Είναι
απίστευτο πόσο παραμορφωμένη εικόνα έχουμε οι άνθρωποι για το παρελθόν μας.
Εκτός από τη νοσταλγία που διαστρεβλώνει πολλά πράγματα, είναι και η λήθη που
σαρώνει και πετά στον κάλαθο των αχρήστων οτιδήποτε κριθεί ενοχλητικό ή
ανάρμοστο να το θυμόμαστε και κυρίως είναι η άγνοια, μια τερατώδης και
ασυγχώρητη άγνοια για τους περασμένους καιρούς.
Έτσι,
ανάλογα τι μας έμαθαν στο σχολείο και τι διαβάσαμε μόνοι μας από βιβλία που
επιλέξαμε, έχουμε μια κατά κανόνα εξιδανικευμένη εικόνα του παρελθόντος και
κυρίως έχουμε την πολύ λαθεμένη εντύπωση ότι οι άνθρωποι που έζησαν στις
περασμένες εποχές ήταν περίπου σαν κι εμάς.
Αλλά
δεν ήταν σαν κι εμάς, όπως με τη σειρά μας κι εμείς δεν θα είμαστε όμοιοι με
τις γενιές που θα μας διαδεχθούν. Βέβαια ο κοινός παρανομαστής όλων των ανθρώπων
είναι η λογική και γι αυτό νομίζουμε ότι, αν με ένα θαυματουργό τέχνασμα βρισκόμασταν εκατό ή
διακόσια χρόνια πίσω, δεν θα είχαμε πρόβλημα να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους
εκείνης της εποχής.
Εξάλλου
βιβλία που γράφτηκαν πριν αιώνες εξακολουθούν να μας συγκινούν σαν να γράφτηκαν
σήμερα κι αυτός είναι ένας παραπάνω λόγος για να βρισκόμαστε σε πλάνη. Ξεχνάμε
όμως ότι τα βιβλία αυτά γράφτηκαν από ιδιοφυείς ανθρώπους που μπόρεσαν να
σταθούν έξω από το χρόνο και την εποχή τους και γι αυτό το έργο τους είναι
διαχρονικό, ενώ χιλιάδες άλλα έγιναν πολτός, επειδή οι δημιουργοί τους
αναπαρήγαγαν εφήμερες ευτέλειες και ασημαντότητες που σήμερα δεν μας λένε
τίποτα.
Επίσης
η πλάνη μας αυξάνεται παρακολουθώντας ταινίες εποχής, όπου οι άνθρωποι μιλάνε,
φέρονται, σκέφτονται όπως ένας σύγχρονος άνθρωπος. Είναι ωραιότατες ταινίες,
αλλά εντελώς ψεύτικες. Δεν δείχνουν παραδείγματος χάριν τις ψείρες που
κουβαλούσαν στα κεφάλια τους οι ωραίες της εποχής ή τα δοχεία νυκτός όπου
έκαναν την ανάγκη τους. Δείχνουν χαρακτήρες με σύγχρονες ευαισθησίες, ενώ κάτι
τέτοιο είναι αδύνατον, με ιδέες προχωρημένες, επίσης αδύνατον, με συμπεριφορές
απλές και ανεπιτήδευτες, εντελώς αδύνατον.
Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και αν
βρισκόμασταν πχ στην Αθήνα του 19ου αιώνα, είναι βέβαιο ότι μετά από
μια βόλτα δυο ωρών το πολύ στους δρόμους της πόλης θα παρακαλούσαμε κλαίγοντας να
γυρίσουμε στην εποχή μας. Οι πιο ευαίσθητοι πολύ πιθανόν να λιποθυμούσαν με
αυτά που θα έβλεπαν. Αυτά που θα έβλεπαν, θα ήταν πολλά και φριχτά, όμως εδώ θα
εστιασθούμε αναγκαστικά μόνο σε δυο τρεις πλευρές του θέματος, γιατί δεν
μπορούμε μέσα σε ένα άρθρο να τα περιλάβουμε όλα.
Παρενθετικά
αναφέρω την έκπληξή μου, όταν ψάχνοντας να συλλέξω στοιχεία για το συγκεκριμένο
θέμα στο διαδίκτυο, βρήκα άπειρες πληροφορίες, άρθρα και φωτογραφίες για την
ωραία Αθήνα του 19ου αιώνα αλλά σχεδόν τίποτα για τις άσχημες
πλευρές της. Έτσι πχ διάβασα ότι οι νεαρές Αθηναίες μάθαιναν γαλλικά και πιάνο,
αλλά δεν είδα να διευκρινίζεται ότι αυτό ήταν προνόμιο λίγων σχετικά
δεσποινίδων, διότι οι περισσότερες ήταν εντελώς αναλφάβητες. Διάβασα για την
ωραία αρχιτεκτονική μερικών δημοσίων κτηρίων και ιδιωτικών οικιών, αλλά δεν
διάβασα για τα καλύβια, όπου έμενε ένας μεγάλος αριθμός πολιτών. Διάβασα για τη
μόδα, τις δαντέλες και τα φρου φρου των κυριών, όχι όμως για τα κουρέλια που
φορούσαν όσες δεν λογίζονταν κυρίες και που ήταν οι περισσότερες. Με λίγα λόγια
ένας ανυποψίαστος αναγνώστης διαβάζοντας όλες αυτές τις φλυαρίες θα σχημάτιζε
την εντύπωση ότι η Αθήνα του 19ου αιώνα ήταν μια πανέμορφη πόλη,
κάτι σαν επίγειος παράδεισος δηλαδή, με κομψούς και καλόγουστους κατοίκους.
Ευτυχώς
ή δυστυχώς έχουμε ζωντανές μαρτυρίες από εκείνη την εποχή που μας επαναφέρουν
στην πραγματικότητα.
Μας
περιγράφει ο πολύ αγαπητός Εμμ. Ροΐδης στην «Κυνομυομαχία» του: χοιροτρόφοι,
βαφείς, ρακοσυλλέκτες, βουστάσια, βυρσοδεψεία, ελαιοτριβεία, όλα αυτά βρίσκονταν
δίπλα στο μικρό τότε κέντρο της πόλης και ήταν όλα γεμάτα από τεράστιους
ποντικούς. Στην οδό Νικοδήμου ο περιπατητής έπεφτε πάνω «σε ζωντανές ή νεκρές όρνιθες, σε λόφους κονιορτού, σε πυραμίδες
σκουπιδιών, σε απόμαχα υποδήματα, σε φλοιούς καρπουζίων, σε μαύρους ρύακας παρά
το πεζοδρόμιον ή ερυθρούς προ των μακελλείων».
Στους
«Αθηναϊκούς περιπάτους» ο συγγραφέας είναι ακόμα πιο περιγραφικός: «Κατά την διασταύρωσιν της οδού Μητροπόλεως εξακολουθεί να χαίνη λάκκος
πλήρης ακαθάρτου υγρού...Η βροχή τον μεταβάλλει εις κίτρινον ποταμόν και εις
πράσινον έλος η ανομβρία.». Ο λαχανοπώλης έχει καταλάβει το πεζοδρόμιο με στάμνες,
κοφίνια απορριμμάτων και ένα τραπέζι. Πιο κάτω το πεζοδρόμιο το έχει καταλάβει
ο κρεοπώλης και ο περαστικός πέφτει πάνω σε κρεμάμενα νεόσφακτα πρόβατα που
στάζουν αίμα, «ενώ άλλα εκδέρονται εντός του σφαγείου ή αναμένουν
οικτρώς βελάζοντα να έλθη η σειρά των. Καταγής έντερα, κοιλίαι και περί αυτά
ημερωμένοι κόρακες και τρία βδελυρά χασαπόσκυλα βάφοντα εις τενάγη αίματος την
μαύρην των μύτην».
Στην
οδό Αδριανού «δυο βιδέλα, το μεν εκδαρέν ήδη, το δε ακόμη
άγδαρτον εκρέμαντο από σιδηρών αγκίστρων εις το μέσον του πεζοδρομίου, όπου
ετελείτο και άλλη θυσία. Πρωταγωνισταί ταύτης ήσαν τρεις δεκαπενταετείς περίπου
παίδες προγυμναζόμενοι υπό την επίβλεψιν ενηλίκων χασάπηδων εις την τέχνην του
σφαγέως. Οι δύο εκ των εφήβων τούτων εκράτουν ο μεν εκ των κεράτων, ο δε εκ των
οπισθίων ποδών μαύρον τράγον, ενώ ο τρίτος εβύθιζε μικράν μάχαιραν εις τον
λαιμόν του. Το θύμα εσφάδαζε τόσον βιαίως, ώστε μόλις κατώρθωναν να το
συγκρατώσιν οι δύο βοηθοί του δημίου, των οποίων οι γυμνοί πόδες ήσαν
βυθισμένοι εις αποτρόπαιον κουρκούτι αίματος, κόπρου και χολής».
Αυτά
τα παιδιά που αναφέρει ο Ροΐδης ανήκουν στην κατηγορία των παραγιών ή ψυχογιών
που είχαν στη δούλεψή τους οι επαγγελματίες της εποχής. Οι αγροτικές
οικογένειες έστελναν στην πόλη τα πλεονάζοντα μέλη τους για να εργαστούν σε
διάφορα εργαστήρια και σε μικρομάγαζα ως υπηρέτες, βοηθοί, τσιράκια με μοναδική
αμοιβή τη στέγη και την τροφή τους. Αν ήταν κορίτσια, έμπαιναν υπηρέτριες στα
πλουσιόσπιτα της Αθήνας (ψυχοκόρες, δουλικά) με την υπόσχεση ότι τα αφεντικά
τους θα τις προίκιζαν.
«Ο
μπακαλόγατος», η ταινία με τον Κώστα Χατζηχρήστο που μέχρι σήμερα προκαλεί
αβίαστα τόσο γέλιο, είναι ένας μακρινός απόηχος της τραγικής ζωής που περίμενε
αυτά τα εγκαταλειμμένα από το Θεό και τους ανθρώπους παιδιά σε μιαν άγνωστη και
εχθρική πόλη, όπου οι μεγαλύτεροι τα εκμεταλλεύονταν βάζοντάς τα να δουλεύουν
πολλές ώρες και τιμωρώντας τα, αν δεν έκαναν κάτι σωστά.
Η
κακοποίηση με τη σωματεμπορία πήγαιναν μαζί. Παιδιά από φτωχές ορεινές περιοχές
της χώρας εκμισθώνονταν από τους γονείς τους στους λεγόμενους εργολάβους της
φτώχιας με ετήσιο συμβόλαιο και μεταφέρονταν στην Αθήνα για να δουλέψουν σε
ευκαιριακά επαγγέλματα (πχ γκαρσόνια) ή στους δρόμους ως μικροπωλητές,
εφημεριδοπώλες, λαχειοπώλες, λούστροι ή ζητιάνοι.
Εννοείται
ότι οι ζητιάνοι στους δρόμους της πρωτεύουσας ήταν στίφη ολόκληρα. Το κακό είχε
ξεκινήσει από τότε που συστάθηκε το ελληνικό κράτος. Πολλοί αγωνιστές δεν
μπορούσαν να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, επειδή αυτές δεν είχαν
απελευθερωθεί. Ένα μέρος από αυτούς ενώθηκε με τους ληστές της κεντρικής
Ελλάδας και στράφηκε στη ληστεία. Οι υπόλοιποι ήρθαν στο Ναύπλιο κι έγιναν
ζητιάνοι. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, μετακόμισαν κι εκείνοι εκεί.
Πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι, ανάπηροι αυτοί και οι οικογένειές τους ή οι χήρες
και τα ορφανά τους περιφέρονταν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης (Αιόλου,
Ερμού, Αθηνάς, Πειραιώς), την ημέρα ζητιάνευαν και τη νύχτα κοιμούνταν στα
πεζοδρόμια. Είναι οι «ψωμοζήτες», όπως τους έλεγαν κυριολεκτώντας. Σ’ αυτούς
προστέθηκαν σιγά-σιγά κι άλλοι άτυχοι της ζωής.
Δεν
ήταν φυσικά άγγελοι. Επισήμως χαρακτηρίζονταν ως αργοί, οκνηροί, φαυλόβιοι ή
μικροί κακούργοι και ασφαλώς ανάμεσά τους θα κυκλοφορούσαν και πολλά ύποπτα
στοιχεία. Εξάλλου είναι γελοίο και άτοπο να απαιτούμε αστικές ευαισθησίες και
ηθική από άτομα που κοιμούνται στα πεζοδρόμια.
Η
κατάσταση ήταν απείρως τραγικότερη, αν κάποιος ψυχικά άρρωστος κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας. Οι
συγγραφείς της εποχής –οι διαχρονικοί που είπαμε – μας διέσωσαν τις φοβερές
σκηνές που εκτυλίσσονταν στους δρόμους της Αθήνας , πώς μεταχειρίζονταν τους
δύστυχους εκείνους οι λογικοί πολίτες - και μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι πολίτες
ψήφιζαν και καθόριζαν το μέλλον του τόπου μας, αυτό το μέλλον που σήμερα είναι
το παρόν μας.
Ο
Ιωάννης Κονδυλάκης στο μυθιστόρημά του «Οι Άθλιοι των Αθηνών» (1894) περιγράφει
μια τέτοια σκηνή σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης , τα Χαυτεία (διασταύρωση
Αιόλου και Σταδίου). Το πλήθος διασκεδάζει βασανίζοντας ένα ρακένδυτο παράφρονα που χειρονομεί και κραυγάζει
με μανία. Το πρόσωπό του έχει παραμορφωθεί από τις γροθιές του πλήθους, έχει
μελανιές και εκδορές και «εξελκώσεις
βδελυράς». Τον χτυπούν στο κεφάλι, τον χαστουκίζουν, τον σπρώχνουν και πέφτει
στις λάσπες. Καθώς προσπαθεί ο δύστυχος να σηκωθεί, κάποιος του αδειάζει πάνω
του ένα τενεκέ με νερό. Το πλήθος σκάει στα γέλια. Ο άρρωστος προσπαθεί πάλι να
σηκωθεί και τότε του ρίχνουν μια χούφτα αλεύρι και, καθώς αυτός είναι ιδρωμένος
από την αγωνία και την προσπάθεια, το αλεύρι κολλά στο πρόσωπό του και τον
κάνει ακόμα πιο γελοίο (!). Και συνεχίζει ο Κονδυλάκης:
«Τη στιγμή εκείνη πλησιάζει άλλος όμιλος
μεταμφιεσμένων αυτή τη φορά που επιχειρεί να τον προσεταιριστεί για να
διαποικιλθεί το θέαμα. Το θύμα σκίζει τη μάσκα ενός από αυτούς και τον κτυπάει
αλλά η ομάδα ανταποδίδει με τόκο τα κτυπήματα και το μαρτύριο θα μπορούσε να
συνεχιστεί
για πολύ ακόμη, αν οι αστυνομικοί κλητήρες δεν θεωρούσαν κατάλληλη τη στιγμή
για επέμβαση και τερματισμό της διασκέδασης. Η ομήγυρις διαμαρτύρεται και το
όργανο της τάξης βέβαιο ότι συντελεί εις την γενικήν θυμηδίαν, κατήνεγκε
δυνατούς κολάφους εις τον αυχένα του αθλίου παράφρονος»..
Στον
«Τρελό του Πειραιά» ο Παύλος Νιρβάνας περιγράφει παρόμοια μεταχείριση ενός
ψυχικά αρρώστου ανθρώπου:
«Και ο τρελός εσήκωσεν, από την στιγμήν αυτήν, εις τους σκεβρωμένους του ώμους όλην την βαναυσότητα των γνωστικών. Την εσήκωσεν
εις καφέδες χυμένους επάνω στα κολάρα του, εις βρώμικα νερά αδειασμένα επί της
κεφαλής του, εις καβαλίνες κολλημένες επί της ξεβαμμένης ρεδιγκότας του
–τελευταίου λειψάνου ενός γραφειοκράτου– εις υπολείμματα τεντζερέδων
πασαλειμμένων επί του τριχώματός του. Ένας ζωντανός τενεκές σκουπιδιών
περιφερόμενος εις τους δρόμους».
Η
περίπτωση του Μιχαήλ Μητσάκη είναι νομίζω η πιο τραγική. Δημοσιογράφος και
συγγραφέας ο ίδιος που αρρώστησε ψυχικά και πέθανε στο άσυλο, ο ευαίσθητος
αυτός άνθρωπος λες και προείδε αυτό που τον περίμενε. Σε ορισμένα διηγήματά του
είχε ασχοληθεί με την κακοποίηση των ψυχικά αρρώστων. Ο άρρωστος:
«σύρεται εις
τας οδούς, βασανίζεται παντοιοτρόπως υπό των φρονίμων, λιμώττει, γυμνητεύει,
παγώνει υπό τον άνεμον, ψήνεται υπό τον ήλιον, αποκτηνούται ή αποθηριούται και
τελειώνει εκ συμβεβηκότος τινός ελεεινώς τας πολυπαθείς του ημέρας στερών τους
συμπολίτας του, οίτινες τότε μόνον ενθυμούνται να τον λυπηθώσι, του αθύρματος
και της διασκεδάσεως αυτών. Διότι η συμφορά αύτη, η φοβερωτέρα όλων όσας
δύναται να πάθει τις και ήτις έπρεπε μάλλον οιασδήποτε άλλης να ελκύει τον
οίκτον, ως επί το πλείστον κινεί κατά προτίμησιν μάλλον πάσης άλλης τον γέλωτα
και την φαιδρότητα».
Αλλού
ο «τρελός» της πόλης βασανίζεται από διάφορες κατηγορίες ατόμων: τα παιδιά τού
τραβούν τα ρούχα, τον πετροβολούν και τον γιουχάρουν. Οι μεγαλύτεροι τον
ρίχνουν στη λάσπη, τον δέρνουν, του δίνουν τσιγάρο με πυρίτιδα για να
διασκεδάσουν βλέποντας να παίρνει φωτιά η γενειάδα του. Τον μεταφέρουν δεμένο
σε διάφορα κεντρικά σημεία της πόλης και τον υποβάλλουν σε εικονικές εκτελέσεις
Ο
ίδιος ο Μητσάκης θα υποστεί την κακοποίηση που είχε καταγγείλει στα διηγήματά
του, όταν θα προσβληθεί από ψυχική αρρώστια. Η μαρτυρία είναι του Δημήτρη
Ταγκόπουλου, εκδότη της εφημερίδας «Ο Νουμάς»:
«Ανέβαινα
βράδυ προς το Σύνταγμα, όταν έξω από του Ζαχαράτου βλέπω τον Μητσάκη και κάτι
λούστρους που τον εσταύρωναν. Ο Μητσάκης αγριεμένος έλεγε λόγια ασυνάρτητα,
έβγαζε κραυγές άναρθρες, και μ’ ένα μικρό μπαστουνάκι που κρατούσε, προσπαθούσε
να αμυνθεί. Επήγα κατ’ επάνω τους. Πριν τους φτάσω, μ’ επλησίασε ο Μητσάκης.
Και με ύφος παρακλητικό, − Κύριε, μου είπε. Σώστε με απ’ αυτούς τους κάφρους».
Λιώνει
η ψυχή μας με αυτές τις αποτρόπαιες περιγραφές. Δεν συζητώ βέβαια για την
κακοποίηση που υφίσταντο τα ζώα, αυτό είναι αυτονόητο.
Σ’
αυτή την όμορφη και γραφική Αθήνα του 19ου αιώνα έζησαν ο Ροΐδης, ο
Κονδυλάκης, ο Νιρβάνας, ο Μητσάκης και αρκετοί άλλοι φαντάζομαι που είδαν την
αθλιότητα και την αγριότητα των ανθρώπων, επειδή μπόρεσαν να αρθούν πάνω από
την εποχή τους. Υποθέτω πως θα υπέφεραν πολύ ζώντας σε μια τέτοια
καθημερινότητα και υποθέτω επίσης ότι οι υπόλοιποι θα απορούσαν με τις
διαμαρτυρίες τους και θα τους ειρωνεύονταν ως μυγιάγγιχτους.
Όσο
για τις κυρίες και τις δεσποινίδες με τα γαλλικά και τις δαντέλες, οι
ευαισθησίες τους θα περιορίζονταν στο ρόδο που τους πρόσφερε ο ιπποτικός
καβαλιέρος τους. Στις δούλες τους δεν ξέρω πόση ευαισθησία έδειχναν. Ή στους
ζητιάνους που κοιμούνταν στα πεζοδρόμια. Ή στα πεντάχρονα και δεκάχρονα παιδιά
που τριγύριζαν αδέσποτα στους δρόμους. Ή στον τρελό που τον βασάνιζαν και τον
κατεξευτέλιζαν οι συμπολίτες τους. Ή στα δύστυχα τετράποδα που κακοποιούνταν
από τους δίποδες συγκατοίκους της πόλης τους.
Για
τη βρώμα, την κοπριά, τους αρουραίους, τα χυμένα αίματα, τα έντερα και τις
κοιλιές, τις ψόφιες κότες, τη λασπουριά, τη σκόνη, τα βαλτωμένα νερά, τα
σκουπίδια και τη γενική μπόχα της όμορφης Αθήνας, δεν ξέρω τι άποψη είχαν.
Εξάλλου αυτές (οι πέντε, δέκα, εκατό) κυρίες κυκλοφορούσαν με τις άμαξές τους.
Πηγή:
Ο
ψυχικά άρρωστος ως θέαμα.
12 σχόλια:
Όσο διάβαζα πως δε βρήκες στοιχεία τους εξαιρετικούς 'Αθλίους των Αθηνών' σκεπτόμουν και το Ροϊδη βέβαια., όπως λες.
Επίσης έχουμε πολλά δυσάρεστα για τη σκόνη, το θόρυβο και τη δυσοσμία από περιηγητές.
Το ιατρικό link πολύτιμο.
Ευχαριστώ.
Δάφνη, εννοώ ότι δεν βρήκα στοιχεία στο διαδίκτυο. "Οι Άθλιοι των Αθηνών" είναι χρυσωρυχείο.
Πολυ καλο αρθρο που θα βοηθησει να φυγουν καποιες τσιμπλες απο τα ματια ορισμενων (εχουν και ομαδες) που βαυκαλιζονται νυχθημερον.
Ανώνυμε, καλό είναι να διαβάζουμε Ιστορία. Πολλές παρανοήσεις και παρερμηνείες θα είχαμε αποφύγει.
Ωραιο άρθρο.Ωστόσο δεν απέχει πολύ απο την ελληνική επαρχία πριν 40-50 χρόνια..
Εξαιρετικό , είδα τη σελίδα σας από ένα φίλο και ομολογώ εντυπωσιάστηκα !!! Με την άδειά σας μπορώ να κάνω ανάρτηση ;
Manguard, πράγματι.
Χάρτινο το φεγγαράκι, βεβαίως.
Ευχαριστώ το ανάρτησα και έκανε πολύ εντύπωση !!!
Θα ήθελα το link για να το δω κι εγώ.
Το ανέβασα στο Facebook στη σελίδα 40_KAI---(AGE40+)
Ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου