9/3/25

Ο κόσμος του Τρόμου

 


 

Πας για μια εξέταση ρουτίνας και σου λέει ο γιατρός "ο αριστερός σας πνεύμονας είναι γεμάτος νερό". Λες από μέσα σου "τώρα δεν τη γλιτώνω, ας κάνω όσο πιο γρήγορα γίνεται".

 

"Τώρα" λες, "τώρα αφαιρέστε το νερό και χωρίς αναβολή."

 

Σου κάνουν παρακέντηση, βγάζουν το υγρό. "Ναι, αλλά θα μείνετε μια μέρα μέσα". "Να μείνω" λες. Και μένεις πέντε μέρες. Εντάξει, είναι ιδιωτική κλινική, οι άνθρωποι θέλουν τα λεφτά σου.

 

Εγώ εν τω μεταξύ αρνάκι του Θεού. Ό,τι μου λένε το κάνω.

 

"Α, είναι πολύ επιθετική", λένε οι αρμόδιοι στους δικούς μου. "Δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας".

 

Και τότε μπαίνει μπροστά το βαρύ πυροβολικό: δυνατά ψυχοφάρμακα. "Για να κάτσει ήσυχη", λένε οι αρμόδιοι.

 

Πέντε μέρες καθόμουν ήσυχη, κοιμόμουν συνέχεια. Έρχονταν οι δικοί μου να με δουν, κοιμόμουν. Πότε πότε άνοιγα τα μάτια, μετά τα ξανάκλεινα και έπεφτα σε βαθύ ύπνο.

 

Εγώ το αρνί του Θεού. Και να περνούν οι μέρες. Και αύριο θα φύγεις. Και ξανά: αύριο θα φύγεις. Και ξανά. Και ξανά.

 

Το κρεβάτι παιδικό, στενό. Κάγκελα γύρω γύρω και τα πόδια πέντε μέρες λυγισμένα για να χωρέσουν.

 

Κι εγώ δεν ήμουν πια εκεί. Ήμουν σε ένα περίεργο δωμάτιο, γεμάτο βαριά, σιδερένια πράγματα, ήταν αδύνατο να πατήσω στο πάτωμα τα πόδια μου. Εγκλωβισμένη, ακίνητη. Και μόνη. Καμιά φορά εμφανιζόταν κάποια νοσοκόμα. Της ζητούσα να με βάλει για λίγο να καθίσω σε καρέκλα τουλάχιστον. "Αυτό απαγορεύεται", μου απαντούσε, "μπορεί να πέσεις και να χτυπήσεις και δεν θα πληρώσω εγώ είκοσι χρόνια φυλακή για χάρη σου".

 

Ξαφνικά μέσα στη μαύρη νύχτα άναβαν τα φώτα και μια νοσοκόμα με γλυκά λογάκια με μπούκωνε με χάπια. Το στόμα μου θεόπικρο.΄Έπειτα έσβηναν ξανά τα φώτα. Ολομόναχη. Σε ένα δωμάτιο όπου δεν μπορούσα να κουνηθώ.


Πραγματικότητα και παραίσθηση είχαν γίνει ένα. Πραγματικότητά μου ήταν τώρα η παραίσθηση. Ο παλιός, γνωστός κόσμος είχε χαθεί.

 

Τι θέλουν από μένα; Αναρωτιόμουν. Οι απαντήσεις που έδινα στον εαυτό μου ήταν όλες φριχτές: Κάνουν πειράματα, το διασκεδάζουν, στο τέλος θα με σκοτώσουν.

 

Προσπαθούσα με το λίγο λογικό μυαλό που μου είχε απομείνει να σκεφτώ λογικά: προφανώς έχω τρελαθεί. Ο κόσμος δεν είναι αυτός που ζω, ο γνωστός μου κόσμος είναι αλλού, εγώ τώρα ζω στον κόσμο ενός τρελού μυαλού κι εδώ θα μείνω για πάντα.

 

Αυτή ήταν η πιο απελπισμένη σκέψη μου: θα έμενα για πάντα σε ένα βουβό δωμάτιο, γεμάτο πράγματα, ώστε να μη μπορώ να αποδράσω, σε ένα παιδικό κρεβάτι με κάγκελα, ώστε να μη μπορώ να σηκωθώ, θα έρχονταν οι νοσοκόμες και θα με μπούκωναν φάρμακα κι εγώ θα έμενα ακίνητη για πάντα.

 

Μετά κοιμόμουν και έβλεπα πάλι το ίδιο πράγμα, το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι, την ίδια ακινησία, την ίδια μοναξιά και τις νοσοκόμες που έρχονταν και με γλυκά λογάκια με πότιζαν φαρμάκι.

 

Πέντε μέρες.

 

"Θέλω να φύγω", είπα.

"Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω, θέλω να φύγω".

 

Το μόνο που έλεγα.

 

Την παραμονή της πέμπτης μέρας μού έδωσαν πιο ελαφρά φάρμακα. Το άλλο πρωί ξύπνησα και είδα τον ξάδερφό μου να μπαίνει στο δωμάτιο. Ο γνωστός, παλιός κόσμος είχε επανέλθει.

 

"Θέλω να φύγω σήμερα! Όχι άλλη αναβολή", του είπα.

 

Μέχρι να ετοιμαστεί το εξιτήριο, καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Κάτι θα βρουν και θα με κρατήσουν πάλι μέσα, σκεφτόμουν. Δεν βρήκαν. Το είχαν πάρει απόφαση ότι θα έβγαινα.

 

Ο κόσμος του Τρόμου χάθηκε.

Είμαι πάλι εδώ μαζί σας.

 

Θέλετε πιστέψτε το, θέλετε όχι.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: