22/12/18

Ο ελεύθερος χρόνος μας και η βιομηχανία μαζικής ψυχαγωγίας








Ζούμε για να δουλεύουμε ή δουλεύουμε για να ζούμε;

Η απάντηση θεωρείται αυτονόητη: δουλεύουμε για να ζούμε. Δεν ήταν όμως καθόλου αυτονόητη σε παλιότερες εποχές. Και σε ακόμα πιο παλιές εποχές το συγκεκριμένο δίλημμα ήταν ακατανόητο.

Στη φύση δεν τίθεται καν τέτοιο δίλημμα. Ζεις για να δουλεύεις, δηλαδή ζεις για να ψάχνεις όλη μέρα την τροφή σου που θα σε κρατήσει ζωντανό. Αυτό ισχύει για τα υπόλοιπα ζώα, ίσχυε όμως και για τον άνθρωπο, όσο καιρό ήταν σε κατάσταση ζώου.

Μετά ξεκίνησε αργά και δύσκολα ο πολιτισμός. Πάλι όμως ο άνθρωπος ζούσε για να δουλεύει. Αν καθόταν άπραγος, θα πέθαινε από την πείνα. Τέτοιου είδους φιλοσοφικές απορίες δεν είχε, ούτε καν περνούσαν από το μυαλό του. Δουλειά από το πρωί ως το βράδυ, σκληρή δουλειά στα χωράφια, στις θάλασσες, στα βουνά, στα χωριά και στις πόλεις του. Δουλειά και προκοπή, αυτό ήταν το μότο του που έχει φτάσει ως τις μέρες μας.


Κάποιοι πρόκοβαν πολύ και τότε έβαζαν άλλους να δουλεύουν για πάρτη τους. Αυτοί όμως ήταν ελάχιστοι. Η ανθρωπότητα γενικά δούλευε και δούλευε πολύ, εξαντλητικά για να βγάλει τον καθημερινό άρτο. Τον τεμπέλη τον περιφρονούσαν, όπως κάνουμε κι εμείς σήμερα. Τότε τον περιφρονούσαν ακόμα περισσότερο, γιατί για να ζήσει, έτρωγε το ψωμί των άλλων.

Έχει δουλέψει πολύ ο άνθρωπος μέσα στους αιώνες. Και ποτέ δεν διανοήθηκε να σταματήσει να δουλεύει, γιατί ήξερε πολύ καλά τι τον περίμενε στη συνέχεια. Μόνη του ανάπαυλα οι γιορτές που ποτέ δεν ήταν πολλές.


Οι λίγοι εκείνοι που ήταν πλούσιοι και είχαν άλλους, δούλους ή ελεύθερους, να δουλεύουν γι’ αυτούς ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να αξιοποιήσουν με κάποιο άλλο τρόπο τον χρόνο τους. Συνήθως τον αξιοποιούσαν με γλέντια και χαρές, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που προτιμούσαν να ασχοληθούν με ευγενέστερα πράγματα, όπως είναι η μελέτη της φύσης, η φιλοσοφία, η αστρονομία, τα μαθηματικά, η ποίηση και οι άλλες τέχνες. Ουσιαστικά ο πολιτισμός ξεκίνησε από αυτούς τους εύπορους φιλοπερίεργους και ευαίσθητους ανθρώπους που αξιοποίησαν τον ελεύθερο χρόνο τους με τον καλύτερο τρόπο.

Οι υπόλοιποι, οι μάζες, τα εκατομμύρια των ανθρώπων γεννιούνταν και πέθαιναν δουλεύοντας και δεν κάθονταν να αναρωτηθούν, αν ζούσαν για να δουλεύουν ή αν δούλευαν για να ζήσουν. Για όλους αυτούς το πράγμα ήταν ξεκάθαρο: ζούσαν για να δουλεύουν. Αν δεν δούλευαν, θα πέθαιναν της πείνας. Τελεία και παύλα.

Έτσι η δουλειά, η εργασία απέχτησε την αναμενόμενη ιερότητα:

Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω.
Τα αγαθά κόποις κτώνται.
Η δουλειά δεν είναι ντροπή.

Και η τεμπελιά στιγματίζεται:

Αργία μήτηρ πάσης κακίας.
Έργον δ’ ουδέν όνειδος, αεργίη δε τ’ όνειδος.


Το δίλημμα, αν ζούμε για να δουλεύουμε ή αν δουλεύουμε για να ζούμε, αφορά κυρίως τον σύγχρονο άνθρωπο, δηλαδή τις μάζες της εποχής μας και συγκεκριμένα τις μάζες που ανήκουν στις εύπορες κοινωνίες. Διότι στις φτωχές χώρες τέτοιο δίλημμα δεν τίθεται. Εκεί ο κόσμος, όπως και στους περασμένους αιώνες, συνεχίζει να δουλεύει σαν υποζύγιο και έχει άλλου τύπου υπαρξιακά ερωτήματα, όπως πχ αν θα έχει και την επόμενη μέρα ψωμί να φάει αυτός και τα παιδιά του.

Στις εύπορες λοιπόν κοινωνίες μας οι μάζες ανακάλυψαν αυτό που λέμε «ελεύθερος χρόνος». Όταν οι μηχανές άρχισαν να παίρνουν τη θέση του εργάτη, διάφοροι διανοούμενοι αναρωτήθηκαν πώς θα αξιοποιούσαν οι μάζες τον ελεύθερο χρόνο που τώρα θα είχαν στη διάθεσή τους. Ανησυχούσαν μάλιστα ότι αυτός ο ελεύθερος χρόνος θα εχρησιμοποιείτο με τον χειρότερο τρόπο από ανθρώπους γενικά άξεστους και χωρίς ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, όπως πχ με πιοτό και μεθύσι. Σ’ αυτό το τελευταίο δεν είχαν και πολύ άδικο, καθώς βλέπουμε σήμερα πώς περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους πολλοί κάτοικοι των βορείων χωρών: πάνε στα μπαρ και πίνουν μέχρι τελικής πτώσεως.

Ωστόσο οι ανησυχίες τους σε γενικές γραμμές δεν επαληθεύτηκαν, διότι συνέβη η εξής πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη: αναπτύχθηκε ραγδαία και με τη βοήθεια της τεχνολογίας (αυτής που εφηύρε και τις μηχανές στα εργοστάσια) η βιομηχανία του θεάματος που απορρόφησε το ενδιαφέρον των μαζών.

Ο κινηματογράφος, οι μουσικές και οι αθλητικές εκδηλώσεις βρέθηκαν στις πρώτες θέσεις. Είδωλα αναφάνηκαν και λατρεύτηκαν από τις μάζες που έτρεχαν να τα δουν από κοντά ή καθηλώνονταν στις οθόνες των κινηματογραφικών αιθουσών για να απολαύσουν τα έργα τους.

Οι κινηματογράφοι έγιναν το προσφιλές καταφύγιο των μαζών, όπου περνούσαν πολύ ευχάριστα τον ελεύθερο χρόνο τους. Οι θεατρικές αίθουσες πολλαπλασιάστηκαν, τα κάθε είδους ψυχαγωγικά κέντρα το ίδιο, ομοίως τα κάθε είδους έντυπα, εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία. Άρχισαν να οργανώνονται εκδρομές και ταξίδια όλο και πιο μακρινά, όλο και πιο εξωτικά.






Μάζες μετακινούνται σήμερα από τη μια μεριά του κόσμου στην άλλη - ο μαζικός τουρισμός είναι φαινόμενο του καιρού μας. Με την ευκαιρία αυτή εκατομμύρια άνθρωποι επισκέπτονται τα μουσεία μακρινών χωρών και θαυμάζουν εκθέματα που στο παρελθόν τα ήξεραν μόνο οι ειδικοί.

Το ιδιωτικό αυτοκίνητο, πολυτελές απόκτημα των πλουσίων, μέσα σε λίγες δεκαετίες έγινε κτήμα των μαζών. Με αυτό τώρα μπορούν να κάνουν αποδράσεις στη φύση, στα βουνά, στις θάλασσες, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, παντού. Οι μάζες αποχτούν χόμπι, ενδιαφέροντα, εξερευνούν, ψαρεύουν, κυνηγούν, μελετούν τη φύση, διανυκτερεύουν σε κάμπινγκ. Για χάρη τους ανοίγονται νέοι δρόμοι, ώστε να μπορούν να ταξιδεύουν όπου θέλουν, όποτε θέλουν, όπως θέλουν.



Κορυφαία στη βιομηχανία αυτή της μαζικής ψυχαγωγίας η τηλεόραση. Οι μάζες καθηλώνονται με τις ώρες μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες. Και τώρα πρόσφατα έχουμε και το διαδίκτυο, κορυφαίο κι αυτό βιομηχανικό προϊόν για χρήση των μαζών.



Τίποτε από τα παραπάνω δεν θα είχε ευδοκιμήσει, αν οι μάζες δεν είχαν ελεύθερο χρόνο. Το διαδίκτυο, η τηλεόραση, το αυτοκίνητο και τα άλλα προϊόντα της τεχνολογίας που τώρα παράγονται μαζικά, θα ήταν κτήμα των ελάχιστων πλούσιων, η παραγωγή τους θα ήταν καχεκτική και η χρήση τους θα είχε ελάχιστο ενδιαφέρον.

Οι διανοούμενοι επομένως εκείνοι που ανησυχούσαν, μήπως οι μάζες έχοντας πολύ ελεύθερο χρόνο, θα γίνονταν ίσως επικίνδυνες και οπωσδήποτε θα σάπιζαν στην απραξία, έπεσαν έξω. Δεν είχαν υπολογίσει ότι παράλληλα με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου θα εμφανιζόταν και η αντίστοιχη βιομηχανία που θα απασχολούσε τις μάζες με παντοίους τρόπους.

Και είναι αλήθεια ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της η βιομηχανία αυτή κρατά τις μάζες ήσυχες και κατά κάποιο τρόπο ναρκωμένες, από την άλλη όμως συμβαίνει και να τις αφυπνίζει σε πολλές περιπτώσεις.

Έτσι παρατηρούμε σήμερα μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση των πολλών και απλών ανθρώπων σε διάφορα θέματα που ταλανίζουν τον πλανήτη, έχουμε κινητοποιήσεις, διαμαρτυρίες και αιτήματα, πράγματα που ήταν δύσκολο -όχι όμως και αδύνατο - να συμβούν στο παρελθόν, όταν ο κόσμος δούλευε από το πρωί ως το βράδυ για ένα κομμάτι ψωμί και έτρεμε μην το χάσει κι αυτό. Έπρεπε να γίνει η ζωή αβίωτη για να ξεσηκωθούν οι άνθρωποι τότε.

Παράλληλα παρατηρούμε ότι πολλοί αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους με επιμόρφωση ή με δραστηριότητες που ανακουφίζουν άλλους ανθρώπους από τις δυσκολίες τους. Ο εθελοντισμός είναι αποτέλεσμα αυτού του ελευθέρου χρόνου που απολαμβάνουμε οι σημερινοί άνθρωποι.

Και έτσι, φτάσαμε αναπόφευκτα και στο υπαρξιακό ερώτημα: ζούμε για να δουλεύουμε ή δουλεύουμε για να ζούμε; Ερώτημα που προέκυψε τώρα που έχουμε επιτέλους ελεύθερο χρόνο και έχουμε την απαίτηση να τον αξιοποιήσουμε με τον τρόπο που εμείς θέλουμε.

Μολονότι υπάρχουν και οι εργασιομανείς και οι ψυχαναγκαστικοί που ζουν για να δουλεύουν, ο περισσότερος κόσμος προτιμά να δουλεύει λίγο -  αν μάλιστα γίνεται, να μη δουλεύει καθόλου - και να ασχολείται με ό,τι του αρέσει.

Αυτή είναι μια πολυτέλεια του καιρού μας, μια πολυτέλεια των ανεπτυγμένων κοινωνιών που έρχεται σε αντίθεση με τη φύση. Υπάρχουν περιοχές στην Αφρική που οι γυναίκες περιφέρονται όλη την ημέρα μαζεύοντας ξύλα για να μαγειρέψουν το φαγητό της οικογένειας το βράδυ.

Θα κλείσω με δυο ρήσεις σχετικές με τη δουλειά που εκφράζουν την εποχή μας:

«Η δουλειά είναι το καταφύγιο των ανθρώπων που δεν έχουν να κάνουν τίποτε άλλο» (Oscar Wilde).

«Κανένας δεν είπε πεθαίνοντας: μακάρι να είχα περάσει περισσότερες ώρες στο γραφείο» (Paul Tsongas, Ελληνοαμερικανός γερουσιαστής).





Δεν υπάρχουν σχόλια: