειά φασόν που λένε. Βάζουμε μια τέτοια στο φωτοτυπικό και σε λίγα λεπτά έχουμε μερικές εκατοντάδες.

-Δεν γίνεται να γράφουμε συνέχεια πρωτότυπες βιογραφίες. Πρακτικά αυτό είναι αδύνατον, είπε η Άτροπος.

-Επί του θέματος, είπα αυστηρά. Γιατί φτιάξατε μια γελοία βιογραφία που ήταν γραφτό να τη λουστώ εγώ;

-Το κάνουμε αυτό πότε-πότε, απολογήθηκε η Κλωθώ.

-Όχι πολύ συχνά, αλλά το κάνουμε, πρόσθεσε η Λάχεσις.

-Έχουμε ανάγκη από ένα διάλειμμα, συμπλήρωσε η Άτροπος.

-Για να ξεσκάσουμε, είπε η Κλωθώ. Να χαμογελάσουμε λιγάκι.

Προσπάθησε να συγκρατηθεί, αλλά της ξέφυγε ένα γελάκι. Οι άλλες δυο λες και περίμεναν το σύνθημα, ξέσπασαν πάλι σε γέλια.

Περίμενα υπομονετικά να σταματήσουν. Μετά είπα:

-Τι το αστείο βρίσκετε σε έναν άνθρωπο που είναι χοντρός;

-Όχι σκέτος χοντρός, με διόρθωσε η Κλωθώ. Ανώμαλα χοντρός. Με καπούλια γυναικεία και βυζάκια και άτριχη φατσούλα...

Δεν μπόρεσε να συνεχίσει την περιγραφή, γιατί πνίγηκε στο γέλιο.

-Θυμάμαι λες και είναι τώρα, αδελφή, όταν μας έδειξες το σκίτσο, είπε χαχανίζοντας η Λάχεσις. Να του φουσκώσω λίγο ακόμα τα μπούτια; Μας ρώτησες και πήρες το μολύβι και τα φούσκωσες. Στράβωσέ του και λιγάκι τα δόντια, σου είπα εγώ κι εσύ του έφτιαξες κάτι δοντάρες σαν χαυλιόδοντες.

-Και τα χεράκια του κάνε τα πιο λεπτά, πιο φινετσάτα, σε συμβούλεψα εγώ, είπε η Άτροπος, και του έκανες κάτι όμορφα χεράκια, λίγο κοντά βέβαια, αλλά πολύ χαριτωμένα.

Νέο κύμα γέλιου έπνιξε και τις τρεις.

-Τα χέρια μου ήταν πολύ ωραία, είπα θιγμένος.

-Ναι, ως γυναικεία χέρια, ωραία ήταν, είπε η Κλωθώ σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάτια της. Και τα ποδαράκια σου ήταν πολύ χαριτωμένα, μικρούλικα και κοντούλικα. 

Γύρισε στις άλλες:

-Αλλά το θέμα ήταν άλλο, έτσι αδελφές;

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους συλλογισμένες και μετά ξέσπασαν πάλι σε γέλια:

-Βέβαια, βέβαια, αλλού ήταν το ψητό!

-Πού ήταν το ψητό; Ρώτησα σαστισμένος.

Με κοίταξαν και οι τρεις πονηρά.

-Έλα, Ανθέμιε, αφού ξέρεις πού είναι το ψητό, είπε η Κλωθώ. Το να είναι κανείς ανώμαλα χοντρός δεν είναι πάρα πολύ πρωτότυπο, υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι στον κόσμο, έτσι δεν είναι; Δεν είσαι δα και ο μοναδικός!

-Αλλά πόσοι παραμορφωμένοι χοντροί συμβαίνει να είναι ιδιαιτέρως ευφυείς; Ρώτησε η Λάχεσις.

-Και ιδιαιτέρως ερωτιάρηδες; Συμπλήρωσε η Άτροπος.

-Και προπαντός χαρισματικοί, πρόσθεσε η Κλωθώ.

-Τς ,τς, τι εκρηκτικός συνδυασμός! Είπε η Άτροπος και ξέσπασαν πάλι σε γέλια.

-Σας διασκεδάζω, έτσι δεν είναι; Είπα με πικρία. Έτσι διασκέδαζαν μαζί μου και οι συνάνθρωποί μου.

Δυνάμωσα τη φωνή:

-Το ήξερα ότι διασκέδαζαν, επειδή με είχατε κάνει ευφυή. Το ήξερα, όποτε πλησίαζα με λαχτάρα μια γυναίκα, ότι εκείνη από μέσα της έσπαγε πλάκα. Το ήξερα, κάθε φορά που κοίταζα ερωτικά μια γυναίκα, ότι εκείνη γελούσε με τη σκέψη ότι μπορεί να βρισκόταν μαζί μου στο κρεβάτι. Παντού όπου κι αν πήγαινα, το ήξερα ότι σκορπούσα τη θυμηδία με την εμφάνισή μου. Ήξερα τι ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη μου, μάντευα τα ειρωνικά σχόλια, τα απορριπτικά χαμόγελα, κάθε μέρα ανανέωνα τη συλλογή μου από τα κοροϊδευτικά βλέμματα των άλλων. Ήμουν ένα θέαμα για τον κόσμο. Και με την ευφυΐα που με είχατε προικίσει, διάβαζα όλες τις σκέψεις των ανθρώπων. Και ήταν όλες σαρκαστικές για μένα. Μερικές φορές προσπάθησα να συγκινήσω μια γυναίκα ανοίγοντάς της συζήτηση. Έλπιζα να τη γοητεύσω με το δυνατό μυαλό μου, με τις γνώσεις μου, με την ευφυΐα μου, να της αποδείξω ότι η εξωτερική μου γελοιότητα δεν είχε καμιά σχέση με τον εσωτερικό μου κόσμο που ήταν γενναίος και αρρενωπός.

-Λοιπόν;

-Λοιπόν, απέτυχα. Απέχτησα κάποιες καλές φιλίες, όμως καμιά γυναίκα δεν με ερωτεύτηκε.

Άφησα έναν αναστεναγμό.

-Όσο για τα χαρίσματά μου, αντί να ομορφύνουν κάπως τη ζωή μου και να την κάνουν πιο εύκολη, έγιναν βάρος ασήκωτο που έπρεπε να κουβαλώ μέρα νύχτα.

-Ανθέμιε, είσαι αχάριστος, είπε η Κλωθώ με αυστηρή φωνή. Σε προικίσαμε με πολλά ταλέντα για να εξισορροπήσουμε το παρουσιαστικό σου, αλλά εσύ αδιαφόρησες, τίποτα μεγάλο δεν έκανες. Το φταίξιμο είναι όλο δικό σου.

-Τι μεγάλο περιμένατε να κάνει ένας άνθρωπος με γελοίο παρουσιαστικό; Μια δυο φορές που προσπάθησα να προωθήσω το έργο μου, εισέπραξα ένα προσβλητικότατο όχι. Δεν είχα το κουράγιο να επιμείνω. Επιμένουν εκείνοι που πιστεύουν στον εαυτό τους. Εγώ δεν πίστευα.

-Κρίμα, είπε η Λάχεσις. Έχασε η ανθρωπότητα ένα δεύτερο Γαλιλαίο.

Αγνόησα το μοχθηρό της σχόλιο και συνέχισα:

-Και τον ερωτισμό μου έπρεπε να τον κρύβω στα έγκατα της ύπαρξής μου, επειδή ήξερα πόσο αύξαινε η γελοιότητά μου, αν τολμούσα να τον φανερώσω. Έτσι ανέραστος που είχα καταντήσει, με πέρασαν και για ομοφυλόφιλο μια δυο φορές.

Οι τρεις αδελφές με παρακολουθούσαν ανέκφραστες. Είχαν σταματήσει να γελούν κι έδειχναν κάπως σαν να βαριούνται με το μονόλογό μου.

-Αν όμως δεν ήμουν γελοίος, αν ήμουν απλώς ελαττωματικός, τυφλός ας πούμε, ή κουτσός ή και εντελώς παράλυτος, θα είχα πολλές πιθανότητες να αποχτήσω κι εγώ μια γυναίκα. Οι γυναίκες ξέρετε λυπούνται τους ανάπηρους και νιώθουν γι αυτούς μητρικά συναισθήματα που εύκολα γίνονται έπειτα ερωτικά. Ποτέ όμως δεν ερωτεύονται ένα γελοίο άνθρωπο. Και μετά ήρθαν καπάκι από πάνω και τα ψυχολογικά. Εσείς τα σχεδιάσατε κι αυτά;

-Αυτά πάνε μαζί, αγαπητέ μου, είπε η Κλωθώ.

-Ήταν κάτι περίεργα ψυχολογικά - ακόμα κι εδώ φάνταζα γελοίος. Κάθε τόσο έβγαζα σπυριά γεμάτα πύο, μέχρι και στα βλέφαρά μου έβγαιναν και με παραμόρφωναν ακόμα πιο πολύ. Είναι ψυχολογικό, μου έλεγαν οι γιατροί, μην ανησυχείτε, θα περάσει. Τα πόδια και τα χέρια μου με γαργαλούσαν, σαν να περνούσε από μέσα τους ηλεκτρικό ρεύμα, κι έπρεπε να τα τινάζω κάθε τόσο για να ανακουφιστώ από το  μαρτύριο. Ψυχολογικό, έλεγαν οι γιατροί. Τις νύχτες ξυπνούσα ξαφνικά από μια ακατανόητη πείνα που τριβέλιζε το στομάχι μου. Έτρεχα γραμμή στο ψυγείο, κατέβαζα ό,τι έβρισκα και το άλλο πρωί ήμουν άρρωστος από την άχρηστη τροφή που είχα ρίξει στην κοιλιά μου. Δεν είναι τίποτα, επέμεναν οι γιατροί, όλα αυτά είναι νευρικής φύσεως, μη σας ανησυχούν. Μετά έπεσαν τα δόντια μου. Από το στρες,  μου εξήγησαν οι γιατροί.

-Καλύτερα. Δεν ήταν δόντια αυτά που είχες, Ανθέμιε, είπε η Άτροπος.

-Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο περισσότερο παραμορφωνόμουν. Τα χέρια και τα πόδια μου κόντυναν κι άλλο, ενώ η κοιλιά μου μεγάλωσε. Καθόμουν στην καρέκλα και τα πόδια μου κρέμονταν στον αέρα, λες και ήμουν ένα τερατώδες παιδάκι. Απέχτησα και καμπούρα από τις ατελείωτες ώρες που ήμουν σκυμμένος στο γραφείο μου και μελετούσα.

-Έγινες όμως ένας σοφός άνθρωπος, είπε η Κλωθώ. Και με τα ταλέντα που σου είχαμε δώσει έπρεπε να είχες μεγαλουργήσει.

-Συνεχίζετε βλέπω να με κοροϊδεύετε. Πώς να μεγαλουργήσει ένας δυστυχισμένος, παραμορφωμένος άνθρωπος που κρύβεται από τον κόσμο για να μην τον βλέπουν; Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να γλείφω σαν σκυλί τις πληγές μου.

-Ανοησίες, είπε η Κλωθώ. Στο θέμα της υγείας δεν πρέπει να έχεις παράπονο. Δεν προβλέψαμε στη βιογραφία σου καμιά σοβαρή αρρώστια. Απλώς κανονίσαμε να περάσεις μερικές μικρές καταθλίψεις.

-Καλύτερα να τρελαινόμουν, να μην καταλάβαινα.

-Μα, αν δεν καταλάβαινες, δεν θα είχε γούστο, είπε η Άτροπος χαμογελώντας πονηρά.

Της έριξα ένα άγριο βλέμμα, αλλά αυτή δεν έδωσε σημασία.

-Έλα τώρα, Ανθέμιε, έκανε η Κλωθώ συμβιβαστικά. Ένα αστειάκι κάναμε. Και στο κάτω-κάτω δεν ήταν και τόσο τραγικά τα πράγματα. Θα προτιμούσες δηλαδή να είχες γεννηθεί φτωχός και πεινασμένος σε μια χώρα της  Αφρικής; Ή μήπως θα προτιμούσες να γεννιόσουν όμορφος και να πέθαινες από ανίατη αρρώστια στα τριάντα σου;

-Λέτε να μην τα έχω σκεφτεί όλα αυτά; Πώς νομίζετε πως άντεξα τόσα χρόνια την κοροϊδία του κόσμου; Με τέτοιες ανήθικες παρηγοριές έδινα κουράγιο στον εαυτό μου. Γιατί είναι ανήθικο να σκέφτεσαι τη δυστυχία των άλλων για να παρηγορηθείς. Κι εγώ αυτό έκανα σ’ όλη τη ζωή μου. «Μη μιλάς!», έλεγα στον εαυτό μου, «κοίτα γύρω σου πόση δυστυχία υπάρχει. Μη μιλάς καθόλου και να λες κι ευχαριστώ που δεν έχεις πέσει στα χειρότερα». Όμως, αγαπητές μου Μοίρες, εσείς το ξέρετε καλύτερα από μένα, πως πάντα υπάρχει το χειρότερο από το χειρότερο. Κι αν είναι να παρηγορούμε τον εαυτό μας με τέτοια επιχειρήματα, τότε έχουμε πέσει σε μια πολύ πονηρή παγίδα. Κάποτε μια γυναίκα όμορφη σαν τα κρύα νερά που μια ανίατη αρρώστια την είχε καθηλώσει στο καροτσάκι, ξέρετε τι μου είπε; «Δόξα σοι ο Θεός, Ανθέμιε, δεν πρέπει να παραπονιέμαι, υπάρχουν και χειρότερα». Έτσι ακριβώς μου είπε. Κι εγώ σκέφτηκα, τι χειρότερο δηλαδή από αυτό;

-Και δεν ήσουν καλύτερα εσύ από την άρρωστη γυναίκα; Ρώτησε η Λάχεσις.

-Ναι, ήμουν καλύτερα. Τη σκεφτόμουν συχνά και παρηγορούσα τον εαυτό μου. Με τέτοιες ανήθικες σκέψεις έβρισκα παρηγοριά σ’ όλη μου τη ζωή.

-Ανθρώπινες αδυναμίες, είπε η Άτροπος. Ψιλά γράμματα δηλαδή. Κανείς δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει γι αυτό. Κι αν θες να ξέρεις, σε προικίσαμε με άλλα δώρα για να εξισορροπήσουμε την κατάσταση.

-Τι άλλα δώρα; Αν εννοείτε την ευφυΐα μου, αυτή ήταν δώρο άδωρο. Καλύτερα να ήμουν βλάκας και να μην καταλάβαινα.

-Όχι, κάτι άλλο σου δώσαμε.

-Τι μου δώσατε και δεν το ξέρω;

-Σου δώσαμε μακροημέρευση, το πιο σπουδαίο πράγμα που εύχονται όλοι οι άνθρωποι. Αλήθεια, πόσων χρονών πέθανες;

-Ενενήντα πέντε.

- Νομίζεις ότι φτάνουν πολλοί άνθρωποι τα ενενήντα πέντε;

Έμεινα για λίγο σκεφτικός.

-Δεν μπορείτε να καταλάβετε, είπα μετά. Επί σχεδόν εννέα δεκαετίες έπρεπε να κρύβομαι από τον κόσμο για να μη δίνω στόχο. Κι αν ήταν ανάγκη να βγω έξω, έπρεπε να προετοιμάζομαι προσεχτικά με τις ώρες, τι θα βάλω για να κρύψω τη μια ατέλεια, και τι δεν θα βάλω για να μην τονίσω την άλλη και πώς να μη φαίνεται αυτό το ελάττωμα, πώς να μη φαίνεται το άλλο. Αλλά μια καρικατούρα ήμουν ό,τι και να έκανα. Είχα μια τραγική ζωή ενενήντα πέντε χρόνων, χωρίς να έχω ζήσει καμιά τραγωδία. Αυτό καταφέρατε. Γελάσατε πολύ κι εσείς και μαζί σας γέλασαν και όλοι οι άνθρωποι που με γνώρισαν. Όσο για μένα...

-Μη μου πεις ότι έκλαιγες, αυτό δεν το είχαμε βάλει στη βιογραφία σου, είπε η Κλωθώ.

-Δεν έκλαιγα, όχι.

Τις κοίταξα και τις τρεις με απύθμενο μίσος:

-Δεν υποπτεύεστε τι έκανα;

Οι Μοίρες σοβαρεύτηκαν προς στιγμήν και με κοίταξαν με ανανεωμένο ενδιαφέρον.

-Τι έκανες; Ρώτησε η Κλωθώ.

-Δεν πάει ο νους σας δηλαδή;

-Έκανες κάτι που δεν γράψαμε στη βιογραφία σου;

-Έχει σχέση με τις γυναίκες... με τον ερωτισμό σου δηλαδή; Ρώτησε η Λάχεσις.

-Τις γυναίκες τις ξέγραψα και ησύχασα. Πονούσε αυτό στην αρχή, μετά όμως συνήθισα, σχεδόν δεν μ’ ένοιαζε. Τις έβλεπα να ζευγαρώνουν με άλλους και το έβρισκα φυσικό. Κι αν καμιά φορά μια φωνή παραπονιάρικη μέσα μου πήγαινε ν’ αρχίσει τη γκρίνια, της απαντούσα ότι εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους, να το πάρω απόφαση, επομένως δεν έχουν νόημα οι κλάψες. Και η φωνή εξαφανιζόταν.

-Μπράβο, πολύ ώριμη αντιμετώπιση, επικρότησε η Άτροπος.

-Μα ήταν ένας άνθρωπος ευφυής! Είπε η Κλωθώ γυρίζοντας στις αδελφές της.

-Ασφαλώς, συμφώνησαν εκείνες.

Ήταν ολοφάνερο ότι με κορόιδευαν.

-Δεν μας είπες όμως τι έκανες, τι είναι αυτό που έκανες και δεν το ξέρουμε εμείς, είπε Κλωθώ γυρίζοντας προς το μέρος μου.

-Δεν το μαντεύετε, ε;

-Μήπως εννοείς αυτό με τις φαντασίες; Ρώτησε η Λάχεσις.

-Όχι. Αυτό με τις φαντασίες το ξέρετε πως ήταν ανάγκη να το κάνω για να ζήσω κι εγώ ό,τι ζούσαν στην πραγματικότητα οι κανονικοί άνθρωποι. Δεν είναι αυτό.

Η Κλωθώ έχασε την υπομονή της:

-Θα μας πεις τέλος πάντων, άνθρωπέ μου;

Ξαφνικά φούσκωσε μέσα μου ο θυμός.

-Θα σας πω, βέβαια και θα σας πω! Αφού εσείς εδώ φτιάξατε μια γελοία βιογραφία σκασμένες στα γέλια, κι αφού ήμουν εγώ ο τυχερός που τράβηξα το σχετικό λαχνό  κι αφού στη ζωή μου εισέπραττα την κοροϊδία κάθε φορά που έβγαινα έξω, τότε τι μου απέμενε κι εμένα να κάνω;

Τις κοίταξα που με παρατηρούσαν με απορία. Πέταξα τη βιογραφία μου πάνω στο γραφείο της Κλωθώς:

-Τέλος πάντων σε κάτι με βοήθησε αυτή η καταραμένη ευφυΐα που μου δώσατε! Μόνο που αυτό δεν το είχατε υπολογίσει, έτσι δεν είναι;.

-Τι στο διάολο έκανες, Ανθέμιε; Ρώτησε η Κλωθώ

-Γελούσα! Φώναξα με θυμό. Γελούσα μοναχός μου κι εγώ! Στεκόμουν στον καθρέφτη, έβλεπα το είδωλό μου κι έσκαγα στα γέλια! Κοντά έναν αιώνα γελούσα, χόρτασα γέλιο! Καλά δεν έκανα; Ε; Τι λέτε κι εσείς; 

Και ξέσπασα με τη σειρά μου σε βροντερά γέλια, ενώ οι Μοίρες με κοιτούσαν αποσβολωμένες. 



Δεν υπάρχουν σχόλια: