-Ήρθα
εδώ για να δηλώσω ότι είμαι αθώα, είπα λαχανιασμένη στον
ανακριτή.
Είχα
ανέβει με τα πόδια τρέχοντας δυο ορόφους
και μου είχε κοπεί η ανάσα.
Αυτός
με κοίταξε ατάραχος.
-Καθίστε,
παρακαλώ. Θέλετε μήπως λίγο νερό;
-Ευχαριστώ,
όχι.
Κάθισα
απέναντί του και άφησα να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να ξαναβρώ την
κανονική αναπνοή μου. Ο ανακριτής με κοίταζε απαθής.
-Δεν
έχω κάνει τίποτα ενάντια στο νόμο, είπα.
Όλες μου οι πράξεις είναι σύννομες. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω.
Αυτός
κούνησε το κεφάλι. Δεν ήταν σαφές, αν συμφωνούσε μαζί μου ή αν απλώς περίμενε
να ολοκληρώσω τις δηλώσεις μου για ν’ αρχίσει εκείνος τις ερωτήσεις του.
Ανακάθισα νευρικά στην καρέκλα και προσπάθησα να σκεφτώ μια ωραία φράση για να
κλείσω την εισαγωγή μου. Τελικά δεν βρήκα.
-Φαίνεστε
ανήσυχη ωστόσο, είπε αυτός.
-Πώς
να μην είμαι; Βρίσκομαι σε μια πολύ άχαρη θέση. Πρέπει να αποδείξω την αθωότητά
μου κι εσείς δεν ξέρω κατά πόσο είστε διατεθειμένος να με πιστέψετε.
-Δεν
έχει σημασία τι πιστεύω εγώ. Σημασία έχουν τα γεγονότα. Θέλετε λίγο νερό;
-Όχι,
ευχαριστώ.
Αυτός
κάτι σημείωσε βιαστικά στο σημειωματάριό του.
Αναρωτήθηκα
πόση σημασία είχε που αρνήθηκα να πιω νερό.
-Μιλήστε
μου λοιπόν, κυρία Χ.
-Τι
ακριβώς θέλετε να σας πω;
-Οτιδήποτε.
Έγειρε πίσω
στην πολυθρόνα παίρνοντας μια κάπως περίεργη στάση.
-Συγχωρήστε
μου αυτή τη στάση, αλλά τελευταία με πονά η μέση μου. Βλέπετε το επάγγελμά μου
είναι καθιστικό. Κάθομαι καθημερινά περίπου δέκα ώρες πάνω σ’ αυτή την
πολυθρόνα.
-Πολύ
ανθυγιεινό, σχολίασα. Δεν ασκείστε καθόλου;
-Δυστυχώς
έχω ελάχιστο χρόνο. Έπειτα, εκτός από την εργασία μου, το λειτούργημά μου μάλλον, έχω κι άλλες υποχρεώσεις. Μία από αυτές, πολύ
σοβαρή, είναι η οικογένεια μου.
Με
κάρφωσε με τα μάτια του:
-Εσείς
έχετε οικογένεια;
-Όχι,
είπα κι ένιωσα ένοχη χωρίς λόγο.
-Χμ,
έκανε αυτός και σημείωσε πάλι κάτι στο σημειωματάριό του.
-Είναι
ύποπτο αυτό; Ρώτησα ανιχνευτικά.
Εκείνος
αγνόησε την ερώτησή μου. Έβγαλε τα γυαλιά του , τα σκούπισε και τα ξαναφόρεσε.
Τα μάτια του πίσω από τους φακούς με παρατήρησαν επίμονα:
-Σας
ακούω λοιπόν.
-Δεν
ξέρω από πού ν’ αρχίσω.
-Αρχίστε
από χθες. Τι κάνατε χθες, πού πήγατε, ποιους είδατε, τι σκεφτήκατε.
-Δεν
έκανα τίποτα το ασυνήθιστο. Το πρωί προσπάθησα να γράψω κάποιους στίχους και
παιδεύτηκα μ’ αυτούς μέχρι το μεσημέρι.
Ο
ανακριτής με παρατήρησε με ενδιαφέρον:
-Γράφετε
στίχους;
-Καμιά
φορά.
-Και
το λέτε αυτό συνήθη απασχόληση;
Η
ερώτησή του μου φάνηκε ότι περιείχε μια ιδέα μομφής. Προτίμησα να μην απαντήσω
για να αποφύγω τυχόν περιπλοκές. Εκείνος κάτι σημείωσε πάλι στο σημειωματάριό
του.
-Τι
άλλο κάνατε;
-Μετά
βγήκα για μια μικρή βόλτα.
-Βόλτα;
-Ναι,
περπατώ. Για λόγους άσκησης.
-Περπατάτε,
μάλιστα. Είναι καλό αυτό για την υγεία σας. Κάνετε πολύ καλά.
Μείναμε
για λίγο σιωπηλοί.
-Δεν
θα το γράψετε αυτό στο σημειωματάριό σας;
-Δεν
χρειάζεται. Τι άλλο κάνατε χθες;
-Τίποτ’
άλλο. Γύρισα στο σπίτι μου και είδα τηλεόραση ως αργά το βράδυ.
-Είδατε
τηλεόραση, επανέλαβε αυτός.
-Ναι.
Συνήθη πράγματα δηλαδή.
Το
σχόλιό μου δεν φάνηκε να τον επηρεάζει.
Ξαφνικά
ένα από τα τρία τηλέφωνα που βρίσκονταν στο γραφείο του άρχισε να κουδουνίζει.
Αυτός το αγνόησε.
-Δεν
θα το σηκώσετε; Ρώτησα.
-Δεν
σηκώνω ποτέ το τηλέφωνο, όταν κάνω ανάκριση.
Μείναμε
βουβοί μέχρι που το τηλέφωνο σίγησε.
-Συγγνώμη
για τη μικρή αυτή αναστάτωση, είπε ευγενικά ο ανακριτής και ανακάθισε στην πολυθρόνα του. Αλλά είναι κάτι που δεν μπορώ να αποφύγω. Οι άνθρωποι
τηλεφωνούν. Δεν φαντάζεστε πόσοι άνθρωποι αισθάνονται καθημερινά την ανάγκη να
ομολογήσουν τις ενοχές τους.
Άφησε
ένα αναστεναγμό:
-Είναι
φοβερό αυτό που συμβαίνει.
Δεν
ξεγελάστηκα ούτε στιγμή από αυτό το δήθεν οικείο σχόλιο.
-Δεν
είμαι ένοχη για τίποτα εγώ, είπα.
Το
βλέμμα του αποσύρθηκε από πάνω μου και κατευθύνθηκε αριστερά προς τα κάτω, προς
ένα απροσδιόριστο σημείο. Έμεινε έτσι ακίνητος μ’ αυτό το ξεκρέμαστο βλέμμα για
λίγα δευτερόλεπτα.
-Τότε
γιατί θελήσατε να με δείτε;
-Έχω
δικαίωμα να μην απαντήσω. Δεν είναι έτσι;
-Ασφαλώς.
Το
βλέμμα του ξεκαρφώθηκε από το πουθενά και καρφώθηκε πάλι πάνω μου.
-Ασφαλώς,
επανέλαβε κι έβαλε το χέρι στο στόμα του σαν να ήθελε να κρύψει ένα χασμουρητό.
-Βαριέστε;
Ρώτησα ανήσυχη.
-Όχι,
καθόλου. Απλά είμαι άυπνος.
-Κάποια
δύσκολη ανάκριση, υποθέτω.
Κούνησε το κεφάλι αόριστα:
-Οικογενειακά
προβλήματα.
Έμεινα
σιωπηλή.
-Οικογενειακά
προβλήματα, ξαναείπε αυτός.
Ήταν
φανερό ότι περίμενε κάποια αντίδρασή μου.
-Φυσικά
αυτά είναι προσωπικά μου θέματα και δεν σας αφορούν. Ας ξαναγυρίσουμε σε σας.
Λοιπόν;
-Τι
θέλετε να σας πω;
-Εγώ
δεν θέλω τίποτα. Εσείς τι θέλετε να μου πείτε.
-Είμαι
αθώα.
-Μου
το είπατε αυτό.
-Εννοώ
ότι δεν έχω κάνει τίποτε ενάντια στο νόμο.
-Δεν
αρκεί αυτό, κυρία Χ., είπε μαλακά ο ανακριτής. Δυστυχώς ο νόμος δεν προβλέπει
κάποιες περιπτώσεις ενοχής. Εσείς προφανώς ανήκετε σε αυτές τις περιπτώσεις.
Έσκυψε πάνω από το γραφείο του σε μια αφύσικη στάση
και το κεφάλι του βρέθηκε χαμηλότερα από το δικό μου. Αναγκαστικά τον κοίταξα
αφ’ υψηλού. Αντί να νιώσω πιο σίγουρη,
ένιωσα άοπλη και εκτεθειμένη. Είχα την αίσθηση ότι με παραμόνευε ένα αρπακτικό
κρυμμένο μέσα σε θάμνους.
-Δεν
καταλαβαίνω, είπα. Τι ακριβώς εννοείτε;
-Έχετε
πειράξει κάποιον συνάνθρωπό σας;
-Όχι,
φυσικά.
-Θεωρείτε
τον εαυτό σας ακίνδυνο δηλαδή;
-Εντελώς.
-Εντελώς
ακίνδυνο;
-Εντελώς.
Ένα
από τα τρία τηλέφωνα άρχισε πάλι να κουδουνίζει. Αυτός ύψωσε το κεφάλι και πήρε
μια πιο φυσική στάση στην πολυθρόνα του.
-Μη
δίνετε σημασία, είπε.
Μείναμε
βουβοί μέχρι να σταματήσει το κουδούνισμα.
-Πάλι
κάποιος ένοχος που επιθυμεί να ομολογήσει; Ρώτησα, όταν έγινε ησυχία.
Κούνησε
μελαγχολικά το κεφάλι.
-Κάνετε
μια πολύ θλιβερή δουλειά.
-Δεν
φαντάζεστε πόσο. Αλλά είναι κοινωνικά αναγκαία. Πού είχαμε μείνει;
-Ότι
είμαι εντελώς ακίνδυνη.
-Ναι,
έτσι ισχυρίζεστε. Εγώ πρέπει να σας αποδείξω το αντίθετο.
-Πώς
είστε τόσο σίγουρος;
-Είναι
ολοφάνερο αυτό. Αλλιώς γιατί θελήσατε να με δείτε;
-Μπορεί
να ήρθα για να καταγγείλω κάποιους άλλους.
-Άλλους;
Ποιους άλλους;
-Κάποιους
άλλους.
-Βρίσκονται
ανάμεσά μας αυτοί οι άλλοι;
-Όχι
πια.
-Εννοείτε
ότι δεν βρίσκονται στη ζωή;
Κούνησα
καταφατικά το κεφάλι.
-Τότε
δυστυχώς ο νόμος δεν μπορεί να τους τιμωρήσει.
-Πάντως
εγώ γι αυτό το λόγο ήρθα εδώ.
-Ναι,
βεβαίως, το καταλαβαίνω. Εξάλλου εγώ ανήκω σε μια ειδική κατηγορία ανακριτών που ασχολείται με περιπτώσεις πάνω
στις οποίες ο νόμος δεν έχει καμιά ισχύ. Ήρθατε δηλαδή στον κατάλληλο άνθρωπο.
Μου
χαμογέλασε ενθαρρυντικά:
-Οι
ειδικοί ανακριτές είμαστε τόσο χρήσιμοι στην Πολιτεία όσο και οι κοινοί
ανακριτές. Μπορώ να πω μάλιστα ότι εμείς είμαστε πιο χρήσιμοι από αυτούς. Διότι
συχνά εντοπίζουμε τον ένοχο, πριν διαπράξει το αδίκημα. Εννοώ αδίκημα που να το
αναγνωρίζει ο νόμος. Μήπως δεν είμαι σαφής;
-Είστε
σαφέστατος.
-Τις
προάλλες παραδείγματος χάριν εντόπισα ένα νεαρό κύριο που επιθυμούσε να
στραγγαλίσει τη μητέρα του. Μου ομολόγησε τα πάντα και η γυναίκα σώθηκε. Δεν
είναι υπέροχο αυτό;
-Ασφαλώς.
Αν και η λέξη «υπέροχο» ακούγεται υπερβολική στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Μείναμε
για λίγο σιωπηλοί.
-Πάντως
εγώ είμαι ένα ακίνδυνο άτομο, επανέλαβα.
-Ακίνδυνο
ως προς τι;
-Ως
προς τους άλλους.
-Τους
άλλους; Ποιους άλλους;
-Γενικά
τους άλλους ανθρώπους, είπα εκνευρισμένη.
Με
κοίταξε ερευνητικά:
-Και
ως προς τον εαυτό σας;
Προσπάθησα
να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.
-Ακούστε,
είπα. Εδώ εγώ ήρθα για να καταγγείλω άλλους. Αυτοί οι άλλοι με έβλαψαν. Έκαναν
πράξεις εις βάρος μου, τις οποίες ο νόμος αναγνωρίζει ως παράνομες.
-Τα
είπαμε αυτά, κυρία Χ,. έκανε κουρασμένα ο ανακριτής. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε
άτομα που δεν είναι πια στη ζωή. Ας επικεντρωθούμε καλύτερα στο άτομό σας.
Δηλώνετε αθώα, δηλώνετε ακίνδυνη και επίσης δηλώνετε θύμα. Εγώ με τη σειρά μου σας δηλώνω ότι δεν
μπορώ να επέμβω εναντίον των θυτών σας, εφόσον αυτοί έχουν ήδη εγκαταλείψει το μάταιο κόσμο μας.
Χαμήλωσε
απότομα τη φωνή του:
-Εκτός
αν παρεμπιπτόντως είστε κι εσείς ένας θύτης.
-Είμαι
ένα θύμα, είπα αποφασιστικά.
Εκείνος
κάτι σημείωσε βιαστικά στο σημειωματάριο. Μετά μου χαμογέλασε γλυκά.
-Θύμα
των άλλων, εννοείτε;
-Φυσικά.
-Επιτρέψτε
μου να έχω μια πιο σύνθετη άποψη για το πρόβλημά σας.
-Είμαι
ένα θύμα, επανέλαβα κάπως πιο επιθετικά αυτή τη φορά.
-Βεβαίως,
δεν αντιλέγω. Είστε και ένα θύμα.
-Τι
πάει να πει αυτό;
-Ότι
είστε και θύτης, κυρία Χ. Γι αυτό είστε εδώ. Μην προσπαθείτε να με ξεγελάσετε.
Έχετε μπροστά σας έναν ειδικό ανακριτή που ασκεί αυτό το λειτούργημα πάνω από
είκοσι χρόνια. Έχω μάθει να αναγνωρίζω το θύτη με την πρώτη ματιά.
Ξάπλωσε ξανά στην πολυθρόνα του και με κοίταξε
θριαμβευτικά:
-Εσείς
ανήκετε σ’ αυτήν την κατηγορία.
Ένιωσα
ξαφνική απογοήτευση. Και μια μικρή ανησυχία επίσης.
-Νόμιζα
πως θα έβρισκα το δίκιο μου εδώ, είπα. Τώρα βλέπω ότι μάλλον έχω μπλέξει. Εν
πάση περιπτώσει δεν αισθάνομαι καθόλου θύτης. Και με το νόμο δεν έχω πάρε-δώσε.
Αν σκοπεύετε να με συλλάβετε, θα κάνετε
τρομερό λάθος.
-Θα
ήταν λάθος, ασφαλώς. Τις δικές σας έκνομες ενέργειες δεν τις προβλέπει δυστυχώς
η νομοθεσία μας, σας το εξήγησα ήδη αυτό. Ωστόσο ενεργείτε παράνομα.
-Δεν
ενοχλώ πάντως κανέναν.
-Χμ,
έκανε αυτός κι έσκυψε πάλι πάνω από το γραφείο του. Θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω
όσο πιο απλά γίνεται: κάποιοι που σήμερα δεν βρίσκονται εν ζωή, σας έβλαψαν στο
παρελθόν. Είναι ένοχοι βεβαίως, αλλά, όπως σας είπα, δεν μπορούμε να κάνουμε γι
αυτούς τίποτα πια. Η ενοχή ωστόσο είναι μια ιδιόρρυθμη κατάσταση που πολλές
φορές δεν πεθαίνει μαζί με τον ένοχο. Συμβαίνει δηλαδή συχνά να επιβιώνει η
ενοχή, ενώ ο ένοχος έχει ήδη αποβιώσει. Γίνομαι κατανοητός;
-Όχι
και τόσο.
Ο
ανακριτής έκανε μια χειρονομία που έδειχνε ανυπομονησία:
-Είναι
όπως τα χρέη προς την Πολιτεία, κυρία Χ. Πεθαίνει ο οφειλέτης και το χρέος
μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Έχετε
κληρονομήσει την ενοχή των θυτών σας. Άρα είστε κι εσείς τόσο ένοχη όσο είναι και οι θύτες σας.
Ξαφνικά
ένιωσα πολύ προσβεβλημένη.
-Κατηγορείτε
εμένα για τις παρανομίες των θυτών μου; Δεν είναι παράλογο αυτό;
-Ο
κόσμος που ζούμε είναι παράλογος, κυρία Χ. Ψάχνετε να βρείτε δικαιοσύνη σ’ ένα
κόσμο που είναι από τη φύση του άδικος. Ένας ειδικός ανακριτής το γνωρίζει αυτό
πολύ καλά.
-Δεν
αποδέχομαι τη λογική σας. Απ’ όσο ξέρω, δεν τιμωρούμε το θύμα. Τιμωρούμε το
θύτη.
Αυτός
χαμογέλασε μελαγχολικά:
-Ένας
στους τρεις που τιμωρείται είναι θύμα, κυρία Χ. Θυμηθείτε τους τρεις
σταυρωμένους στο Γολγοθά.
-Δεν
καταλαβαίνω το συσχετισμό.
-Θα
σας εξηγήσω αμέσως. Εσείς είστε ένοχη, γιατί κληρονομήσατε την ενοχή των θυτών
σας. Αυτοί την κληρονόμησαν από τους δικούς τους θύτες, οι οποίοι με τη σειρά
τους την είχαν κληρονομήσει από τους δικούς τους και ούτω καθεξής. Πού
φτάνουμε, αν προχωρήσουμε μ’ αυτόν τον τρόπο προς τα πίσω;
-Πού
φτάνουμε;
-Στο
προπατορικό αμάρτημα! Έκανε θριαμβευτικά κι έγειρε ευχαριστημένος στην
πολυθρόνα του.
Έμεινα
άφωνη μπροστά στο συλλογισμό του.
-Με
εννοήσατε τώρα;
-
Θέλετε να πείτε ότι η ενοχή είναι κάτι αθάνατο, κάτι σαν το DNA ας
πούμε;
-Κάτι
τέτοιο περίπου.
-Ώστε
είμαι λοιπόν ένοχη;
Εκείνος
έριξε το βλέμμα του στον τοίχο, προς ένα απροσδιόριστο σημείο.
-Ένοχη,
βεβαίως.
Προτίμησα
να μην κάνω κανένα σχόλιο. Αναρωτήθηκα μόνο, αν υποπτευόταν τι είδους ενοχή
έφερα. Για καλό και για κακό πήρα την πιο αθώα μου έκφραση.
-Πειράζετε
τον εαυτό σας, κυρία Χ. , είπε αυτός σιγανά.
Έμεινα
σιωπηλή και επιφυλακτική. Μέχρι ποίου σημείου άραγε μπορούσε να μαντέψει την
αλήθεια; Εν πάση περιπτώσει δεν είχα σκοπό να τον βοηθήσω στο ανακριτικό του
έργο.
-Κρατάτε
σε ομηρία ένα ζωντανό οργανισμό, συνέχισε αυτός. Του έχετε αφαιρέσει τα
δικαιώματα. Δεν του επιτρέπετε να ζήσει τη ζωή του. Είναι
φοβερό αυτό που κάνετε.
-Έχω
τη συγκατάθεσή του, είπα ψυχρά.
Αυτός
συνέχισε να κοιτάζει τον τοίχο.
-Και
τέλος πάντων δεν υπάρχει λόγος να λυπάστε, πρόσθεσα.
-Ποιος
σας είπε ότι λυπάμαι;
Το
βλέμμα του ξεκόλλησε από τον τοίχο και διασταυρώθηκε με το δικό μου:
-Δεν
έχω συναισθήματα για σας, κυρία Χ. Ένας ειδικός ανακριτής δεν τρέφει ποτέ
συναισθήματα προς τον ανακρινόμενο. Αλίμονο αν συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Έριξε
κατά ένα τόνο τη φωνή του και συμπλήρωσε σχεδόν τρυφερά:
-Δεν
έχει νόημα να υπεκφεύγετε, κυρία Χ. , ομολογήστε την ενοχή σας. Εξάλλου γι αυτό
ήρθατε σε μένα. Δεν την αντέχετε άλλο, έτσι δεν είναι;
-Νιώθω
αθώα, είπα. Δεν επέλεξα εγώ αυτή την ενοχή. Όπως πολύ σωστά επισημάνατε, τη
φορτώθηκα από τους προηγούμενους θύτες μου. Δεν έχω επομένως να ομολογήσω
τίποτα.
Ο
ανακριτής κούνησε το κεφάλι με κατανόηση:
-Τώρα
μιλάτε ως θύμα. Αλλά μην ξεχνάτε ότι είστε και θύτης. Θα προτιμούσα να
συνομιλήσω με το θύτη. Αν δεν σας είναι δύσκολο.
Στριφογύρισα
αμήχανα στην καρέκλα μου.
-Δεν
είναι καθόλου απλό αυτό που μου ζητάτε.
-Θέλετε
να σας βοηθήσω λίγο; Είπε χαμηλώνοντας το κεφάλι και φέρνοντάς το πάλι σε χαμηλότερο επίπεδο
από το δικό μου. Ξέρω πολλές τεχνικές που θα σας διευκολύνουν να εκφραστείτε ελεύθερα ως θύτης.
-Τι
τεχνικές; Ρώτησα ανήσυχη.
Φαντάστηκα
διάφορα όργανα μαρτυρίου πίσω από τις κλειστές πόρτες του διαδρόμου.
-Παίξτε
έναν από τους αγαπημένους σας ρόλους, είπε αυτός. Γίνετε ο καταδότης του εαυτού
σας. Γι αυτό είστε εδώ, κυρία Χ., δεν το έχετε καταλάβει ακόμα;
-Δεν
είναι εύκολο πράγμα να καταγγείλω τον εαυτό μου ενώπιον άλλων, είπα
τραυλίζοντας ελαφρά.
-Αξίζει
όμως τον κόπο, έκανε γλυκά αυτός. Πρόκειται για έναν εαυτό που σας ταλαιπωρεί
εδώ και χρόνια.
Χωρίς
να το καταλάβω γλίστρησα στην παγίδα του.
-Αυτό
είναι αλήθεια, αναστέναξα. Με ταλαιπωρεί, δεν μ’ αφήνει σε ησυχία.
-Πρόκειται
για έναν πολύ ύπουλο εαυτό. Διότι ξέρει ότι δεν μπορεί να τον συλλάβει η
τσιμπίδα του νόμου. Γι αυτό και έχει αποθρασυνθεί τελείως. Συμφωνείτε;
-Συμφωνώ
απόλυτα.
-Με
ποιον συνομιλώ τώρα, με το θύμα ή με το θύτη;
Έμεινα
για λίγο σκεφτική.
-Και
με τους δυο, είπα μετά.
Αυτός
σημείωσε κάτι στο σημειωματάριο.
-Είναι
δύσκολο να τους ξεμπλέξω, δικαιολογήθηκα.
-Καταλαβαίνω.
-Και
είναι και κουραστικό αυτό. Θέλω να κάνω τη δουλειά μου και δεν μπορώ. Σας μιλώ
για ένα πολύ δειλό υποκείμενο, άχρηστο
και αντικοινωνικό. Μερικές φορές αναγκάζομαι να το συνετίσω με αυστηρές μεθόδους,
καταλαβαίνετε. Αλλά δεν διορθώνεται, μ’
έχει φέρει σε απόγνωση. Νομίζετε πως ό,τι κάνω, το κάνω χωρίς λόγο; Αλλά έχω
απελπιστεί, ειλικρινά σας το λέω. Δεν
παίρνει από συμβουλές, μάταια προσπαθώ. Μερικές φορές, το παραδέχομαι, γίνομαι
κάπως επιθετική απέναντί του.
Σταμάτησα
απότομα, ενώ ο ανακριτής περίμενε τη συνέχεια.
-Με
ποιον συνομιλώ; Ρώτησε.
Δεν
απάντησα.
-Εννοείτε
ότι έχει και το θύμα τις ευθύνες του;
-Πρόκειται
για ένα σκουπίδι, είπα αγαναχτισμένη. Απορώ πώς έχει το θράσος και συναγελάζεται
με τους άλλους ανθρώπους. Απορώ με την οίησή του. Από πού την αντλεί;
-Από
πού λέτε;
-Από
πουθενά. Οίηση χωρίς αντίκρισμα. Με εξοργίζει αυτή η συμπεριφορά. Καμιά
μετριοφροσύνη, καμιά ταπεινότητα. Καμιά συναίσθηση καθηκόντων και υποχρεώσεων. Καταλαβαίνετε
γιατί γίνομαι επιθετική μερικές φορές, μόνο έτσι μπορώ να συμμαζέψω αυτό το
ασυμμάζευτο πλάσμα.
Ήμουν
πολύ θυμωμένη.
-Θέλετε
μήπως λίγο νερό;
-Όχι,
δεν θέλω, είπα απότομα.
Μείναμε
σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Μετά αυτός ξάπλωσε χαλαρά στην πολυθρόνα του.
-Είδατε
πόσο εύκολο ήταν; Τα ομολογήσατε όλα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
-
Ποια όλα;
Ο
ανακριτής χαμογέλασε:
-Όλα
όσα χρειάζονται για να στοιχειοθετήσουμε την κατηγορία.
Τα
πήγατε περίφημα, κυρία Χ. Είμαι πολύ ευχαριστημένος μαζί σας.
Έγραψε
κάτι στο σημειωματάριό του και σηκώθηκε.
-Δυστυχώς
δεν μπορώ να σας συλλάβω, όπως σας εξήγησα προηγουμένως. Οι έκνομες πράξεις σας
δεν προβλέπονται από τη νομοθεσία μας. Πρόκειται εδώ για ένα νομικό κενό, μέσα
στο οποίο συνωστίζονται πολυάριθμες περιπτώσεις. Τέλος πάντων, είναι λυπηρό,
αλλά ο νόμος, όπως ξέρετε, είναι ανθρώπινη κατασκευή, ατελής δηλαδή. Θα σας
αφήσω να κυκλοφορείτε ελεύθερη με τον όρο ότι δεν θα προκαλέσετε ανήκεστο βλάβη
στο λεγόμενο θύμα.
Χαμήλωσε
τη φωνή:
-Το
δυστυχή εαυτό σας, εννοώ.
Μου
έτεινε το χέρι.
-Ωρεβουάρ,
κυρία Χ.
Σηκώθηκα
ανόρεχτα από τη θέση μου.
-Αυτό
ήταν; Τελειώσαμε δηλαδή;
Εκείνος
χαμογέλασε ευγενικά.
-Τελείωσε
ο χρόνος μας, κυρία Χ. Θα τα ξαναπούμε την επόμενη εβδομάδα.
Κρίμα,
σκέφτηκα, πάνω που άρχιζε να έχει ενδιαφέρον αυτή η συζήτηση. Ανταλλάξαμε μια τυπική χειραψία και με συνόδευσε ως την εξώπορτα.
-Λοιπόν,
την άλλη Τρίτη την ίδια ώρα, κυρία Χ.
Έχετε ακόμα να ομολογήσετε πολλά. Η ανάκρισή σας μόλις τώρα άρχισε.
Το διήγημα
δημοσιεύτηκε στο έντυπο λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας», αρ. τεύχους 49.
Αναρτήθηκε στη
Βιβλιοθήκη:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου