Τον ερωτεύτηκε, γιατί δεν της είπε
«σ΄ αγαπώ».
Τον ερωτεύτηκε, όταν εκείνη την πρώτη
φορά που βγήκαν μαζί, εκείνος σταμάτησε το αυτοκίνητο σε μια σκοτεινή γωνιά του
δρόμου, πέρασε το χέρι του στους ώμους της και την τράβηξε κοντά του.
Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι και
σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Εκείνη ρουφούσε αχόρταγα τη μυρωδιά του κορμιού του.
-Μπορείς να αγαπήσεις; της ψιθύρισε στο αφτί.
-Τι παράξενη ερώτηση! μουρμούρισε εκείνη με μισόκλειστα μάτια.
-Πιστεύω ότι δεν μπορείς.
Άνοιξε τα μάτια της:
-Όχι, δεν μπορώ. Μπορώ
όμως να ερωτεύομαι.
-Θα σε μάθω να αγαπάς, της είπε τότε
αυτός.
Για μέρες πολλές την έπαιρνε στην
αγκαλιά του και την κρατούσε εκεί για ώρα, χωρίς να μιλά. Αυτή ρουφούσε τη
μυρωδιά του κορμιού του και τρελαινόταν.
Κράτησαν αυτές οι αγκαλιές για αρκετό
καιρό. Εκείνη έμαθε σιγά σιγά πόσο όμορφο είναι να σε κρατά κάποιος στην
αγκαλιά του και να μη ζητά τίποτε
περισσότερο. Μπήκε μέσα της η μυρωδιά του κορμιού του κι εκεί ενώθηκε με άλλα
χημικά στοιχεία που δεν μπορούμε να ξέρουμε κι έγινε κάτι άλλο.
-Σ’ αγαπώ, του είπε ένα βράδυ.
Αυτός χαμογέλασε:
-Εγώ δεν θα σ’ το πω ποτέ αυτό.
Από εκείνο το βράδυ τον αγαπά κάθε
μέρα.
Παράξενο ζευγάρι.
Εκείνη του λέει πως
τον αγαπά κι αυτός την αγκαλιάζει σιωπηλός.
Μόνο στο κρεβάτι γίνεται θηρίο και ξεστομίζει άγριες λέξεις.
(Μικρές ιστορίες)
