Έρχονται,
μπαίνουν, βγαίνουν οι νοσοκόμες,
όμορφα κορίτσια, γελαστά,
μου δίνουν χάπια,
με τρυπούν και παίρνουν αίμα,
μετρούν την πίεσή μου,
τη θερμοκρασία μου,
το οξυγόνο μου.
Μπαίνω σιγά σιγά
στον γνώριμο κόσμο μου,
γεμίζει ζωή το αίμα μου,
γεμίζουν ζωή η καρδιά και το μυαλό μου,
όλα μου τα όργανα.
Είμαι γεμάτη ζωή.
Και τότε
τον βλέπω,
είναι ψηλός και αδύνατος,
μαλλιά ξανθά σε αλογοουρά,
και νιώθω ξαφνικά μια θηριώδη επιθυμία,
μια άγρια επιθυμία
να τον κρατήσω γυμνό
ανάμεσα στα σκέλια μου,
τίποτα δεν με συγκρατεί,
τον κοιτάζω με θράσος,
του χαμογελώ,
εκείνος δέχεται το βλέμμα μου,
φτιάχνει την αλογοουρά του
στον καθρέφτη του ασανσέρ,
διασταυρώνονται οι ματιές μας στον καθρέφτη.
Μια θηριώδης επιθυμία.
Τον θέλω άγρια, ανείπωτα,
τον θέλω πέρα από κάθε λογική,
όλα τα άλλα έχουν σβήσει.
Τον θέλω.
Γυρίζω αναστατωμένη στο κρεβάτι μου.
Και τώρα ξέρω:
Νίκησε η ζωή,
πάτησε τον θάνατο,
τον πάτησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου