Ένα ψυγείο, λέει σε απλά
μαθήματα η βιολογία, αγωνίζεται μέρα νύχτα ενάντια στη φύση. Αυτή θέλει να
εξουδετερώσει την αντίστασή του και να το ζεστάνει και το ψυγείο, όσο αντέχει,
δεν υποκύπτει και παραμένει κρύο.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα
σ’ ένα ζωντανό πλάσμα και σε μια μηχανή, ρωτά παρακάτω η βιολογία και ψάχνει να
βρει την απάντηση και λοιπόν δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Δεν είναι η κίνηση, δεν είναι η δομή και η λειτουργία, δεν είναι ο
μεταβολισμός. Ολ’ αυτά και πολλά άλλα τα έχουν
σήμερα οι μηχανές, ακόμα και τη διαιώνισή τους μπορούν να επιτύχουν και τώρα
που μιλάμε ίσως έχει γίνει κι αυτό.
Ψάχνει λοιπόν η φιλοπερίεργη
βιολογία, μπαίνει σε ξένα οικόπεδα και βρίσκει τελικά ότι η διαφορά μιας
μηχανής από εμένα που είμαι ζωντανό πλάσμα, είναι ότι εγώ μεν αναπαράγομαι με
νουκλεϊκά οξέα, ενώ η μηχανή όχι – αν και σ’ αυτό είναι λίγο επιφυλακτική,
διότι δεν ξέρεις τι γίνεται αύριο μεθαύριο με τον καλπάζοντα ρυθμό της
επιστήμης – κι ακόμα η δεύτερη και ουσιαστική διαφορά μας είναι ότι ο τελικός
σκοπός της μηχανής είναι έξω απ’ τη μηχανή, ενώ ο δικός μου είναι μέσα μου.
Έτσι λοιπόν ο τελικός σκοπός
του ψυγείου και ο αγώνας του ενάντια στη φύση είναι να μου κρατά εμένα που το
έφτιαξα κρύο το φαγητό μου, ενώ ο δικός μου τελικός σκοπός δεν είναι άλλος απ’
το να αναπαράγομαι συνεχώς και αδιαλείπτως και αυτός ο τελικός σκοπός είναι
μέσα μου, λέει η βιολογία, που εν τω μεταξύ έχει μεταμορφωθεί σε Βιο-Μεταφυσική,
και εδώ τελειώνει το σχετικό κεφάλαιο μαζί με πολλά νέα ερωτηματικά.
Και γιατί να μην είμαι κι εγώ μια μηχανή;
Είπε
ο Θεός στο γιο και διάδοχό του που ζητούσε συμμετοχή στην εξουσία :
-
Γιε μου, είσαι ακόμα πολύ άπειρος για κάτι τέτοιο.
Μπορώ όμως να σου φτιάξω ένα μικρό μοντέλο, πάνω στο οποίο θα εξασκηθείς. Όταν εγώ
μεθαύριο θα αποσυρθώ, εσύ θα είσαι έτοιμος να αναλάβεις το αξίωμά σου.
-
Τι είναι μοντέλο; ρώτησε ο μικρός.
-
Κάτι ας πούμε σαν κούκλα.
-
Όπως αυτή που έφτιαξα στον κήπο;
-
Για πάμε να τη δούμε, είπε περίεργος ο πατέρας του.
Στον κήπο κάτω από ένα δέντρο φτιαγμένος από χώμα και νερό κειτόταν ο
Αδάμ. Ο Θεός τον κοίταξε με
αποτροπιασμό.
-
Μια κούκλα, γιε μου, συνήθως μοιάζει στο δημιουργό
της. Αυτό εδώ το πράγμα είναι ένα
έκτρωμα. Τέλος πάντων. Θα κάνουμε και μ’ αυτό τη δουλειά μας.
Ανέβασαν τον άψυχο Αδάμ στο
εργαστήριο και ο Θεός τοποθέτησε το μηχανισμό.
-
Βλέπε τώρα, είπε στο μικρό. Μόλις πατήσω το κουμπί,
η κούκλα σου θα ζωντανέψει. Θα την πάμε στον κήπο κι εκεί θα παίξεις μαζί της
όσο θέλεις. Πρόκειται για ένα παιχνίδι
διδακτικό, διότι συγχρόνως θα μαθαίνεις και τον αυριανό σου ρόλο. Μην ξεχνάς
πως θα γίνεις μια μέρα Θεός.
-
Ναι, είπε ο μικρός, αυτό δεν το ξεχνώ.
Έτσι λοιπόν πάτησαν το
κουμπί και ο Αδάμ άνοιξε τα μάτια του στον κήπο της Εδέμ. Είδε τον ήλιο, είδε
τα ποτάμια, είδε τα δέντρα φορτωμένα καρπούς, όλα όσα ήταν προκαθορισμένο να
δει, τα είδε. Το Θεό όμως δεν τον είδε ούτε και
το γιο του, γιατί αυτό ήταν έξω από τις προδιαγραφές του.
-
Σήκω και περπάτα, τον διέταξε ο μικρός.
Ο Αδάμ σηκώθηκε αμέσως κι
άρχισε να κάνει βόλτες σίγουρος ότι ικανοποιούσε μια προσωπική του επιθυμία.
-
Βήξε, ξαναδιέταξε ο μικρός.
Ο Αδάμ στραβοκατάπιε και
πνίγηκε στο βήχα.
-
Βούτα τώρα στο ποτάμι.
Και ο Αδάμ μπήκε στο νερό και γουργούρισε γεμάτος χαρά.
Έτσι πέρασε λίγος καιρός με διαταγές που ο Αδάμ μετέφραζε σε δική του ελεύθερη
βούληση, ώσπου ο μικρός πιστεύοντας ότι είχε μάθει όλα όσα του χρειάζονταν για
το μελλοντικό του αξίωμα, έδωσε μια κλωτσιά στην κούκλα, την έριξε κάτω και την
ποδοπάτησε, όπως κάνουν όλα τα παιδάκια. Ο Αδάμ ξεχαρβαλώθηκε. Άρχισε να βγάζει αφρούς απ’ το
στόμα και να σπαρταρά. Σύρθηκε με κόπο κάτω από ένα δέντρο κι έμεινε εκεί να
τρέμει μέχρι που κοκάλωσε.
Ο μικρός πήγε τότε να βρει
τον πατέρα του.
-
Είμαι έτοιμος, του είπε. Εξασκήθηκα αρκετά.
-
Τίποτε δεν έμαθες ακόμη, γιε μου, είπε ο Θεός. Τώρα
ήρθε η ώρα να βάλουμε μέσα στην κούκλα σου τον τελικό σκοπό.
-
Τι είναι αυτός; ρώτησε ο μικρός.
-
Τελικός σκοπός είναι να πολλαπλασιαστεί η κούκλα
σου χωρίς εμείς να κουραζόμαστε. Πρέπει να ξέρεις, γιε μου, συνέχισε ο Θεός
κατεβαίνοντας μαζί του στον κήπο, ότι οι κούκλες δεν έχουν τη δική μας
αντοχή. Βλέπω ότι ήδη ξεχαρβάλωσες τον
Αδάμ. Δεν πειράζει. Θα πάρουμε τώρα ένα πλευρό του, από αυτά που του έσπασες,
και θα φτιάξουμε την Εύα. Επίσης θα επισκευάσουμε για πρώτη και τελευταία φορά
τον Αδάμ.
Γύρισαν με την κούκλα στο
εργαστήριο και σε λίγο ο Αδάμ και η Εύα ήταν έτοιμοι. Τους πήραν και τους
ξανακατέβασαν στον κήπο.
-
Πρόσεξε τώρα, είπε ο Θεός. Θα βάλουμε τις δυο
κούκλες να δουλέψουν και θα φτιάξουν από μόνες τους μια τρίτη. Κι έτσι θα
γίνεται αποδώ και πέρα, θα δουλεύουν δυο-δυο οι κούκλες και θα φτιάχνουν νέες
κούκλες κι αυτό θα γίνεται συνεχώς και θα γεμίσει ο κήπος κούκλες. Έτσι θα
εξασκηθείς στην πολυπλοκότητα που αύριο σε περιμένει.
-
Και γιατί, ρώτησε ο μικρός, πρέπει να δουλεύουν
δυο-δυο οι κούκλες μου για να φτιάξουν μια νέα κούκλα;
-
Για να έχει ενδιαφέρον, απάντησε ο πατέρας του.
Διότι αυτό θα γίνεται μέσα στο πάθος και την αγωνία κι έτσι θα υπάρχει κι άλλο
πολύ υλικό για την εκπαίδευσή σου. Και, σε παρακαλώ πολύ, να μην τους δίνεις
παιδιάστικες και ανάξιες του τίτλου σου διαταγές. Οι κούκλες σου έχουν αρκετά
εφόδια για να αναπαραστήσουν με πειστικότητα τον κόσμο μας. Γι’ αυτό να τις διατάζεις να κάνουν πιο
σύνθετα πράγματα εκτός από το να βήχουν
και να κολυμπούν. Βάζε τις παραδείγματος
χάριν, να μπερδεύονται σε καταστάσεις, να διεκδικούν, να εποφθαλμιούν, να
φτιάχνουν πράγματα, να χαλούν πράγματα, να ψάχνουν, να ανακαλύπτουν, να μισούν,
να αγαπούν, να πεθαίνουν για ό,τι αγαπούν, να πιστεύουν σε ιδέες, να
αγωνίζονται, να αλληλοκυνηγιούνται, να αλληλοσκοτώνονται. Με λίγα λόγια βάλε το
μυαλό σου να δουλέψει και προετοιμάσου με τη δημιουργική φαντασία σου για το
πολύπλοκο αξίωμα που σε περιμένει.
-
Όμως, πατέρα, είπε το παιδί, αν βάλω τις κούκλες
μου να αλληλοφαγωθούν, θα μείνω χωρίς κούκλες. Μήπως θα' πρεπε να τις κάνουμε να
φοβούνται συγχρόνως το θάνατο;
-
Εύγε, γιε μου, είπε ο Θεός, νιώθω περήφανος για
σένα. Αλλά μην ανησυχείς καθόλου, το έχω φροντίσει αυτό.
Κι έτσι ο μικρός μαθητευόμενος Θεός πάτησε το κουμπί, οι κούκλες άνοιξαν
τα μάτια τους και ο τελικός σκοπός μπήκε σε ισχύ. Ο Αδάμ και η Εύα κοιτάχτηκαν κι
ένιωσαν ωραία, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Ήταν βέβαια ακόμα η αρχή.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά.
Καλά όλ’ αυτά,
σκέφτομαι. Αλλά, αν είμαι μια μηχανή,
πώς γίνεται να γνωρίζω την αιτία της
δημιουργίας μου, αφού κανείς δεν μου το έχει πει;
Κι αυτό είναι γνωστό:
Ο Σφετεριστής του θρόνου
μπήκε κρυφά στον κήπο μια μέρα και κάποια στιγμή που ο μικρός χάζευε, άνοιξε
τις κούκλες και πρόσθεσε ένα καλωδιάκι, κάτι σαν μικροτσίπ ας πούμε. Εξ αιτίας αυτής της δολιοφθοράς ο μικρός μαθητευόμενος Θεός έχασε τον
έλεγχο πάνω στις κούκλες του. Άλλοτε δηλαδή τον υπακούμε κι άλλοτε κάνουμε ό,τι μας κατέβει. Επί πλέον έχουμε τώρα και την
ικανότητα να υποπτευόμαστε τις δυναστικές έριδες που κρύβονται από πίσω κι αυτό
μας προκαλεί απροσδόκητες αντιδράσεις.
Με τέτοια παλαβά μηχανήματα ο διάδοχος του θρόνου δεν μπορεί να
εκπαιδευθεί σωστά.
Ο δε πατέρας του δεν το' χει πάρει ακόμα είδηση.
Από τη συλλογή διηγημάτων μου "Οι πόρτες", εκδ. Ιωλκός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου