Ανήμερα της Μεγάλης Γιορτής, χαμένος σ’ ένα λιμάνι στην άλλη άκρη του κόσμου, παγωμένος μέσα κι έξω και βαθιά νοσταλγώντας – πρώτη φορά τόσο μακριά από την πατρίδα και τόσο πολύ πονώντας – με όλα ξεχασμένα: τις αλητείες, τα μεθυσμένα ξενύχτια , τις άγριες φιλονικίες με τη μάνα, τις βαριές κουβέντες, την ασωτία, τους ξυλοδαρμούς και τα δακτυλικά αποτυπώματα στην ασφάλεια, όλα αυτά τώρα ξεχασμένα, στην άλλη άκρη του κόσμου, πρώτη φορά τόσο μόνος και τόσο πολύ πονώντας, ανήμερα της Μεγάλης Γιορτής τηλεφώνησε στην πατρίδα κι έκλαιγε.
«Μάνα», έλεγε στο ακουστικό, «μην κλαις, είμαι καλά» κι έκλαιγε, «είμαι καλά», έλεγε στο ακουστικό και «μάνα», ξανάλεγε, «μάνα», έλεγε, «σ’ ακούω που κλαις, μην κλαις», έλεγε - όλα λάθος τότε τοποθετημένα και τώρα αποδοκιμασμένα και με πόνο βαθύ αναθεωρημένα - «μην κλαις, είμαι καλά, μάνα» έλεγε κι έκλαιγε.
Βγήκε ύστερα έξω ένα χαμένο πουλί και περπάτησε στους άγνωστους δρόμους σκουπίζοντας παρηγορημένος τα δάκρυά του, χωρίς να ξέρει ευτυχώς, χωρίς να ξέρει ότι η μάνα στην πατρίδα δεν έκλαιγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου