Είναι γνωστό ότι τα πεζοδρόμια στο κέντρο της Αθήνας έχουν
το κακό τους χάλι και η Λεωφόρος
Αλεξάνδρας δεν εξαιρείται από τον κανόνα. Πλάκες ορθώνονται, πλάκες βυθίζονται,
ανώμαλη η επιφάνεια και καλό είναι οι διαβάτες να ρίχνουν πότε πότε μια ματιά
κάτω, όταν περπατούν.
Εγώ το κάνω αυτό, αλλά, αν μια πλάκα του πεζοδρομίου είναι
μια ιδέα πιο ψηλά από την προηγούμενη, αυτό δεν μπορεί να το διακρίνει το μάτι,
το παπούτσι σκοντάφτει και…
…και έπεσα φαρδιά πλατιά κάτω, μπρούμυτα, χέρια πόδια
ανοιχτά και το πρόσωπό μου σε βίαιη σύγκρουση με την ύπουλα ανορθωμένη πλάκα.
Φαίνεται πως βογκούσα σαν μοσχάρι ακίνητη στο πεζοδρόμιο,
ανίκανη να κάνω την παραμικρή κίνηση. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια: προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου,
οι διαβάτες σπάνιοι. Βρέθηκαν ευτυχώς δυο χριστιανοί, ένας άνδρας και μια
γυναίκα, και με σήκωσαν από χάμω και με οδήγησαν σε κάτι σκαλάκια να καθίσω.
Τα κόκαλα ήταν εντάξει, αυτό είχε σημασία. Λίγο αίμα έτρεξε
από τη μύτη, ο άνδρας προσφέρθηκε να μου δώσει απολυμαντικό μαντηλάκι. «Ευχαριστώ,
έχω δικά μου», του είπα. Σκούπισα τη μύτη μου. Μια και είδαν ότι ήμουν γερή,
έφυγαν οι άνθρωποι, αφού πρώτα τους ευχαρίστησα για τη βοήθειά τους.
Έμεινα λίγο στα σκαλάκια ζαλισμένη και τρομαγμένη από την
πτώση, η μύτη σταμάτησε να βγάζει αίμα, ψάχτηκα λίγο, όλα καλά πλην ένα
βρόντηγμα στα γόνατα και ένα ελαφρό γδάρσιμο στον αριστερό αγκώνα - εντάξει,
φτηνά την έβγαλα – και έκανα να σηκωθώ.
Ναι, αλλά πώς; Έκανα διάφορα, γύριζα αριστερά, γύριζα δεξιά,
στηριζόμουν στα σκαλιά, έστριβα από δω, έστριβα από κει, τίποτα. Ήταν αδύνατο
να σηκωθώ από τα σκαλιά. Αν το επιχειρούσα, θα σωριαζόμουν πάλι κάτω με άγνωστα
αποτελέσματα.
Καλά, σκέφτηκα, θα περιμένω να περάσει κάποιος και θα τον
παρακαλέσω να με βοηθήσει. Κανείς δεν περνούσε. Μια Λεωφόρος Αλεξάνδρας άδεια, μέρες
που είναι.
Τελικά φάνηκε μια νεαρή κουνιστή και λυγιστή, όλο χάρη κι
εμορφιά.
-Σας παρακαλώ, είπα, μπορείτε να με βοηθήσετε να σηκωθώ;
Η κουνιστή και λυγιστή προχώρησε αδιάφορη και σταμάτησε στο
παρακάτω περίπτερο. Ήμουν αρκετά ταραγμένη για να θυμώσω, αλλά απόρησα με την
αναισθησία της.
Σε λίγο πέρασε ένας άνδρας γύρω στα σαράντα. Επανέλαβα την
παράκλησή μου και ο κύριος κούνησε το κεφάλι και προχώρησε στον δρόμο του. Πάλι
δεν θύμωσα, αλλά απόρησα.
Η επόμενη περαστική ήταν η γυναίκα που με είχε βοηθήσει,
όταν έπεσα κάτω. Μια παχιά, κουρασμένη γυναίκα που αναγνώρισα ότι ήταν πωλήτρια
σε κάποιο σουπερμάρκετ της γειτονιάς μου.
Ήρθε η γυναίκα, έβαλε τα δυνατά της, με σήκωσε. Την
ευχαρίστησα και ξεκίνησα να φύγω. «Να προσέχετε!» την άκουσα να μου λέει, καθώς
έφευγα.
Πήγα, έκανα τις δουλειές μου, γύρισα σπίτι μου. Και τότε
άρχισα να βράζω από θυμό για τα δυο ζώα που πέρασαν από μπροστά μου και δεν
έδωσαν σημασία στην παράκλησή μου.
Αυτά τα ζώα δεν κατάλαβαν ότι ήμουν σε δύσκολη θέση; Είδαν
καθισμένη στα σκαλιά μια γυναίκα και τι νόμισαν τα ζώα; Με πέρασαν για ζητιάνα;
Δεν είδαν ότι η εμφάνισή μου δεν είχε σχέση με την επαιτεία; Άκουσαν το «σας παρακαλώ»
και πήραν δρόμο τα ζώα; Με πέρασαν για τρελή τα ζώα; Δεν άκουσαν ολόκληρη τη
φράση μου τα ζώα; Πέρασαν τα ζώα από μπροστά μου και με προσπέρασαν, χωρίς να
ρίξουν μια πιο προσεχτική ματιά, χωρίς να ακούσουν ολόκληρη τη φράση μου;
Μετάνιωσα που δεν σκέφτηκα να πάω μέχρι το περίπτερο και να
περιλούσω τουλάχιστον το θηλυκό ζώο και να το φτύσω για τη συμπεριφορά του. Το
αρσενικό ζώο είχε πια απομακρυνθεί, δεν θα το έβρισκα.
Και τα δυο αυτά ζώα ήταν για πολλά χαστούκια.
Λυπάμαι πολύ που δεν τα έβρισα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου