Δεν πάει άλλο, σκέφτηκε.
Ήταν αργά, περασμένες δύο, οι άλλοι
κοιμούνταν.
Γέμισε ένα ποτήρι με νερό, άνοιξε το
μπουκάλι και κοίταξε τα μικρά κίτρινα χάπια.
Πήρε ένα, το κατάπιε με το νερό, μετά άλλο ένα, μετά
άλλο ένα. Μετά άλλο ένα. Τέσσερα.
Σταμάτησε λίγο, δίστασε, έπειτα πήρε άλλο ένα κι άλλο ένα. Έξι. Σταμάτησε πάλι,
έμεινε για λίγο μετέωρος, μετά πήρε άλλο ένα. Εφτά.
Δεν πεθαίνεις με εφτά χάπια. Αλλά
μπορεί και να πεθαίνεις. Πρέπει να πάρω κι άλλα, σκέφτηκε.
Κράτησε στο χέρι του το όγδοο χάπι,
το έπαιξε στα δάχτυλά του.
Δεν μπορώ, όχι, δεν μπορώ.
Έριξε το χάπι πίσω στο μπουκάλι.
Ύστερα πήγε στο μπάνιο και προσπάθησε να ξεράσει. Δεν τα κατάφερε.
Ας γίνει ό,τι θέλει.
Πήγε στο δωμάτιό του και ξάπλωσε στο
κρεβάτι.
Ξύπνησε την άλλη μέρα κατά το
απόγευμα.
Η ζωή συνεχίζεται, σκέφτηκε.
Δεν ένιωσε ούτε χαρά ούτε λύπη.
(Μικρές ιστορίες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου