29/4/15

Άρον την υπόληψιν (διήγημα)







 H κατάθλιψη έχει διάφορα συμπτώματα.

 Εγώ έχω τα εξής: ακατάσχετη λαιμαργία και ακατάσχετο κάπνισμα, αϋπνία και γενικότερες διαταραχές του ύπνου, τεμπελιά, αγοραφοβία, τάσεις απομόνωσης και αυτοκτονικές σκέψεις.

Με αυτό τον εξοπλισμό έπρεπε να περάσω τρεις περίπου εβδομάδες, όσο να τελειώσει η θερινή άδειά μου και να μπω ξανά στους γνωστούς ρυθμούς της εργασίας, οπότε η κατάθλιψη θα υποχρεωνόταν να υποχωρήσει στα σκοτεινά λαγούμια της και να μ’ αφήσει ήσυχη μέχρι τα Χριστούγεννα.


Επειδή κρατά χρόνια, δηλαδή από πάντα, αυτή η κατάσταση, δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Οργανώθηκα στο μικρό μου χώρο με αποθέματα τροφίμων, τσιγάρων και υπνωτικών και παραδόθηκα στην κατάθλιψή μου. Δεν είχα υπολογίσει όμως ότι με τα χρόνια η ανίατη ασθένειά μου θα χειροτέρευε κι ότι αυτή τη φορά τα συμπτώματα θα ήταν βαρύτερα. Όταν το κατάλαβα, ήμουν πια ανίκανη να αντιδράσω.

Ήταν τρεις το πρωί, η συνηθισμένη μου ώρα για ύπνο, όταν στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου με σκοπό να βουρτσίσω τα δόντια μου. Στάθηκα και κοίταζα την οδοντόβουρτσα και την οδοντόκρεμα και δεν ήξερα πώς να το κάνω. Έμεινα έτσι ένα δυο λεπτά μετέωρη και μετά πήγα και ξάπλωσα. Έπειτα θυμήθηκα πώς γίνεται, σηκώθηκα και γύρισα στο μπάνιο.

Αυτό ήταν το πρώτο σύμπτωμα της γενικότερης διαγραφής που επρόκειτο να υποστεί η μνήμη μου. Στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλα.

Αρκετά πρωινά έμεινα χωρίς καφέ, γιατί δεν θυμόμουν πώς να τον φτιάξω. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, δεν αναγνώριζα τον ήχο και αναρωτιόμουν τι είδους κουδούνισμα είναι αυτό. Μετά ξέχασα με ποιο τρόπο ντύνεται κανείς κι έτσι κυκλοφορούσα στο σπίτι μισόγυμνη. Τέλος άρχισα να μην καταλαβαίνω όλες τις λέξεις που άκουγα από την τηλεόραση, με αποτέλεσμα να μου γίνει βαρετή. Δυσκολεύτηκα αρκετά να την κλείσω αλλά κάποια στιγμή, μετά από δυο τρεις μέρες, θυμήθηκα πώς να το κάνω και την έκλεισα.

Δεν ήμουν βέβαια συνέχεια έτσι.

Υπήρχαν στιγμές που είχα πλήρη διαύγεια και τότε ένιωθα τον πανικό της κατάρρευσής μου. Αλλά η κατάθλιψη δεν μου επέτρεπε να αναλάβω πρωτοβουλίες. Αφηνόμουν λοιπόν να με σαρώσει η αρρώστια και έλπιζα ότι όλα θα επανέρχονταν στη θέση τους, όταν θα επέστρεφα στη δουλειά.

Στο τέλος μαρμάρωσα.

Έμεινα ακίνητη στον καναπέ, χωρίς σκέψη, εκτός από μια πολύ λεπτή λωρίδα πάνω στην οποία ήταν γραμμένη η λέξη: υπάρχω.  Έτσι έφτασα στο αρχέγονο στάδιο της ζωής.

Δεν έχω ιδέα πόσο έμεινα σ’ αυτή την κατάσταση.

Η Ελένη, που μένει πάνω από μένα κι έχει κλειδιά του διαμερίσματός μου, γύρισε κάποτε από τις διακοπές της, είδε το αυτοκίνητό μου στην πυλωτή, εγώ δεν απαντούσα στο τηλέφωνο και ανησύχησε. Ξεκλείδωσε την αμπαρωμένη πόρτα μου και με βρήκε να ατενίζω το άπειρο.

Οι γιατροί αποκατέστησαν την ταλαιπωρημένη κορδέλα της μνήμης μου κι εγώ ξαναμπήκα στον κόσμο της παραγωγής με ανανεωμένο ηθικό. Μου έμεινε ωστόσο ο πειρασμός να ξανακατέβω στα λιμνάζοντα νερά της απλής ύπαρξης. Θα υπήρχαν ασφαλώς κι άλλοι συντομότεροι δρόμοι εκτός από τον επώδυνο δρόμο της κατάθλιψης. 

Χρησιμοποίησα διάφορες μεθόδους χωρίς επιτυχία. Το αλκοόλ και τα ψυχοφάρμακα το μόνο που κατάφεραν ήταν να αυξήσουν τους παλμούς της καρδιάς μου με κίνδυνο να με στείλουν σε μια άλλη άχρονη κατάσταση που προς το παρόν δεν με ενδιέφερε. Άλλες μέθοδοι, όπως αυτοσυγκέντρωση, αυθυποβολή και τα λοιπά, απέτυχαν επίσης παταγωδώς. Η μνήμη μου αρνούνταν με πείσμα να αποσυρθεί και όλα τα δυσάρεστα και τα ευχάριστα της ζωής μου επέμεναν να περιφέρονται θορυβωδώς μέσα στο κεφάλι μου.

« Άρον την υπόληψιν», έλεγαν οι στωικοί και αυτό ακριβώς ήταν το θέμα μου. Αλλά η εικόνα του κόσμου παρέμενε εντός μου.

Αναγκάστηκα να παραδεχτώ πως, αν ήθελα να ξαναβιώσω την κατάσταση της απλής ύπαρξης, ο μόνος τρόπος ήταν να περιμένω μέχρι τα Χριστούγεννα και ως τότε να αφήσω την κατάθλιψή μου να κάνει τη δουλειά της.

Εν τω μεταξύ η μνήμη μου ως θαλερό και ακμαίο τμήμα της όλης μου συνείδησης συνέλεγε υλικό, το οποίο κατά ένα μεγάλο μέρος μού ήταν άχρηστο. Μια και δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά, το άφηνα να συσσωρεύεται μέσα στο κεφάλι μου.

Τα Χριστούγεννα ήρθαν και όλα έγιναν, όπως τα είχα υπολογίσει. Οι γνωστοί και οι φίλοι χάθηκαν, η κατάθλιψη ενέσκηψε με σφοδρότητα, εγώ διαλύθηκα. Ο εσωτερικός μηχανισμός μου ξεχαρβάλωσε και τα ελατήριά του πετάχτηκαν άχρηστα έξω. Η διαγραφή στην κορδέλα άρχισε.

Έλπιζα να με βρουν πριν πεθάνω από ασιτία.
Ή ακόμα κι από ασφυξία.

Το να υπάρχεις απλά, δεν είναι άσχημη κατάσταση. Επειδή αυτό δεν περιέχει ιδέες, είναι κατ’ αρχάς ανώδυνο. Καθώς επίσης η συνείδηση έχει μεταβληθεί σε σωρό ερειπίων, δεν περιέχει ούτε σωματικό πόνο. Το να υπάρχεις απλά, προσεγγίζει κάπως την άχρονη κατάσταση του θείου: είσαι αυτάρκης, χωρίς ανάγκες. Το να υπάρχεις απλά είναι θανατική καταδίκη με αναστολή: αν δείξεις καλή συμπεριφορά στο μέλλον, θα εκτελεστείς.

Η Ελένη με βρήκε στον καναπέ προς το τέλος των εορτών.

Αυτή τη φορά η συνείδησή μου συγκολλήθηκε με περισσότερη δυσκολία και η λειτουργία της υπήρξε προβληματική. Έγινε νωθρή και βαριόταν γενικά να δουλέψει. Η κορδέλα της μνήμης μου απέχτησε πολλά κενά και πλησίαζα επομένως στο να άρω την υπόληψιν, όπως συνιστούσαν οι στωικοί. Τα νέα δεδομένα γλιστρούσαν κι έφευγαν χωρίς να γίνει καμιά εγγραφή, έτσι απαλλάχτηκα από το φόρτο των άχρηστων πληροφοριών. Είχα βέβαια μερικές δυσκολίες στη δουλειά μου, αλλά από την άλλη δεν δυσανασχετούσα με ό,τι κι αν συνέβαινε.  Ένα είδος μακαριότητας με είχε καταλάβει. Κάποιοι είπαν ότι είχα χαζέψει, αλλά αυτό είναι συζητήσιμο.

Η επόμενη επίθεση της κατάθλιψης έγινε εννοείται το Πάσχα.

Αυτή τη φορά η Ελένη με βρήκε ημιθανή στο πάτωμα με συμπτώματα ασφυξίας.

Όταν συνήλθα, είχα ξεχάσει να περπατώ και το λεξιλόγιό μου είχε περιοριστεί δραματικά. Από τη δουλειά με απέλυσαν, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό με πείραξε.

Η εικόνα του κόσμου είχε γίνει τώρα μικρή σαν φωτογραφία ταυτότητας. Η συνείδηση μου αρνιόταν να δουλέψει και καθόταν ακίνητη σαν ζελέ που τρεμουλιάζει ελαφρά στις εξωτερικές επεμβάσεις. Η δε κορδέλα της μνήμης μου είχε γίνει κουρέλια. Είχα σχεδόν επιτύχει να ακινητοποιήσω το χρόνο.

Μου άρεσε αυτή η κατάσταση.

Καθόμουν ήσυχη στην πολυθρόνα μου κι έβλεπα επί ώρες την κουρτίνα να σαλεύει ελαφρά στο αεράκι κι αυτό ήταν μια πολύ ωραία αίσθηση, πολύ ξεκούραστη.  Άλλοι φρόντιζαν για μένα, πότε θα με ταΐσουν, πότε θα με πλύνουν και πότε θα με κοιμίσουν. Άκουγα τη φωνή τους και δεν πολυκαταλάβαινα τι έλεγαν, αλλά μ’ άρεσε να τους ακούω.  Κυρίως όμως μ’ άρεσε να βλέπω την κουρτίνα. Καθόμουν όλη μέρα και την κοίταζα.

Ο κόσμος γινόταν ολοένα και πιο μικρός. Έβλεπα το σκοτάδι γύρω του σαν ένα είδος κορνίζας που συνεχώς μεγάλωνε σε διαστάσεις, όσο ο κόσμος μίκραινε.  Βυθιζόμουν στο μακάριο άχρονο.

Και ξαφνικά όλα αυτά καταστράφηκαν.

Μ’ έσυραν με τη βία έξω από τη μακαριότητά μου, γιατροί άρχισαν να με  πασπατεύουν, να με σηκώνουν, να με καθίζουν,  μ’ έβαζαν κάτω από  μηχανήματα, με μπούκωναν με φάρμακα. Καμιά συγκίνηση δεν έδειξαν στις φωνές μου, ήθελαν οπωσδήποτε να με κάνουν σαν κι αυτούς. Τελικά το κατάφεραν. Με επανέφεραν.

Δεν καταλαβαίνω γιατί έκαναν μια τέτοια βλακεία. Φόρτωσαν ξανά την ύπαρξή μου μ’ ένα βαρύ και ετερόκλιτο φορτίο και μ’ έβαλαν σαν μουλάρι στο δρόμο. Κάθε στιγμή κινδυνεύω να πέσω στα τέσσερα από το βάρος που φορτώθηκα. Τρεκλίζοντας και παραπατώντας προχωρώ.

Έχουν πάρει πολύ στα σοβαρά την αποστολή τους. Κάθε τόσο με ελέγχουν: πώς με λένε, πόσων χρονών είμαι, τι καιρό κάνει έξω. Πρέπει να δείχνω ότι ξέρω τις απαντήσεις και μάλιστα να τις λέω, χωρίς να χρονοτριβώ.  Πρέπει επίσης να δείχνω ότι ξέρω πως σήμερα είναι σήμερα, χθες ήταν χθες και αύριο θα είναι αύριο. Κι ακόμα πρέπει να δείχνω ότι ξέρω για ποιο λόγο κοιμόμαστε και  ξυπνάμε, για ποιο λόγο τρώμε και γιατί το κάπνισμα κάνει κακό την υγεία. Και αυτό δεν τους είναι αρκετό: πρέπει κυρίως να δείχνω  ότι καταλαβαίνω αυτά που  δείχνω ότι ξέρω.

Θέλουν οπωσδήποτε να με κρατήσουν στις συχνότητές τους. Να κουβαλώ οπωσδήποτε αυτό το άχρηστο, βαρύ φορτίο μέχρι το βάραθρο, όπου τελικά θα γκρεμιστώ.

Αλλά τέτοια χάρη δεν πρόκειται να τους την κάνω. Διότι παρά τα φροντιστήριά τους εγώ έχω καταφέρει να « άρω την υπόληψιν» και έχω βολευτεί μια χαρά στην απάθειά μου.

Όσο για την υπόλοιπη συνείδησή μου, την αφήνω να συνεργάζεται μαζί τους. Καθόλου δεν με πειράζει αυτό. Είναι σαν να βάζω κάθε φορά την κασέτα να παίξει.
Κι όταν φεύγουν και μ’ αφήνουν στην ησυχία μου, εγώ κοιτάζω την κουρτίνα. Είναι πολύ χαλαρωτικό αυτό, πολύ ωραία αίσθηση. Έχουμε γίνει ένα, εγώ και η κουρτίνα.

Είμαι η κουρτίνα.

Από τη συλλογή διηγημάτων μου «Οι πόρτες», εκδ. Ιωλκός.