17/3/15

"Τα δεδομένα"







Καλέ μου Θεέ,

κατ’ αρχήν δεν ξέρω, αν είσαι καλός κι αν είσαι και θεός, επίσης έχω σοβαρές αμφιβολίες, αν είσαι υπαρκτός και ακούς την προσευχή μου. Ωστόσο  δεν έχω άλλη επιλογή, πρέπει να προσευχηθώ σε σένα, γιατί σε κάποιον πρέπει να απευθυνθώ και από μικρή με μάθανε ότι η προσευχή είναι καθήκον και δικαίωμά μου, όπως περίπου είναι και η ψήφος μου.

Εννοώ ότι όλοι μας πρέπει να προσφεύγουμε στον Άρχοντα του Κόσμου και να του λέμε τα παράπονά μας, να του εκφράζουμε επίσης τις ευχαριστίες μας και γενικώς να έχουμε μια τακτική και καλή επικοινωνία μαζί του, όπως κάνουμε και με το Δήμαρχο της πόλης μας – σε άλλη εννοείται κλίμακα.


Λοιπόν, καλέ μου Θεέ - που  δεν ξέρω αν είσαι καλός, αν είσαι θεός κι αν είσαι και υπαρκτός  - πρώτα πρώτα  θέλω να σε παρακαλέσω, αν γίνεται φυσικά, να μη μου αφαιρέσεις κανένα άλλο δεδομένο μου, διότι ήδη βρίσκομαι πάνω στη διαχωριστική γραμμή και βλέπω από την άλλη μεριά να σαλεύουν οι εφιάλτες που ξαναπήραν τα πάνω τους και ετοιμάζονται να με ζώσουν σαν χταπόδι. Γι αυτό πολύ σε παρακαλώ, μη μου αφαιρέσεις κανένα από τα ήδη ελάχιστα δεδομένα μου, γιατί μετά μ΄ έχασες από πιστό οπαδό, θα γίνω οπαδός του θανάτου, καταλαβαίνεις τι εννοώ.

Γνωρίζω βέβαια ότι η απώλειά μου δεν πρόκειται να επηρεάσει το θείο σου σχέδιο, διότι πίσω από μένα έρχονται αναρίθμητοι όμοιοί μου και μάλιστα με πολύ περισσότερα και καλύτερης ποιότητας δεδομένα, οπότε το θείο σχέδιο θα προχωρήσει με ασφάλεια προς την επιτυχή του ολοκλήρωση.

Ωστόσο μια και μου παραχώρησες ένα απειροελάχιστο χωροχρόνο, ξέρω ότι δεν θα θέλεις να σπαταληθεί αυτός άσκοπα, δηλαδή κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ εδώ πέρα που με υλοποίησες, έστω και με τα ελάχιστα δεδομένα μου. Γι αυτό σε παρακαλώ πολύ προστάτεψέ τα  και μην τα αφήσεις να εκπέσουν σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο ή, ακόμα χειρότερα, μη μου τα εξαφανίσεις.

Όπως καλά γνωρίζεις, ίσα ίσα που αναπνέω. Ο ζωτικός μου χώρος έχει στενέψει τελευταία πάρα πολύ και με δυσκολία μπορώ να κάνω μερικά βηματάκια πάνω κάτω. Ο ορίζοντάς μου επίσης έχει κατέβει πολύ χαμηλά, γι αυτό και δεν μπορώ να κάνω σχέδια για το μέλλον εκτός μόνο για την επόμενη, έστω και τη μεθεπόμενη μέρα. Το καθρεφτάκι που έχω από αλλοτινούς καιρούς έχει θαμπώσει πια και μου στέλνει ένα είδωλο  που δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω.

Φυσικά αυτό που βλέπω μέσα στο καθρεφτάκι είμαι εγώ και μαζί με μένα βλέπω και τα δεδομένα που μου απέμειναν και τρομάζω. Παρ’ όλ’ αυτά έχω προσαρμοστεί - αυτή την αρετή εσύ μας την έχεις χαρίσει-  έχω προσαρμοστεί και μπορώ να υπάρχω κι έτσι λειψή, σχεδόν μισή και με πολλές κούφιες κοιλότητες, εκεί που παλιά υπήρχαν κάποια δεδομένα που τώρα δεν υπάρχουν πια.

Η αλήθεια είναι ότι εγώ ποτέ δεν υπήρξα αγαπημένο σου παιδί. Αυτό το κατάλαβα πολύ νωρίς, από τότε που απέχτησα συνείδηση του εαυτού μου και  του κόσμου που με περιέβαλλε και έκανα υποχρεωτικά τις συγκρίσεις και έβλεπα τις διαφορές.

Αλλά πάλι  ποτέ δεν διανοήθηκα να σου παραπονεθώ, επειδή έβλεπα ότι κι άλλοι πολλοί ήταν αποπαίδια σου και μάλιστα σε χειρότερη μοίρα από μένα, οπότε εγώ έπρεπε να είμαι και ευχαριστημένη που είχα τα πόδια και τα χέρια και τα μάτια μου και τα υπόλοιπα γενικώς μέλη μου σε καλή κατάσταση κι ας μην ήταν όμορφα, ας ήταν μάλιστα μερικά από αυτά και αποκρουστικά, τουλάχιστον εγώ τα είχα, ενώ άλλοι δεν τα διέθεταν καθόλου, και τους έβλεπα να σέρνονται στα δεκανίκια, να περπατούν ψαχουλεύοντας μέσα στο αιώνιο σκοτάδι  ή να σαπίζουν αργά στα κρεβάτια  και στα νοσοκομεία.

Γι αυτό  κάθε βράδυ που στεκόμουν μπροστά στη συμβατική εικόνα σου – πολύ χαρακτηριστική πάντως, ήσουν ένας θεός σταυρωμένος, δηλαδή το σύμβολο όλων όσων είχαν γεννηθεί ως αποπαίδια, άρα και η ελπίδα και η παρηγορία μας – κάθε βράδυ λοιπόν που στεκόμουν μπροστά στη συμβατική εικόνα σου και σου μιλούσα- δηλαδή προσευχόμουν, όπως ορίζει η γλώσσα μας- σου έλεγα πολύ ωραία και γλυκά πράγματα.

Ήσουν κι εσύ πολύ γλυκός έτσι όπως σε είχαν ζωγραφίσει οι άνθρωποι, δεν πέρναγε καν από του νου μου να διαμαρτυρηθώ για τα κακής ποιότητας δεδομένα μου, σου ζητούσα όμως να μου τα αυξήσεις, με τη γνωστή τάση πλεονεξίας που έχουμε οι άνθρωποι, όχι πως απαιτούσα και τίποτα υπερβολές - γιατί εσύ τότε μπορεί να θύμωνες και να με αγνοούσες εντελώς-  καθημερινά πράγματα σου ζητούσα, μικρές και αδιόρατες αλλαγές που θα έδιναν στη ζωή μου λίγη ευχαρίστηση και φυσικά δεν παρέλειπα να σου εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου  για ό,τι  μου είχες ήδη δώσει ή μάλλον για ό,τι ακόμα δεν μου είχες αφαιρέσει και δεν με είχες υποβιβάσει στην αμέσως χαμηλότερη κατηγορία, αυτή των αναπήρων και των επαιτών.

Ποτέ δεν πέρασε από το απλοϊκό μυαλό μου η απορία ή ο θυμός για την τόσο αντιδημοκρατική, καλύτερα φασιστική, μεταχείρισή σου απέναντί μας.
Υστερόβουλα ίσως και με ανείπωτο τρόμο  για τις πιθανότητες που με μια ελάχιστη απόκλιση της βούλησής σου ήταν δυνατόν να με περιλούσουν και να  αφαιρέσουν τα φτωχά μου δεδομένα, προσευχόμουν σε σένα να με διατηρείς ζωντανή και με ακέραιη την υπόστασή μου και σε ευχαριστούσα εκ βαθέων για ό,τι ήδη διέθετα, κάνοντας πως δεν βλέπω τα αγαπημένα σου παιδιά, που τόσο τα είχες ευνοήσει και ευλογήσει, τα αστραφτερά, ευτυχισμένα σου παιδιά που με αλαζονικό βλέμμα περνούσαν από μπροστά μου περιφέροντας τα άφθονα δεδομένα τους, τα προκλητικά, τα πολλαπλάσια δεδομένα τους.

Κάποτε όμως σταμάτησα να σου μιλώ. Ήταν τότε που ασυγκίνητος στις παρακλήσεις μου μού αφαίρεσες δυο τρία δεδομένα από εκείνα που θεωρούσα πολύτιμα. Βρέθηκα τότε στον κόσμο με τις πρώτες κούφιες μου κοιλότητες και ήταν δύσκολο να κρυφτώ, όλος ο κόσμος τις έβλεπε και μετά εγώ έβλεπα το βλέμμα του κόσμου και ήταν κάτι ανυπόφορο, αναγκάστηκα να κλειστώ στο σπίτι μου και να μη βγαίνω για να μη βλέπουν οι άνθρωποι με πόσο λίγα δεδομένα υπήρχα σ’ αυτόν τον κόσμο. Πάλι ασφαλώς δούλευα στο θείο σου σχέδιο, αλλιώς θα με είχες ξαποστείλει στο Μηδέν, αν και δεν μπορώ να ξέρω τι ακριβώς δουλειά σού έκανα, αυτό μόνο εσύ το ξέρεις.

Σκέφτομαι τώρα, αν δεν με είχες υλοποιήσει στο συγκεκριμένο χωροχρόνο μου, τι κενό θα είχε δημιουργηθεί και ποιοι θα το κάλυπταν:

Πήρα τη θέση κάποιου άλλου στην κρατική μηχανή, όταν διορίστηκα δημόσιος υπάλληλος, πλούτισα τις καπνοβιομηχανίες με μια περιουσία που θα αντιστοιχεί πάνω κάτω σε ένα-δυο καλά ακίνητα, έδωσα ηδονή σε πολλούς άνδρες, ηδονή που  στερήθηκαν πολλές άλλες γυναίκες, παντρεύτηκα κάποιον και εξαιτίας μου μια άλλη γυναίκα έμεινε ανύπαντρη, τραυμάτισα έναν άνθρωπο με το αυτοκίνητό μου και του αφαίρεσα ένα δεδομένο από την αρτιμέλειά του, επίσης απασχόλησα τα δικαστήρια με αυτή την υπόθεση και έδωσα ψωμί σε ένα δικηγόρο, κατανάλωσα τόνους κρέατος που σημαίνει ότι χιλιάδες ζώα σφάχτηκαν για χάρη μου και χιλιάδες εργαζόμενοι, κτηνοτρόφοι, σφαγείς, κρεοπώλες, εστιάτορες και σερβιτόροι κέρδισαν κατιτίς από μένα και βέβαια δεν μπορώ να υπολογίσω τα αμέτρητα περιστατικά που κάποιος λόγος μου, κάποια χειρονομία ή έκφραση του προσώπου μου προκάλεσαν αλυσιδωτές αντιδράσεις που ίσως περιέτρεξαν όλο τον πλανήτη.

Επομένως σού ήμουν χρήσιμη, μολονότι δεν γνωρίζω το ακριβές σου σχέδιο.

Και εξακολουθώ να σού είμαι χρήσιμη.

Αν και τα δεδομένα μου, όσο περνά ο καιρός, όλο και λιγοστεύουν. Πληθαίνουν οι κούφιες μου κοιλότητες, καθώς ο χωροχρόνος μου στενεύει γύρω μου.

 Είναι χρόνια τώρα που έχω πάψει να ελπίζω σε αύξηση των δεδομένων μου. Αντίθετα η μόνη μου αγωνία είναι να διατηρήσω τα υπάρχοντα για όσο γίνεται περισσότερο καιρό. Αλλά αυτά έχουν προδιαγεγραμμένη πορεία: ό,τι κι αν κάνω, όταν έρθει η στιγμή, ξεγλιστρούν και χάνονται για πάντα.

Θέλω να πω ότι πολύ αργά κατάλαβα την αλήθεια. Ότι τα δεδομένα δεν είναι αποτέλεσμα της Χάρης σου για μας, ότι είναι μόνο απλή προϋπόθεση. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει τίποτα, άρα το θείο σου σχέδιο θα πήγαινε στο βρόντο. Θέλω να πω ότι είσαι υποχρεωμένος να μας εφοδιάσεις με  αυτά, είτε σ’ αρέσει είτε όχι. Δεν γίνεται αλλιώς.

 Εσύ πάλι μας τα μοιράζεις τσιγκούνικα, αν και μερικές φορές σε κυριεύει η γενναιοδωρία και κάποιοι τυχεροί επωφελούνται.

Έχοντας λοιπόν ως εφόδιο τα δεδομένα που μας έδωσες δουλεύουμε σαν καλοί εργάτες τον καμβά σου. Δουλεύουμε θέλουμε δεν θέλουμε, άλλωστε για ποιο λόγο μάς έχεις υλοποιήσει;

Στη διαδρομή βλέπουμε τα δεδομένα μας να μάς αφαιρούνται σιγά σιγά. Μερικές φορές μας αφαιρούνται και απότομα. Αλλά για σένα βέβαια αυτό δεν είναι πρόβλημα. Διότι άλλοι έρχονται πίσω από μας για να πιάσουν δουλειά.

Όμως εμείς, όσο τα δεδομένα μας το επιτρέπουν, συνεχίζουμε ακούραστοι το έργο σου. Κουτσοί, τυφλοί, παραμορφωμένοι, χωρίς μυαλό, άστεγοι, επαίτες, εγκληματίες, νοικοκυρές, βιοπαλαιστές, κυβερνήτες, επιστήμονες ή παρανοϊκοί εφευρέτες δουλεύουμε ακατάπαυστα στο σχέδιό σου και επιμένουμε να φρουρούμε τα ελάχιστα δεδομένα που μας έχουν απομείνει.

Επειδή αυτά είμαστε εμείς.

Αλλά κι αυτά  κάποια στιγμή μας εγκαταλείπουν. Μένουμε τελικά με τόσο λίγα που είναι αδύνατο να συνεχίσουμε την αποστολή μας. Και τότε γράφεις πάνω στο κορμί μας με τον τεράστιο μαρκαδόρο σου ένα μαύρο Χ.  Και μας διαγράφεις.

Έτσι λοιπόν τώρα, καλέ μου Θεέ, που δεν ξέρω αν είσαι καλός, αν είσαι θεός κι αν υπάρχεις καθόλου και μ’ ακούς, με έφερες σιγά σιγά σ’ αυτήν εδώ τη θέση.

Δεν έχω καμιά πρόθεση να σε ευχαριστήσω, όπως καταλαβαίνεις. Αντίθετα  εσύ θα έπρεπε να με ευχαριστήσεις για τη δουλειά που σου έχω ως τώρα προσφέρει, αν και το ξέρω ότι εσύ δεν ευχαριστείς κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό σου. Αλλά μια και αυτό που προσπαθώ τώρα εδώ να κάνω είναι ένα είδος προσευχής, επικοινωνίας δηλαδή, και μια και ποτέ κανείς δεν ξέρει σε ποια διάθεση βρίσκεσαι την ώρα της επικοινωνίας, εγώ ποντάρω στην καλή μου τύχη, που ποτέ δεν είχα, και σου ζητώ, όχι σπουδαία πράγματα, σου ζητώ αυτά που ζητούν γενικά οι ταπεινοί άνθρωποι, να μ’ αφήσεις δηλαδή να ζήσω στον υπόλοιπο χρόνο  μου  με τα δεδομένα που μου έχουν απομείνει.

 Έχω προσαρμοστεί, όπως σου είπα παραπάνω, και μπορώ να επιβιώνω με την απλή αναπνοή και τα μικρά βηματάκια μου πάνω κάτω, καθώς και με τα βραχυπρόθεσμα προγράμματά μου των δύο-τριών ημερών και βέβαια σε αντάλλαγμα εγώ δουλεύω το σχέδιό σου, όποιο κι αν είναι αυτό, το δουλεύω έτσι κι αλλιώς.

Ωστόσο, καλέ μου Θεέ, που κατά βάθος ξέρω ότι είσαι απαλλαγμένος από την ιδιότητα του καλού, όπως επίσης ξέρω ότι είσαι απαλλαγμένος και από την ιδιότητα του θείου και φυσικά δεν ακούς την προσευχή μου, επειδή είσαι απαλλαγμένος και από κάθε μορφή ύπαρξης, ωστόσο εγώ, επειδή δεν είμαι απαλλαγμένη από την ύπαρξή μου και επειδή έχω  γνώση της ιδιότητας του καλού, όμως εκεί που λέει "θεός" έχω μια κούφια κοιλότητα, θα συνεχίσω μόνη μου, χωρίς τη βοήθειά σου, να αγωνίζομαι για τα ελάχιστα δεδομένα μου γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι  στο τέλος θα τα χάσω όλα και μένοντας έτσι χωρίς τις προϋποθέσεις μου, θα υποστώ τη γνωστή αναστροφή και θα εξαερωθώ.

Αλλά είναι ευκαιρία, εφόσον δεν ακούς την προσευχή μου, για τους λόγους που ήδη σου ανέλυσα παραπάνω, είναι ευκαιρία τώρα, εφόσον δεν κινδυνεύω από τις μεταπτώσεις της βούλησής σου,  να σου εκφράσω όλη μου την οργή για τα ιδιοτελή σου έργα και προ πάντων για την αχαριστία σου, καθώς και όλη μου την απέχθεια για τις φασιστικές και κτηνώδεις μεθόδους που μετέρχεσαι.

Επίσης θέλω  να εκφράσω όλη μου τη συμπάθεια προς τα αγαπημένα σου παιδιά, αυτά που τώρα περιφέρουν αλαζονικά τα πλούσια δεδομένα τους, χωρίς να υποψιάζονται ότι πιο κάτω τα περιμένει ο τρομακτικός πόνος της αφαίρεσής τους. Υποψιάζομαι μάλιστα, μήπως αυτά τα παιδιά σου είναι ακόμα πιο αδικημένα από εμάς, που γεννηθήκαμε εξ αρχής με ελάχιστα δεδομένα, διότι, ναι μεν χάρηκαν τη ζωή, όσο δεν μπορούμε εμείς οι ξεπεσμένοι ούτε να ονειρευτούμε, όμως, σκέφτομαι πόσο σκληρό είναι να διανύεις τη ζωή μέσα σε άκρατη αλαζονεία, και μετά να φτάνεις στο γνωστό μοιραίο σημείο, όπου αρχίζει η σταδιακή αφαίρεση των δεδομένων. Νομίζω πως αυτό είναι αφάνταστα πιο αποτρόπαιο από τη δική μας ταπεινή χαμοζωή, διότι εμείς έχουμε εθιστεί να ζούμε έτσι, αυτοί όμως όχι.

Σε τελική ανάλυση πιστεύω, αγαπητέ Θεέ, ότι ούτε αυτά τα προνομιούχα παιδιά σου αγαπάς, κανέναν δεν αγαπάς, εκτός ίσως από τον εαυτό σου, μπορεί όμως ούτε και τον εαυτό σου, διότι, σκέφτομαι, ότι μια ανώτερη δύναμη που κινείται με τόση σοφία, δεν έχει ανάγκη συναισθημάτων που είναι δείγμα αδυναμίας, ας πούμε εσύ δεν είναι δυνατόν να νιώθεις φόβο ή ανασφάλεια ή ταραχή ή μίσος, άρα ούτε και τα αντίθετά τους είναι δυνατόν να νιώθεις, δηλαδή αγάπη, οίκτο, συμπάθεια, φιλία, διότι δεν γίνεται να έχεις τα μισά συναισθήματα ή όλα θα τα έχεις ή τίποτα. Και πιστεύω ότι δεν έχεις τίποτα.

Εν κατακλείδι και για να τελειώνω, φίλτατε Θεέ, άδικα προσπαθούμε να σε χωρέσουμε στη λογική μας, εσύ πάντα βρίσκεσαι απέξω, γιατί είσαι ένα ον ακατάληπτο, τόσο ακατάληπτο που μπορούμε να λέμε για σένα ό,τι μας κατέβει και ό,τι μας βολεύει, τόσο ακατάληπτο που είναι σαν να μην υπάρχεις για το δικό μας νου, τόσο ακατάληπτο που τελικά μας έχεις απολύτως απογοητεύσει.
Κρίμα.
Λυπούμεθα πολύ για σένα.
Περιμέναμε εκ μέρους σου μια άλλη συμπεριφορά.

Κλείνω εδώ την προσευχή μου με μία μόνο παρατήρηση ακόμα: Από την ώρα που ξεκίνησα να σου μιλώ μέχρι τώρα που τελειώνω αυτό το μονόλογο, έχασα ένα ακόμα μικρό δεδομένο μου, εννοώ μίκρυνε ο χρόνος μου κατά μία-δύο ώρες και ήρθα λίγο πιο κοντά σε κείνο το Χ που λέγαμε και αναρωτιέμαι αν άξιζε τον κόπο που σου απηύθυνα το λόγο, εφόσον εσύ έτσι κι αλλιώς είσαι ανύπαρκτος. Πάλι όμως σκέφτομαι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ήρθα και λίγο πιο κοντά σε σένα, θέλω να πω ότι  πλησίασα κατά μία-δύο ώρες εκείνη την κατάσταση , στην οποία βρίσκεσαι κι εσύ, την ανυπαρξία εννοώ.

Λοιπόν αυτή είναι και η τελευταία προσευχή μου προς εσένα, αγαπητέ μου Θεέ. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε, όταν θα συναντηθούμε. Πάω τώρα να δω πώς θα τη βγάλω σήμερα τη μέρα μ’ αυτά τα ελάχιστα δεδομένα που μου έχουν απομείνει.

Κάτι ακόμα, συγγνώμη που το ξέχασα:

Αυτό το δεδομένο, την ελπίδα εννοώ, γιατί δεν μου το αφαιρείς;


Από τη συλλογή διηγημάτων «Οι πόρτες». Εκδ. Ιωλκός.

Δημοσιεύτηκε στην:



Δεν υπάρχουν σχόλια: