Ο
στρατιώτης ήταν ξαπλωμένος έξω από το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων. Φορούσε
μια πράσινη κουρελιασμένη στολή.
Από
μακριά που τον είδα, δεν πρόσεξα τις ελλείψεις. Τις είδα, όταν τον πλησίασα. Ο
άντρας δεν είχε χέρια ούτε πόδια.
Στάθηκα από πάνω του γεμάτη φρίκη, δεν ήξερα τι να κάνω. Πολλοί
περνούσαν από μπροστά μας, άλλοι μπαινόβγαιναν στο πολυώροφο κτήριο, άλλοι
βάδιζαν βιαστικοί στη λεωφόρο. Κανείς δεν του έδινε σημασία.
Αυτός
γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε απορημένος.
-Με
βλέπεις; ρώτησε.
-Φυσικά
και σε βλέπω.
Χαμογέλασε:
-Αυτό
είναι καλό.
Άνοιξα
την τσάντα μου κι έψαξα για το πορτοφόλι μου.
-Δεν
είμαι ζητιάνος, είπε απότομα αυτός.
Ντράπηκα.
-Δηλαδή
δεν είμαι ακόμα.
Στάθηκα
δίπλα του αμήχανη, δεν ήξερα πώς να φερθώ.
-Τι
κάνεις εδώ; Διαμαρτύρεσαι;
-Κατά
κάποιο τρόπο.
-Και
γιατί διάλεξες αυτό το μέρος;
-Γιατί
πρέπει να με δουν αυτοί εκεί μέσα.
Κοίταξα
το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων που υψωνόταν επίσημο μπροστά μας. Μέσα από
τις μεγάλες τζαμαρίες έβλεπα σιλουέτες
που πηγαινοέρχονταν βιαστικές.
-Νομίζω
ότι δεν σ’ έχει προσέξει κανείς, είπα.
-Έτσι
νομίζω κι εγώ. Πάντως εσύ με βλέπεις, έτσι δεν είναι;
-Ασφαλώς
και σε βλέπω.
Κόσμος περνούσε κρατώντας χαρτοφύλακες, άλλοι έμπαιναν, άλλοι έβγαιναν
από το κτήριο, όλοι βιαστικοί, μιλούσαν σε διάφορες γλώσσες, οι περισσότεροι
έδειχναν σοβαροί, μερικοί αστειεύονταν μεταξύ τους. Κανείς
δεν γύριζε να μας κοιτάξει.
Κάθισα
δίπλα του πάνω στις μαρμάρινες πλάκες.
-Από
πού είσαι; ρώτησα.
Δεν
μου απάντησε. Έψαξα στην τσέπη μου και βρήκα μια σοκολάτα.
-Θέλεις;
-Στη
διάσταση που βρίσκομαι δεν μπορώ να φάω.
Δεν
κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά δεν είπα τίποτα. Έκοψα ένα κομμάτι σοκολάτα και το
έφαγα.
-Πώς
το έπαθες αυτό; Ρώτησα παίρνοντας λίγο παραπάνω θάρρος.
-Δεν
έχω πάθει ακόμα τίποτα. Έχω τα χέρια και
τα πόδια μου, είμαι αρτιμελής.
Πάλι
δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει, αλλά ντράπηκα να του κάνω άλλη ερώτηση.
Μείναμε
σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Ο κόσμος εξακολουθούσε να περνά βιαστικός από μπροστά
μας, πήγαινε στις δουλειές του, υπήρχε
γενικά μια κίνηση και μια δραστηριότητα.
Κανείς πάντως δεν γύριζε προς το μέρος μας.
-Άδικα
διαμαρτύρεσαι, είπα στο στρατιώτη.
Κανείς δεν σε προσέχει. Λες και είσαι αόρατος.
Συμφώνησε
μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού.
-Πάντως
δεν το καταλαβαίνω αυτό, συνέχισα. Γιατί προσποιούνται ότι δεν σε βλέπουν;
-Επειδή
δεν με βλέπουν.
-Δεν
σε βλέπουν;
-Όχι.
-Κι
εγώ γιατί σε βλέπω;
-Άλλο
εσύ.
Μείναμε
πάλι σιωπηλοί. Δυο άντρες γύρω στα σαράντα, με κοστούμι και γραβάτα, βγήκαν από
το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων και στάθηκαν μπροστά μας. Κάτι συζητούσαν σε
μια άγνωστη γλώσσα. Κάποια στιγμή γύρισαν και με κοίταξαν αφηρημένοι. Μετά
απομακρύνθηκαν.
-Σε
είδαν άραγε αυτοί; Ρώτησα.
-Όχι,
δεν με είδαν. Μόνο εσένα είδαν.
-Πώς
γίνεται να βλέπουν εμένα και να μη βλέπουν εσένα;
Δεν
μου απάντησε. Εν τω μεταξύ άρχισε να σκοτεινιάζει κι έπιασε ψύχρα. Ο κόσμος
αραίωσε σιγά-σιγά. Στο κτήριο τα φώτα έσβηναν το ένα μετά το άλλο. Σε λίγο
απόμεινε κατασκότεινο, ένας βουβός όγκος από μπετόν και γυαλί.
Κρύωνα
τώρα και είχα κουραστεί από τη μάταιη αναμονή.
-Κανείς
δεν σε είδε τελικά, είπα απογοητευμένη.
-Όχι,
συμφώνησε ο άντρας.
-Μα
πώς γίνεται αυτό; Γιατί σε βλέπω εγώ και
δεν σε βλέπει κανείς άλλος;
-Εσύ
έχεις το χάρισμα. Εσύ μπορείς να ονειρεύεσαι.
-Ονειρεύομαι
εφιάλτες.
-Εγώ
είμαι ένας τέτοιος εφιάλτης.
Η πλατεία είχε τώρα απομείνει τελείως έρημη.
Πού και πού κάποιο αυτοκίνητο διέσχιζε
τη λεωφόρο. Πεζός δεν υπήρχε κανείς. Σηκώθηκα
και κοίταξα γύρω μου ανήσυχη.
-Είμαστε
ολομόναχοι εδώ πέρα, μουρμούρισα.
-Παντού
είμαστε ολομόναχοι.
-Τι
πάει να πει αυτό;
Ο
στρατιώτης χαμογέλασε μέσα στο μισοσκόταδο:
-Δες
τη μοναξιά του κορμιού μου. Σε κανέναν δεν μπορώ να τη μεταδώσω.
Τον
κοίταξα στενοχωρημένη, δεν ήξερα τι να του απαντήσω.
-Πρέπει
όμως να φύγουμε, είπα. Σε λίγο θα πέσει παγωνιά. Πώς θα φύγεις εσύ αποδώ;
-Δεν
θα φύγω.
-Δεν
έχει νόημα να κάθεσαι άλλο εδώ πέρα. Τη νύχτα θα παγώσεις, θα πεθάνεις από το
κρύο. Πρέπει να πας στο σπίτι σου.
-Είμαι
στο σπίτι μου.
-Πρέπει
να γυρίσεις στο σπίτι σου, στρατιώτη. Πού είναι οι δικοί σου, έχεις οικογένεια;
-Έχω,
είπε αυτός. Έχω ένα πατέρα, μια σύζυγο και τρία παιδιά. Αυτή τη στιγμή
καθόμαστε γύρω από το τραπέζι και τρώμε. Έχω βγάλει το όπλο μου, το έχω
ακουμπήσει στον τοίχο. Ο γιος μου το περιεργάζεται. Τον μαλώνω, του λέω να
έρθει στο τραπέζι. Η γυναίκα μου σερβίρει τη σούπα. Ο πατέρας μου αρχίζει να τη
ρουφά με θόρυβο. Οι κόρες μου τον παρατηρούν και χαμογελάνε μεταξύ τους. Ο γιος
μου παίζει με το όπλο μου. Του φωνάζω να έρθει αμέσως στο τραπέζι. Ο μικρός
έρχεται και κάθεται δίπλα μου. «Θέλω να μάθω κι εγώ να πολεμώ», μου λέει. Νιώθω
πολύ περήφανος γι αυτόν.
Σταματά
να μιλά ξαφνικά, ενώ εγώ τον κοιτάζω απορημένη.
-Έχω
τα χέρια και τα πόδια μου, λέει μετά από λίγο. Είμαι γερός και αποφασισμένος
στρατιώτης. Αυτός που τώρα βλέπεις εδώ, δεν είμαι ακόμα εγώ.
Δεν
ήξερα τι να πω, δεν καταλάβαινα. Προτίμησα να μείνω σιωπηλή.
-Προς
το παρόν είμαι μια υπόθεση, συνέχισε αυτός. Μέρα νύχτα κάθομαι εδώ σαν υπόθεση
και ψάχνω για ανθρώπους που μπορούν να με δουν. Εσύ πέρασες σήμερα και με
είδες. Οι άλλοι όχι. Γι αυτούς είμαι ακόμα αόρατος.
-Δεν
σε καταλαβαίνω, στρατιώτη.
Αυτός
έδειξε με το βλέμμα του το σκοτεινό κτήριο:
-Γι
αυτούς εκεί πέρα είμαι ακόμα ασχημάτιστος. Κάπου μέσα στα βιβλία τους υπάρχω με
άλλη μορφή. Είμαι ένα νούμερο στις στατιστικές τους, ίσως μια περιληπτική λέξη
ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες.
-Και
τότε πώς εγώ...
-Εσύ
έχεις το χάρισμα να ονειρεύεσαι το μέλλον.
-Ονειρεύομαι
εφιάλτες.
Ο
στρατιώτης κούνησε το κεφάλι σαν να συμφωνούσε.
-Φύγε
τώρα εσύ. Γύρνα στο σπίτι σου και περίμενέ με. Θα με ξαναδείς. Κάποια μέρα θα
αναδυθώ υλοποιημένος στην πραγματικότητά σου. Θα με δεις και θα με θυμηθείς. Θα
είμαι έτσι: χωρίς χέρια και χωρίς πόδια. Ο τόπος μου θα είναι κατεστραμμένος, η
οικογένειά μου σφαγμένη. Αυτοί που δουλεύουν εδώ – κι έδειξε με το βλέμμα του
το κτήριο των Διεθνών Συνεδριάσεων - θα
σου πουν πόσο πολύ λυπούνται. Θα σου πουν πως θα κάνουν ό,τι μπορούν για να
ανακουφίσουν τη δυστυχία μου. Οι περαστικοί που πέρασαν σήμερα από μπροστά μου
και δεν με είδαν, θα συγκινηθούν και την άλλη μέρα θα καταθέσουν τον οβολό τους
στους διεθνείς εράνους. Αλλά η χώρα μου θα είναι κατεστραμμένη, οι δικοί μου
σφαγμένοι κι εγώ χωρίς χέρια και χωρίς πόδια.
-Θεέ
μου, αυτό είναι φοβερό, είπα αναστατωμένη. Πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε κάτι,
να προλάβουμε το κακό!
-Πρέπει
να κάνεις κάτι εσύ, γιατί εσύ με είδες.
-Τι
να κάνω, στρατιώτη, πες μου!
Αυτός
με κοίταξε και μέσα στα μάτια του άστραψε μια μικρή ελπίδα.
-Κάνε
ό,τι περνά από το χέρι σου, ό,τι καταλαβαίνεις. Μη με ξεχάσεις μόνο. Υποσχέσου,
είπε και η φωνή του ξαφνικά ράγισε, υποσχέσου πως δεν θα με ξεχάσεις.
Ένιωσα φοβερή συγκίνηση:
-Όχι,
στρατιώτη, στο υπόσχομαι. Θα κάνω ό,τι μπορώ. Αλλά κι εσύ εκεί στον τόπο σου
που βρίσκεσαι, πρέπει να αντισταθείς στη μοίρα σου, τώρα που την ξέρεις.
Εκείνος
έσκυψε το κεφάλι.
-Δεν
μπορώ να κάνω τίποτα, είπε.
Δίστασε
κάπως, σαν να ντρεπόταν:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου