Χάλασε το τηλέφωνο.
Ύπουλα χάλασε και δεν το πήρα είδηση.
Πήγα να μπω στο διαδίκτυο, πέφτω μπροστά σε μια ταμπέλα που μου ζητούσε
να κάνω διάφορα, τίποτα δεν καταλάβαινα.
Έκανα κάτι πονηριές δικής μου εμπνεύσεως, μήπως και ξεγελάσω την ταμπέλα, τίποτα. Εκεί αυτή ακούνητη και αυστηρή: Διαβατήριο έχετε; Ταυτότητα; Πιστοποιητικό εμβολιασμού; Ράπιντ τεστ; Κωδικούς έχετε; Γιούζερ νέιμ, πας γουόρντ; ΑΦΜ; ΑΜΚΑ; Πώς σας λένε; Τι δουλειά κάνετε; Διεύθυνση, τηλέφωνο; Πότε γεννηθήκατε;
Άντε στο διάολο, τα
παράτησα. Μετά είδα το σαράβαλο που είχα για τηλέφωνο. Βουβό, νεκρό, απολύτως
πεθαμένο. Το έβαλα να φορτίσει, μήπως άλλαζε η τύχη μου. Νεκρό. Του άλλαξα τις
μπαταρίες. Νεκρό. Το έστειλα κι αυτό στο διάολο. Δεν αντέδρασε καθόλου.
Πεταμένη στο δρόμο,
άστεγη, μέσα στο κρύο και την απονιά του κόσμου. Κοινώς έφαγα πόρτα.
Τι κάνουμε τώρα;
Θέλω να μπω στο
διαδίκτυο, θέλω να μπω στο αγαπημένο μου μπλογκ, στο αγαπημένο μου ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο, στην αγαπημένη μου σελίδα του φέις μπουκ και μου έχουν κλείσει την
πόρτα.
Έξω εσύ, δεν είσαι
δικιά μας, δεν σε αναγνωρίζουμε, ποια είσαι;
Αποσυνάγωγη.
Είπε ο ανιψιός ότι θα
έρθει το απόγευμα με νέο τηλέφωνο. Και μέχρι τότε τι κάνουμε;
Βρομερό τηλέφωνο, πώς
μου την έφερες μεσημεριάτικα. Ας πλύνω τουλάχιστον κανένα πιάτο να περάσει η
ώρα. Ας μαζέψω και τη μπουγάδα. Ας βάλω σε τάξη το γραφείο.
Ωραία. Και τώρα;
Τώρα τίποτα. Πέρασε το
μεσημέρι, πέρασε και η ώρα του διαδικτύου. Αύριο πάλι, αν θέλει ο θεός και αν με
λυπηθεί το διαδίκτυο.
Εν τω μεταξύ ήρθε ο
ανιψιός με το νέο τηλέφωνο, έγινε ένας ψιλοχαμός με την Cosmote, βρέθηκε τελικά
κάποιος που δεν ήταν ομιλούσα μηχανή, έδινε οδηγίες στον ανιψιό, έμπαιναν κι
έβγαιναν νέα καλώδια, περνούσε αργά η ώρα, τέλος πάντων κάτι έγινε τελικά, πήρε
μπροστά το τηλέφωνο.
Ελέγχω το λάπτοπ, οκ,
μπορώ τώρα να μπω στο διαδίκτυο. Αλλά εν τω μεταξύ είχε περάσει η ώρα. Τώρα ήταν
η ώρα της τηλεόρασης.
Φεύγει ο ανιψιός,
ανοίγω την τηλεόραση. Εικόνα δεν υπάρχει. Η τηλεόρασή μου έχει εντοπίσει νέο
σώμα στον οργανισμό της και θέλει να το αποβάλει, δεν της άρεσε η μεταμόσχευση
τηλεφώνου. Κάτι μου λέει να κάνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αρχίζω ξανά τις
πονηριές, πατώ κουμπιά στην τύχη, μήπως και την ξεγελάσω και παράλληλα βρίζω ως
αχθοφόρος, τελικά κάνω επανεκκίνηση, περιμένω με αγωνία, όση ώρα το κυκλάκι
γυρίζει αμέριμνα και σαδιστικά και, ω του θαύματος, η τηλεόραση μού κάνει τη
χάρη να λειτουργήσει.
Πάει κι αυτό.
Νόμιζα πως είχαν
τελειώσει τα βάσανά μου. Αλλά όχι.
Την άλλη μέρα μού
τηλεφωνούν από την εταιρεία συναγερμού. «Δεν έχουμε σήμα», μου λένε. «Άλλαξα
συσκευή τηλεφώνου» τους λέω. «Αυτό είναι. Πρέπει να το διορθώσετε». «Εγώ;»
«Ναι». «Δεν έχω ιδέα από αυτά. Να στείλετε ένα τεχνικό σας». «Καλά, θα
ειδοποιήσουμε το τεχνικό τμήμα».
Περνούν οι μέρες,
τίποτα. Κάθε τόσο μια άγνωστη φωνή μού τηλεφωνούσε για να με πληροφορήσει ότι
δεν έχουν σήμα από τον συναγερμό μου και ακολουθούσε ο πανομοιότυπος διάλογος,
να διορθώσετε τον συναγερμό, όχι, δεν ξέρω, να πείτε σε ένα τεχνικό σας να
έρθει, εντάξει, τέλος.
Ώσπου αποφάσισα πια να
τους τηλεφωνώ εγώ κάθε μέρα, μέχρι που με βαρέθηκαν και μου έστειλαν ένα
τεχνικό. Εντάξει και ο συναγερμός.
Μετά άρχισα να ανησυχώ
για το πλυντήριο, το ψυγείο και την ηλεκτρική κουζίνα μου. Ευτυχώς αυτά
συνέχισαν να λειτουργούν, η αλλαγή τηλεφώνου δεν τα ενόχλησε.
Πάλι καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου