22/3/25

Δικηγόρος κλαίουσα

 

 

Η Κάκια λίγο αναποδιασμένη κοπέλα ήτανε, καλή κατά βάθος και πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά λίγο επιθετική με τους φίλους της, κυρίως αν έκαναν κανένα γλωσσικό λάθος. Τους επιτιμούσε αμέσως και αυστηρά κι εμείς οι φίλοι της προσέχαμε πολύ μη μας έρθει κατακέφαλα κανένας κεραυνός της.

 

Κατά τα άλλα, καλά περνούσαμε, αν και ήταν κοφτή  στις απαντήσεις της και αρκετά πικρόχολη. Δε βαριέσαι, καθένας με τα ελαττώματά του, μήπως εμείς ήμασταν τέλειοι;

 

Μόνο που είχε κάλο στο κεφάλι και ήθελε σώνει και καλά  να γίνει δικηγόρος. Έξυπνη και επιμελής ήταν, πέρασε τις σχετικές εξετάσεις και αμέσως νοίκιασε ένα γραφειάκι κάπου στην Ομόνοια. Το εξόπλισε τέλεια και μας το παρουσίασε περήφανη.

 

Μπράβο, όλα καλά, αλλά πού θα βρει πελάτες; αναρωτιόμουν, καθώς η Κάκια δεν ήταν και πολύ κοινωνική και ο κύκλος των γνωριμιών της ήταν πολύ στενός. Μπορεί να ξεπέσει κανείς χωρικός, σκεφτόμουν, αν και το γραφειάκι της ήταν χαμένο μέσα στους πολύπλοκους διαδρόμους του κτιρίου.

 

Περνούσε ο καιρός, άνθρωπος δεν πατούσε στο γραφείο της και η Κάκια είχε αρχίσει να απελπίζεται. Για μένα αυτό ήταν φυσικό, αλλά δεν της έλεγα τίποτα για να μην την απελπίσω περισσότερο. Αναρωτιόμουν επίσης, αν της τύχαινε καμιά υπόθεση, πώς θα τα έβγαζε πέρα με τον αναποδιασμένο χαρακτήρα της και την ελάχιστη πείρα που είχε παλιότερα σε κάποιο δικηγορικό γραφείο.

 

Τέλος πάντων περίμενα υπομονετικά τις εξελίξεις, οι μήνες περνούσαν, το νοίκι έπεφτε κανονικά στον ιδιοκτήτη, πελάτης πουθενά. Μέχρι που πια απελπίστηκε τελείως και ετοιμάστηκε να κλείσει το γραφείο.

 

Και τότε, έγινε το θαύμα και εμφανίστηκε πελάτης. Η Κάκια πέταξε στους ουρανούς. Προετοιμάστηκε όσο καλύτερα μπορούσε για την υπεράσπισή του, έξυπνη ήταν, μορφωμένη ήταν, όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν ήταν και καμιά υπόθεση σπουδαία, για κάποια μικρή χρηματική αποζημίωση επρόκειτο ή κάτι τέτοιο.

 

Τώρα, γιατί εγώ ήμουν επιφυλακτική, δεν ξέρω. Πού πάει ξυπόλυτη στ’ αγκάθια, σκεφτόμουν και επέπληττα τον εαυτό μου για τις απαισιόδοξες σκέψεις μου. Γιατί η Κάκια ήταν μεν αναποδιασμένη, αλλά ήταν και ευαίσθητη. Αν της έλεγαν γιατί είσαι κοντή ή για έχεις τσιριχτή φωνή ή κάτι παρόμοιο, μπορούσε να πέσει στα Τάρταρα. Πώς θα αντιμετώπιζε τον συνήγορο του αντιδίκου της που θα την κανοναρχούσε με σκληρά επιχειρήματα;

 

Τέλος πάντων, η δίκη έγινε κι εγώ την άλλη μέρα πέρασα από το γραφείο της να μάθω τα αποτελέσματα. Η Κάκια μού διηγήθηκε τα καθέκαστα. Φυσικά είχε χάσει τη δίκη. Αλλά αυτό δεν μου προξένησε έκπληξη, το περίμενα.

 

Αυτό που δεν περίμενα και μάλλον κανείς δεν το περίμενε  μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν να δουν την Κάκια να κλαίει. Η Κάκια έβαλε τα κλάματα, γιατί δεν άντεξε τις επιθέσεις του αντίδικού της και του συνηγόρου του. Σάστισε, τα έχασε, πικράθηκε με όσα της καταλόγισαν, ένιωσε αδικημένη, ένιωσε ανίκανη να αντεπιτεθεί και η μόνη της διέξοδος ήταν να βάλει τα κλάματα.

 

Τώρα, να βλέπεις κοτζάμ δικηγόρο να κλαίει, επειδή δεν τα βγάζει πέρα με την υπόθεσή της, δεν είναι και το καλύτερο πράγμα.

 

Και λοιπόν, η Κάκια μετά από αυτό το φιάσκο κατάλαβε ότι δεν ήταν γεννημένη για δικηγόρος. Έκλεισε το μαγαζί και έγινε δικαστίνα. Και πολύ καλή μάλιστα, όπως άκουσα να λένε.

 

(Μικρές ιστορίες)



Δεν υπάρχουν σχόλια: