-Πώς το’
πες αυτό; Πώς το είπες;
-Θεέ
μου!
-<<<<><><><>>>>.
-Σσσστ!
Σκάσε!
-\\\\?
-Πού την
άκουσες αυτή τη λέξη; Σ'την είπε κανείς, τη διάβασες πουθενά;
-Πώς το’
πες αυτό; Πώς το είπες;
-Θεέ
μου!
-<<<<><><><>>>>.
-Σσσστ!
Σκάσε!
-\\\\?
-Πού την
άκουσες αυτή τη λέξη; Σ'την είπε κανείς, τη διάβασες πουθενά;
Θέλω
οι ματιές σου να είναι μαχαιριές,
να
σκίζουν την καρδιά μου,
να
ξέρω πως για μένα μόνο ζεις,
πως
μακριά μου, όταν βρίσκεσαι,
θλίβεσαι
και μαραίνεσαι.
Θέλω
να είμαι η μυστική θεά σου
που
τις νύχτες προσκυνάς,
το
αθάνατο είδωλο της ζωής σου,
να
υπάρχεις, μόνο επειδή υπάρχω εγώ,
να
ενώνεις την ανάσα σου με τη δική μου
και
να μονολογείς τρελός,
όταν
μονάχος τριγυρνάς στους δρόμους.
Παράφορο
σε θέλω και παράφρονα
με
τα κρυφά σου όπλα εξουδετερωμένα,
ένα
αγόρι που θα με αναζητά αιώνια
κι
εγώ σαν την ομίχλη να σκορπίζω,
όταν
θα μ’ αγκαλιάζεις.
Τον Ιανουάριο του 1963 πολικό
ψύχος καλύπτει την Ελλάδα και τη νοτιοανατολική Ευρώπη γενικότερα. «Με αμείωτον
έντασιν μαίνεται η κακοκαιρία», διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ελευθερία» της
26/1/1963. Από την παγωνιά πέθαναν στην Ιταλία 22 άνθρωποι, στη Γιουγκοσλαβία
25 και στην Ελλάδα 3. Η θερμοκρασία στην Πτολεμαΐδα κατεβαίνει στους -24
βαθμούς, στη Φλώρινα στους -20, στη
Δράμα στους -14, στη Θεσσαλονίκη στους -10, στην Αθήνα στους -3. Εξαιτίας των
χιονοπτώσεων η πόλη της Αθήνας απομονώνεται από την υπόλοιπη Αττική.
«Το ψύχος δεν εφείσθη ούτε
της Αφρικανικής ηπείρου. Χιών ύψους 20 εκατοστών του μέτρου καλύπτει από της
πρωΐας ωρισμένας περιοχάς της Τυνησίας» αναφέρει η εφημερίδα.
Ο Σπύρος Μελάς γράφει στο
χρονογράφημά του:
“Η βαρυχειμωνιά – και είναι
από τις πιο άγριες, ούτε οι περίφημοι «γεροντότεροι» δεν θυμούνται παρόμοια –
απαιτεί κατάλυσι των εγωισμών. Θέλει αλληλεγγύη των ανθρώπων απέναντι της
κακοκαιρίας. Ένας συνοικιακός έμπορος
καυσίμων της φτωχολογιάς ( ξύλων, ανθρακίτη και ακαθάρτου πετρελαίου για σόμπα
) μούλεγε χθες:
-Έχω καταργήσει για λίγες
μέρες το «πίστωσις δεν δίδεται». Άμα τα πολλά χιόνια φύγουν και σηκωθή η
θερμοκρασία, θ’ αρχίσω το αμείλικτο κυνήγημα του οφειλέτη. Αλλά τώρα τι να
κάνω; Όταν έρχεται η φτωχή γριούλα που έχω σταματήσει να την πιστώνω και με
παρακαλεί να της δώσω λίγα ξύλα για να μην πεθάνουν από το κρύο οι δικοί της;
Δεν μπορώ να της αρνηθώ. Της δίνω. Θ’ αφήσω το κυνηγητό γι’ αργότερα”.
Η φωτογραφία από εδώ: https://www.facebook.com/520804987972341/posts/1769533639766130/
Επιγραφή
χαραγμένη στο κάτω μέρος μιας μαρμάρινης εικόνας του Χριστού που ανακαλύφθηκε
από τον Γάλλο περιηγητή των αρχών του 18ου αι. Πίττον Τουρνεφόρ σε
μια μονή ανοικοδομημένη από τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Αλέξιο Γ’
(1349-1390). Την παραθέτω με την ορθογραφία της:
ΑΛΕΞΙΟΣ
ΕΝ Χ(ΡΙΣΤΩ) ΤΟ Θ(Ε)Ο ΠΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ
ΚΕ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΣ ΠΑCΙC ΑΝΑΤΟΛΗC Ο ΜΕΓΑΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΑ
Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΧΑΡΗΤΙ ΕΥCΕΒΕSΤΑΤΗ
ΔΕCΠΗΝΑ ΚΕ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΗCΑ
ΠΑCIC ΑΝΑΤΟΛΗC
ΗΡΙΝΕ
Χ(ΡΙΣΤΟΥ)...ΜΗΤΗΡ ΑΕ(Ι) ΤΟΥ ΕΥCΕΒΕSΤΑΤΟΥ
ΒΑCΙΛΕΟC ΚΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ
ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΟΜΝΗΝΟΥ
(Από
το βιβλίο «Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας» του Χρήστου Σαμουηλίδη).
Στη φωτογραφία: Η Αγία Σοφία Τραπεζούντας. Οικοδομήθηκε επί βασιλείας του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού κατά τη διάρκεια των ετών 1238-63.
Χάλασε το τηλέφωνο.
Ύπουλα χάλασε και δεν το πήρα είδηση.
Πήγα να μπω στο διαδίκτυο, πέφτω μπροστά σε μια ταμπέλα που μου ζητούσε
να κάνω διάφορα, τίποτα δεν καταλάβαινα.
Έκανα κάτι πονηριές δικής μου εμπνεύσεως, μήπως και ξεγελάσω την ταμπέλα, τίποτα. Εκεί αυτή ακούνητη και αυστηρή: Διαβατήριο έχετε; Ταυτότητα; Πιστοποιητικό εμβολιασμού; Ράπιντ τεστ; Κωδικούς έχετε; Γιούζερ νέιμ, πας γουόρντ; ΑΦΜ; ΑΜΚΑ; Πώς σας λένε; Τι δουλειά κάνετε; Διεύθυνση, τηλέφωνο; Πότε γεννηθήκατε;
Τα
χείλια σου κοίταζα,
τα
τέλεια χείλια σου μισάνοιχτα,
ύστερα
το άπληστό μου μάτι
χώθηκε
μέσα στο στόμα σου,
πέρασε
στα γρήγορα τα δόντια σου
κι
εκεί, όμορφέ μου, να ένα στραβό δόντι
ανάμεσα
στα άλλα.
Εσύ,
Τέλειέ μου, το άφησες απείραχτο
να
υπονοεί πως όλα πάνω σου είναι φυσικά
κι
εγώ λαχτάρησα
τη
γλώσσα μου να χώσω ανάμεσα στα χείλια σου,
να
γλείψω εκείνο το στραβό σου δόντι,
να
το νιώσει η γλώσσα μου σαν μικρό ανάγλυφο,
να
καταλάβω πώς μπορεί η ομορφιά
να
μην υποχωρεί,
όταν
τη συνοδεύει ένα στραβό δόντι.
Μια και αναφερθήκαμε
προ καιρού στη Λένα με τον καλοντυμένο κύριο που δεν έκαναν σεξ στο ξενοδοχείο, ας πούμε κι άλλη μια ιστορία της χωρίς αίσιο τέλος.
Ταξίδευε με το καράβι
για να πάει στον τόπο της, μοναχή ήταν, χρειαζόταν απαραιτήτως κάποιον να τον ζαλίσει
με τη φλυαρία της - τέτοιο κουσούρι δεν έχω ξαναδεί σε άλλον άνθρωπο - και
πέτυχε έναν ναύτη, τώρα ναύτης ήταν, μούτσος ήταν, θα σας γελάσω, πάντως κάτι
ήταν, μηχανές λέει λάδωνε μέσα στα βάθη του πλοίου.
Η Καίτη Βασιλάκου στους Aποκλίνοντες τραβάει τις κουρτίνες του χρόνου και πίσω τους προβάλλει η Αντιόχεια της ύστερης αρχαιότητας. Μια πόλη πλούσια και πολυπολιτισμική, γεμάτη αρχαίους ναούς και αγάλματα, πλατείες, εκκλησίες, θέατρα και ιππόδρομο, παρόμοια σε αίγλη με την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη, τις άλλες σπουδαίες πόλεις της Ανατολής. Οι κάτοικοί της είναι κυρίως Σύροι και Έλληνες. Οι τελευταίοι, αν και λιγότεροι, κατέχουν τις πιο επιφανείς διοικητικές θέσεις. Υπάρχουν και πολλοί Ιουδαίοι, Ρωμαίοι στρατιώτες και ξένοι έμποροι που έρχονται από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας, αλλά και έξω από αυτήν· ένα γοητευτικό συνονθύλευμα από διάφορες εθνικότητες και θρησκείες ζει εκείνα τα χρόνια στην ωραία πόλη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης – καθολικά αποδεκτό
αυτό – έφερε την ποίηση στον λαό μέσα από τα τραγούδια του. Ακολούθησαν κι άλλοι
πολλοί το ίδιο μονοπάτι, έτσι πολλά σπουδαία τραγούδια μας, εννοώ ωραίες
μελωδίες, ενδύθηκαν τη μεγάλη ποίηση και δόθηκαν στο κοινό.
Αναρωτιέμαι τώρα, μεγάλη πια, κατά πόσο
αγαπήθηκε η ποίηση από τους Έλληνες, επειδή τραγουδήθηκε.
Ο ποιητής Γιώργος Χ.
Θεοχάρης μού έκανε την τιμή να συμπεριλάβει ένα ποίημά μου στην «Ανθολογία Ελληνικών
Ποιημάτων», 6ος τόμος, εκδόσεις Ρώμη.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Παράξενη αλήθεια η
ανθρώπινη ψυχή.
Να, τώρα δα άκουσα
ένα τραγούδι
και ένας άγγελος
κατάλευκος φτερούγισε
κι ανοίξανε οι
πύλες του ουρανού.
Γέμισαν δάκρυα τα
μάτια μου.
Και όσο το
τραγούδι προχωρούσε,
βούλιαζα σ’ έναν
οδυνηρό παράδεισο
με αγίους που μου
ένευαν από μακριά,
με αδικαίωτους
νεκρούς
και με λουλούδια
μαραμένα
σε ακίνητα
λιβάδια.
Μα αυτό δεν είναι
η ευτυχία,
μονολόγησα.
Και τότε το
τραγούδι σώπασε,
χωρίς να δώσει
απάντηση καμιά,
και χάθηκε ο
άγγελος,
κλείσαν οι πύλες
του ουρανού
κι έμεινα πάλι
μόνη
με τα δάκρυά μου.
Γιατί
αυτό το τριαντάφυλλο
-αφού την αρμονία ελάτρεψε η Φύση-
μάς βγήκε τόσο μισερό,
με χοντρό, άκομψο
και δίχως λυγεράδα μίσχο,
με φύλλα υποκίτρινα
και πέταλα αραιά, καχεκτικά.
Αυτό
είναι ένα τριαντάφυλλο όνειδος
που ανάμεσα στα άλλα τριαντάφυλλα
θυμίζει θλιβερή τερατογένεση,
μια φοβερή δυσαρμονία
για το γένος των ανθέων γενικώς
και ένας χλευασμός
ενάντια στην κομψότητά τους,
μια προσβολή θα έλεγα
στην ομορφιά του κόσμου.
Γιατί
αυτό το τριαντάφυλλο
δεν αξιώθηκε
μιας μεταχείρισης καλύτερης
απ’ τη μητέρα Φύση,
μιας έστω
μέτριας και απαρατήρητης εμφάνισης,
ώστε να χάνεται
ανάμεσα στα άλλα τριαντάφυλλα
και η αλλότρια μορφή του
να μην καλεί
τα απορημένα βλέμματα.
Γιατί
αυτό το τριαντάφυλλο
έγινε τόσο τερατώδες,
τόσο αφύσικο,
με τα αγκάθια του
να στρίβουν προς τα μέσα
και να πληγώνουν τον κορμό του.
Γιατί
αυτό το τριαντάφυλλο
έγινε ένα τόσο ανώμαλο λουλούδι
που από τον ήλιο τώρα μάταια
πασχίζει να κρυφτεί...
Όλα δικά της τα θέλει η ζωή.
Αυτάρεσκα ποζάρει στους καθρέφτες
χαϊδεύοντας γλυκά τα κεφαλάκια μας,
με έκτακτη αυτοϊκανοποίηση ακροάται
τους ύμνους που της αναπέμπουμε.
Σκληρή και αδιάλλακτη ωστόσο
σε όποιον θεωρεί εχθρό της
με άγριους νόμους επιβάλλεται
και μαστιγώνει κάθε αντιφρονούντα.
Το πιο αυταρχικό κατεστημένο είναι αυτή.
Είναι αυτή που τρέμει την κάθε αλλαγή.
Μα ποια νομίζει πως είναι επιτέλους;
Και ποιος της είπε πως οι ζωντανοί
είναι οι προνομιούχοι;
Γιατί ολοφύρεται σε κάθε της ήττα;
Κι αφού διαρκώς διαψεύδεται,
γιατί δεν συνετίζεται;
Καθώς κάθε γενιά
ανθρώπων ζει την περιπέτεια της ζωής από την αρχή, κάνει αναγκαστικά τις ίδιες
σκέψεις με τις προηγούμενες γενιές.
Καθαρό χάσιμο χρόνου
είναι αυτό βέβαια, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά.
Μην
κλαίτε για τον μικρό Άρθουρ,
πάρτε
βαθιά αναπνοή και πείτε:
Αυτό
ήταν,
επιτέλους
σώθηκε.
Τώρα
ο μικρός Άρθουρ δεν πονά,
δεν
κουτσαίνει με το σπασμένο πόδι του,
στην
πλάτη του ξεθώριασαν οι μελανιές.
Τώρα
ο μικρός Άρθουρ κοιμάται,
πια
δεν παραπονιέται
ότι
κανείς δεν τον αγάπησε,
κοιμάται
δίχως να ανασαίνει
τον
βρώμικο αέρα της ζωής.
Το
Σύμπαν μένει αδιάφορο οπωσδήποτε,
δεν
νοιάζεται γι’ αυτόν,
αλλά
ούτε και ο μικρούλης Άρθουρ νοιάζεται
για
ένα Σύμπαν τόσο αναίσθητο.
Τώρα
εκεί που βρίσκεται είναι καλά,
είναι
επιτέλους ήσυχα.
Οι τρόποι που μπορούν
οι χριστιανοί να πλησιάσουν τον Θεό
είναι δεν είναι πολλοί.
Μολονότι λίγο έχω
ασχοληθεί με αυτό το θέμα, παρατηρώ ότι η Ορθοδοξία πλησιάζει τον Θεό με βαθύ
δέος και σεβασμό και νομίζω ότι και οι Καθολικοί λίγο πολύ κάνουν το ίδιο. Οι
πολυπληθείς ομάδες των Προτεσταντών είναι πιο συγκρατημένες, πολύ σοβαρές, ίσως
και πιο αυστηρές στις θέσεις τους, όμως κατά κανόνα δεν εκφράζουν τα
συναισθήματά τους.
Υπάρχει όμως μια
κατηγορία χριστιανών Προτεσταντών που βλέπει τον Θεό ως ένα καλό Πατέρα που
μπορεί να τον πλησιάσει μέσα σε άφατη χαρά, όπως ένα παιδί αγκαλιάζει τον
πατέρα του που είναι πάντα καλός, πάντα υπομονετικός, πάντα ανεκτικός και
χαμογελά με κατανόηση, όταν ο μικρός κάνει τις σκανταλιές του.
Αυτός είναι ο Θεός των
Αφροαμερικανών.
Οι περισσότεροι
άνθρωποι παντού και πάντοτε αυτό που θέλουν είναι να ζήσουν καλά – όπως εννοούν
βέβαια αυτοί το καλά – και να πεθάνουν καλά.
Υπάρχουν και κάποιοι
λίγοι που αντί γι’ αυτό θα ήθελαν να
μείνει το όνομά τους στη μνήμη των επερχόμενων γενεών, να γίνουν δηλαδή με
κάποιο τρόπο αθάνατοι.
Ένας τρόπος προς αυτό
τον σκοπό προσιτός για τους απλούς ανθρώπους είναι να γίνουν καλλιτέχνες. Ο
καλλιτέχνης, ο ζωγράφος, ο γλύπτης, ο μουσικός, ο ποιητής, ο συγγραφέας
παράγουν τέχνη ελπίζοντας ότι το έργο τους θα εκτιμηθεί από τους σύγχρονους ή
αν παρ’ ελπίδα δεν εκτιμηθεί, υπάρχει πάντα το απέραντο μέλλον, οι ατελείωτοι
αιώνες που έρχονται και ίσως – για κάποιους άλλους σίγουρα – η ανθρωπότητα θα τους ανακαλύψει κάποτε και θα
σταθεί εκστατική μπροστά στη δημιουργία τους.
Θα
κλειδωθούν οι πόρτες του Πολέμου οι σκληρές
με
σιδερένιες και σφιχτές αμπάρες
και
μέσα εκεί βαθιά η ανόσια Λύσσα
πάνω
στα άγρια άρματά της καθισμένη,
τα
χέρια της δεμένα πίσω
με
κόμπους εκατό από χαλκό,
θα
ουρλιάζει με το φριχτό της στόμα μες στο αίμα.
dirae ferro et compagibus artis
claudentur Belli portae; Furor impius intus,
saeva sedens super arma, et centum vinctus aenis
post tergum nodis, fremet horridus ore cruento.
Βιργίλιος,
Αινειάδα, 1, 293-296
(Η μετάφραση είναι δική μου).
Ωραίος, καλοντυμένος
νεαρός κύριος. Μορφωμένος. Ευγενής. Ικανός να συντηρήσει μια ευχάριστη συζήτηση
επιπέδου. Συναντήθηκαν για καφέ μερικές φορές και πέρασαν πολύ όμορφα την ώρα
τους. Για τη φίλη μου Λένα ήταν φανερό ότι το πράγμα πήγαινε εκεί που αυτή ήθελε να
πάει.
Ήταν λίγο φλύαρος
βέβαια, αλλά και η Λένα δεν πήγαινε πίσω. Δεν έτυχε δυστυχώς να τους δω ποτέ
μαζί για να διαπιστώσω ποιος μιλούσε περισσότερο. Ούτε να δω τι είδους βλέμματα
αντάλλασσαν. Η Λένα πίστευε ότι ήταν ερωτικά. Μπορεί.
Εν
αρχή ην
η
πρώτη αναπνοή.
Από τότε πολλές αναπνοές, αμέτρητες
συνόδεψαν
τα γεγονότα της ζωής μου,
βαριές αναπνοές του πόθου ή του πόνου,
ανάλαφρες
του γέλιου,
γρήγορες,
αυτές της αγωνίας,
νυχτερινές
του ύπνου, ασυνείδητες.
Οξυγόνο!
φωνάζει μέρα νύχτα το κορμί μου,
θέλω
οξυγόνο!
Τα άλλα τα δικά σου δεν με ενδιαφέρουν,
κλαις ή γελάς, δικό σου πρόβλημα,
δώσε
μου οξυγόνο!
Έπειτα,
κάποτε
η
ύστατη αναπνοή.
Τελειώσαν
όλα,
σκόρπισαν
οι ψευδαισθήσεις.