28/1/25

Επίλογος

 

Μόλις συνήλθα, ήθελα το τσιγαράκι μου.

Με πήγε ο ξάδερφος στις ανδρικές τουαλέτες, ερημιά, κάπνισα μισό τσιγάρο.

 

-Γιώργο, ζαλίζομαι!

 

Μου έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, συνήλθα.

 

Σύντομα κατάλαβα ότι όλοι κάπνιζαν στις βεράντες. Το προσωπικό έκανε τα στραβά μάτια. Σοφοί άνθρωποι.

 

Βράδυ κι ακούω έξω στη βεράντα κάποιον να ανάβει τσιγάρο. Βγαίνω έξω, παγωνιά. Ένας άνδρας κουκουλωμένος καπνίζει. Του κάνω νόημα, μου δίνει ένα πουράκι, μου το ανάβει.

 

Την άλλη μέρα τον αναγνωρίζω. Μένει στον διπλανό θάλαμο και κάνει βόλτες στον διάδρομο με μπανταρισμένο το δεξί του χέρι.

 

Τον έχετε δει όλοι στις ταινίες του Χόλιγουντ. Είναι ο μαφιόζος που συνοδεύει τον αρχηγό του μαζί με άλλους ομοίους του στις ύποπτες δουλειές του. Κουρεμένος και με ρώσικα χαρακτηριστικά. Χμμμ… Νόστιμος.

 

Το απόγευμα βγαίνω στη βεράντα. Είναι εκεί και καπνίζει. Τον καλησπερίζω και κάθομαι απέναντί του. Έχω τα δικά μου τσιγάρα τώρα. Ανάβω ένα και του χαμογελώ. Μου χαμογελά κι αυτός. Κάπως δειλά.

 

Δεν είναι Ρώσος, είναι Ουκρανός που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα. Μιλά καλά ελληνικά και είναι λίγο ντροπαλός. Τεχνίτης σε μια εταιρία. Κάπου ακούμπησε απρόσεχτα, έκανε μια αμυχή, η αμυχή φούσκωσε σιγά σιγά, πρήστηκε όλο του το χέρι. Δεν είναι μαφιόζος. Κρίμα…

 

Τον ξανθό θεό που είδα τις προάλλες τον έχασα. Δε βαριέσαι…

 

Μου έμεινε παρέα μια προβληματική στον ίδιο θάλαμο με μένα. Ευγενέστατη και θρησκόληπτη. Δεν λέμε πολλά. Μόνο μια φορά ήρθε κοντά μου και άρχισε να μου μιλά με χειμαρρώδη λόγο για τον Χριστό. Κάτι δεν μου πήγαινε καλά.

 

«Οι Άγιοι όλοι πέθαναν, είναι νεκροί», μου είπε, «μόνο ο Χριστός αναστήθηκε, μόνο αυτός γύρισε από τον θάνατο στη ζωή».

 

«Είστε Ορθόδοξη;» ρώτησα κάποια στιγμή.

«Αποστολική Εκκλησία», είπε βιαστικά και συνέχισε το λογύδριό της.

 

Μάλιστα. Τι να της πω τώρα, ότι εγώ ανήκω στους αγνωστικιστές; Και μήπως ξέρει τι σημαίνει αυτή η λέξη; Την άφησα να λέει, να της φύγει ο καημός.

 

Της έφυγε ο καημός και μαζί του έφυγε και ο κορονοϊός και με ταχτοποίησε. Δεν κατάλαβα τίποτα, μέχρι που γύρισα στο σπίτι και άρχισε ο βήχας. Ούτε στο νοσοκομείο κατάλαβαν τίποτα. Μου έδιναν Augmentin κι αυτό κράτησε τον κορονοϊό φρόνιμο. Κόλλησα τη γυναίκα που με περιποιείται, την ανιψιά μου και τον ξάδερφό μου. Το ξεπέρασαν σε δυο μέρες. Εγώ βήχω ακόμα.

 

Δεν μου έφταναν δηλαδή όλα τα άλλα, τέλος πάντων.

 

Τι λέγαμε;

 

Για Ουκρανούς που μοιάζουν με μαφιόζους στα στούντιο του Χόλιγουντ. Μια στάλα δροσιάς ο Αντρέι. Πού να’ ξερε ο νεαρός τις μολυσμένες μου σκέψεις.

 

Ο Μενέλαος είναι παρόμοια περίπτωση. Χάιδεψε μια γατούλα, αυτή δεν είχε κέφια εκείνη τη στιγμή, του πάτησε μια δαγκωνιά.  Πρήστηκε το χέρι του, έγινε τούμπανο. Καπνίζουμε στη βεράντα και αγνοούμε την παγωνιά.

 

Περπατώ στον διάδρομο κι ακούω χειροκροτήματα από τους θαλάμους και βλέπω γελαστά πρόσωπα. Όλοι ξέρουν πως κόντεψα να πεθάνω και μάλλον έχουν ακούσει και τις κραυγές μου, τότε που ακόμα ήμουν υπό διάλυση. Τώρα με βλέπουν να περπατώ και μου χαμογελούν φιλικά. Είμαι σαν κι αυτούς, ζωντανή, ανήκω στους ζωντανούς.

 

Πάνε κι έρχονται οι νοσηλεύτριες, γελαστές, ευγενικές, ελέγχουν την κατάστασή μας, μας δίνουν τα φάρμακά μας, κρύβουν τα βάσανά τους τα χρυσά αυτά κορίτσια.

 

Πώς σε λένε; Με ρωτά μία. Της λέω. Πόσων χρονών είσαι; Της λέω. Ποιος είναι αυτός; Ο ξάδερφός μου, της λέω. Πώς τον λένε; Της λέω. Πόσων χρονών είναι; Της λέω.

 

-Καλέ αυτή είναι μια χαρά! Γυρίζει και λέει σε μια άλλη νοσηλεύτρια.

 

Ποιος ξέρει τι εικόνα είχα δώσει, όταν μου έκαναν εισαγωγή. Δεν ρωτώ, δεν θέλω να ξέρω.

 

Αυτό που εγώ θέλω είναι να φύγω, να πάω στο σπίτι μου. Αναβάλλεται δυο φορές το εξιτήριο, γιατί πρέπει να κάνω ακόμα δυο εξετάσεις. Φύλλο και φτερό με έχουν κάνει. Τέτοιο τσεκ απ ούτε στα όνειρά μου.

 

Έρχεται τέλος η πολυπόθητη μέρα. Δυο γιατροί με στήνουν όρθια στον διάδρομο και μου κάνουν ερωτήσεις. Απορούν και οι δύο που είμαι ζωντανή.

 

Μου δίνουν ένα χοντρό φάκελο με όλες τις εξετάσεις μέσα, εκεί αναφέρεται πώς με βρήκαν την πρώτη μέρα, δίνουν οδηγίες τι να κάνω, τώρα που θα πάω σπίτι μου.

 

Το ασθενοφόρο με φέρνει σπίτι μου. Ζωντανή και με σώας τας φρένας.

 

Ποιον να πρωτοευχαριστήσω;

 

Την Έφη, τον ανιψιό μου τον Νίκο, τους δύο αστυνομικούς που με έβγαλαν από την κόλαση, τον Γιώργο τον εξάδελφό μου, τα ανίψια μου που ήρθαν από την Κρήτη, το ΚΑΤ, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές του. Όλοι έβαλαν το χεράκι τους για να μείνω ζωντανή, να είμαι πάλι εδώ, στο σπίτι μου και στην καθημερινότητά μου.

 

Να είμαστε όλοι καλά.



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: