22/11/18

Η απογοήτευση του Λαμαρτίνου, όταν ήλθε στην Ελλάδα







Το 1832 ο Λαμαρτίνος ξεκινά ένα ταξίδι στην Ανατολή. Τις εντυπώσεις του θα τις περιγράψει στο βιβλίο του “Voyage vers l’ Orient” που θα εκδοθεί το 1835. Ανάμεσα στις άλλες χώρες που επισκέφθηκε ήταν και η Ελλάδα.

Όμως, άλλα περίμενε να βρει εδώ ο ποιητής και άλλα βρήκε. Ξεκίνησε με τον ενθουσιασμό του ρομαντικού που θα ερχόταν σε μια τόσο δοξασμένη χώρα και σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα αυτός ο ενθουσιασμός ψαλιδιζόταν, μέχρι που μετατράπηκε σε καθαρή απελπισία. «Τετέλεσται!» γράφει αποκαμωμένος στις σημειώσεις του, «Χώρα της αποκάλυψης που μοιάζει χτυπημένη από κάποια θεϊκή κατάρα».

Όσο βρίσκεται ακόμα στο πλοίο και πλησιάζει την ελληνική γη, νιώθει δυνατή συγκίνηση. Γράφει:

«Αυτές οι ακτές που προκαλούν την περιφρόνηση των ταξιδιωτών, εμένα απεναντίας μου φαίνονται πολύ καλοσχεδιασμένες από τη φύση…. Αυτό το πλήθος των νησιών και των βουνών που γέννησαν σχεδόν ταυτόχρονα τον Μιλτιάδη, τον Λεωνίδα, τον Θρασύβουλο, τον Επαμεινώνδα, τον Δημοσθένη, τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή, τον Πλάτωνα, τον Αριστείδη, τον Σωκράτη, τον Φειδία· αυτή η γη η οποία αφάνιζε τις στρατιές του Ξέρξη, δύο εκατομμύρια ψυχές, που έστελνε αποικίες στο Βυζάντιο, στην Ασία και την Αφρική, που δημιουργούσε ή ανανέωνε τις τέχνες του πνεύματος και του χεριού, και η οποία μέσα σ' ενάμιση αιώνα τις έφερε σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε να γίνουν αξεπέραστα σύμβολα· αυτή η γη, της οποίας η ιστορία είναι και δική μας ιστορία… από όπου ξεκίνησαν η φιλοσοφία και η ποίηση κι έφτασαν στα πέρατα του κόσμου …Κάθε κύμα με φέρνει πιο κοντά της, την αγγίζω. Καθώς ξεπροβάλλει, νιώθω βαθιά συγκίνηση».

Πιο κάτω όμως η διάθεσή του αλλάζει, καθώς το πλοίο περνά κοντά από την ακτή του Ναυαρίνου:

« Εκεί είναι που αντήχησε λίγο καιρό πριν το κανόνι της Ευρώπης και καλούσε την Ελλάδα να ξαναγεννηθεί, αν πράγματι το ήθελε· η Ελλάδα όμως σήμερα, ελεύθερη από τους δυνάστες της, παραμένει υπόδουλη της ίδιας της μανίας της. Έκανε να χυθεί το  αίμα ενός γενναίου ανθρώπου, του Καποδίστρια, που είχε αφιερώσει τη ζωή του στην ελληνική υπόθεση. Η δολοφονία ενός δικαίου από τους πρώτους πολίτες της εγκαινιάζει με άσχημο τρόπο μια εποχή ανάστασης και αρετής. Είναι θλιβερό, η πρώτη σκέψη στο νου κάποιου ταξιδιώτη, ο οποίος είχε έρθει να υποκλιθεί μπροστά στη γη της δόξας και της αρχαίας αρετής, να είναι η σκέψη ενός φοβερού εγκλήματος» .

Λίγο αργότερα ο Λαμαρτίνος έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ελληνική πραγματικότητα της εποχής:

«Ένας Έλληνας πειρατής μάς ζυγώνει… Ανεβαίνουμε όλοι στο κατάστρωμα: ετοιμαζόμαστε για τη μάχη· γεμίζουμε τα κανόνια· το κατάστρωμα είναι στρωμένο με τουφέκια και πιστόλια. Ο καπετάνιος διατάζει τον κυβερνήτη του ελληνικού μπρικιού να υποχωρήσει. Εκείνος, βλέποντας στο κατάστρωμα του πλοίου μας εικοσιπέντε άντρες οπλισμένους γερά, αποφασίζει να μη διακινδυνέψει την έφοδο. Απομακρύνεται, επιστρέφει για δεύτερη φορά και αγγίζει σχεδόν το καράβι μας.
Ετοιμαζόμαστε να χτυπήσουμε. Υποχωρεί και απομακρύνεται ξανά και στέκεται για ένα τέταρτο σε απόσταση βολής πιστολιού.
Ισχυρίζεται πως είναι σαν και μας, ένα εμπορικό σκάφος που επιστρέφει στο Αρχιπέλαγος. Παρατηρώ το πλήρωμά του. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου πρόσωπα όπου το έγκλημα, ο φόνος και το πλιάτσικο να έχουν αποτυπωθεί με πιο απαίσια χαρακτηριστικά.
Διακρίνουμε καμιά δεκαπενταριά με είκοσι ληστές, ντυμένους με αρβανίτικα ρούχα ή με κουρέλια ευρωπαϊκής ενδυμασίας, καθισμένους, ξαπλωμένους ή να μανουβράρουν πάνω στο καράβι. Είναι όλοι τους οπλισμένοι με πιστόλια και στιλέτα με ασημένιες, σκαλιστές λαβές που αστράφτουν.
Στο κατάστρωμα έχουν ανάψει φωτιά, δύο ηλικιωμένες γυναίκες ψήνουν ψάρια. Κάθε τόσο εμφανίζεται ανάμεσα σε τούτες τις μέγαιρες μια κοπέλα δεκαπέντε ως δεκάξι ετών: ουράνιο πρόσωπο, αγγελική οπτασία μέσα στις άλλες αποτρόπαιες μορφές. Μια από τις γριές τη σπρώχνει συχνά κάτω από το κατάστρωμα· κατεβαίνει κλαίγοντας. Γίνεται καυγάς ανάμεσα σε μερικούς άντρες του πληρώματος, προφανώς γι' αυτό το θέμα: βγάζουν δύο στιλέτα και τα κραδαίνουν.
Ο καπετάνιος, που καπνίζει νωχελικά το τσιμπούκι του ακουμπισμένος στην κουπαστή, ρίχνεται ανάμεσα στους δύο ληστές και ξαπλώνει τον έναν στο κατάστρωμα: τα πράγματα ηρεμούν· η νεαρή Ελληνίδα ξανανεβαίνει, σκουπίζει τα μάτια της με τις μακριές πλεξίδες της, κάθεται στη βάση του μεγάλου καταρτιού. Μια από τις γριές γονατίζει πίσω της, της χτενίζει τα μακριά μαλλιά.
Ο άνεμος δροσίζει. Ο Έλληνας πειρατής βάζει πλώρη για το Τσιρίγο, μέσα σε δύο λεπτά ανοίγει πανιά και σε λίγο δεν είναι πια παρά ένα άσπρο σημαδάκι στον ορίζοντα».

Στο Ναύπλιο περνά μια νέα μεγάλη απογοήτευση. Γράφει:

«Οι φατρίες αλληλοεξοντώνονται συνεχώς και ακούμε τις τουφεκιές των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων που πολεμούν από την άλλη πλευρά του κόλπου ενάντια στα κυβερνητικά στρατεύματα. Κάθε φορά που έρχεται ταχυδρομείο από τα βουνά, μαθαίνουμε για μια πυρκαγιά σε κάποια πόλη, για τη λεηλασία μιας πεδιάδας, για τη σφαγή ενός πληθυσμού από τη μια ή την άλλη μερίδα που καταστρέφουν την ίδια τους την πατρίδα. Δεν μπορείς να βγεις από το Ναύπλιο, χωρίς να κινδυνέψεις να φας καμιά τουφεκιά».


 Η διάθεση του ποιητή χειροτερεύει, όσο περνούν οι μέρες. Στις 15 Αυγούστου γράφει:

«Δε γράφω τίποτα: η ψυχή μου είναι περίλυπη και σκυθρωπή σαν τη φριχτή χώρα που με περιβάλλει: γυμνά βράχια, κοκκινόχρωμη και μαυριδερή γη, χαμηλά σκονισμένα χαμόδεντρα, βαλτώδεις πεδιάδες, όπου ο παγωμένος βοριάς σφυρίζει ακόμα και τον Αύγουστο, μέσα στις αμέτρητες καλαμιές: αυτό είναι όλο. Η γη της Ελλάδας δεν είναι πια παρά το σάβανο ενός λαού· μοιάζει με παλιό κενοτάφιο που και οι πέτρες του ακόμα σκορπίστηκαν και μαύρισαν με τους αιώνες. Πού είναι το κάλλος της πολυθρύλητης Ελλάδας; Πού είναι ο χρυσαφένιος και διάφανος ουρανός της; Όλα είναι θαμπά και σκοτεινά όπως στα φαράγγια της Σαβοΐας ή της Ωβέρνης τις τελευταίες ημέρες του φθινοπώρου. Ο δυνατός βοριάς που φτάνει με βουερά κύματα ως τα βάθη του κόλπου, όπου είμαστε αγκυροβολημένοι, μας εμποδίζει να φύγουμε».

Στις 19 Αυγούστου του 1832 αποβιβάζεται στον Πειραιά. Την επόμενη μέρα, στις 5 η ώρα το πρωί, για να αποφύγει τον καυτό ήλιο, ανεβαίνει στην Ακρόπολη.

 «Είδος θείας αποκάλυψης της ιδεώδους ωραιότητας…», γράφει. «Πότε θα βρεθεί εκ νέου παρόμοια εποχή και παρόμοιος λαός;».

Βέβαια τα ερείπια του Παρθενώνα δεν ήταν αυτό που ακριβώς περίμενε:

«Αυτό το οικοδόμημα, το πιο όμορφο που ύψωσε ανθρώπινο χέρι στη γη... δεν ανταποκρίνεται καθόλου σ’ αυτό που περιμένει να δει κανείς».



Η επίσκεψη στον ναό του Ολυμπίου Διός, στις 22 Αυγούστου, του προκαλεί αμφιθυμία:

«Θλιβερός περίπατος στον ναό του Ολυμπίου Διός και στο Στάδιο. Το πρώτο αξιόλογο μνημείο είναι ο ναός του Ολυμπίου Διός, του οποίου οι μεγαλοπρεπείς κολώνες υψώνονται μοναχικές σ’ ένα μέρος έρημο και γυμνό. Ήπια νερό από το λασπωμένο και μολυσμένο ρυάκι του Ιλισού. Βρήκα ελάχιστο νερό, ίσα ίσα για να βουτήξω το δάχτυλό μου: ξεραΐλα, γύμνια, χρώμα σκουριάς απλώνεται σε όλη την ύπαιθρο της Αθήνας».

Αλλά και η πόλη τον απογοητεύει επίσης:

«Λίγα βήματα πιο πέρα μπήκαμε στην πόλη, δηλαδή σε ένα απερίγραπτο λαβύρινθο από στενά σοκάκια στρωμένα με σπασμένα κεραμίδια και μισογκρεμισμένους τοίχους, πέτρες και μάρμαρα πεταμένα φύρδην μίγδην. Μέσα σε μικρές, άσπρες, φτωχικές  καλύβες, ερείπια ερειπίων...μένουν στριμωγμένες οι οικογένειες των Ελλήνων χωρικών».

  «Τετέλεσται! Χώρα της αποκάλυψης που μοιάζει χτυπημένη από κάποια θεϊκή κατάρα", καταλήγει.

 Ο Λαμαρτίνος περίμενε προφανώς να δει μια μεγαλόπρεπη πόλη, αντάξια της μεγάλης ιστορίας της, με τα αρχαία μνημεία της να λάμπουν ανέπαφα από τον χρόνο. Περίμενε να βρει μια Ελλάδα αντάξια του παρελθόντος της. Αντί γι’ αυτά βρήκε φτώχεια, εξαθλίωση, εγκατάλειψη, πειρατές, ληστές και αιματοχυσίες. Η διάθεσή του χάλασε τόσο πολύ, ώστε ακόμα και ο καιρός του τόπου τού φάνηκε άγριος.

Υπερβολικός στην απογοήτευσή του, καθώς, ρομαντικός όπως ήταν, φανταζόταν ότι θα ερχόταν σε μια Ελλάδα του Λεωνίδα, του Περικλή και του Επαμεινώνδα. Αλλά εκείνα τα ένδοξα χρόνια τα είχαν ακολουθήσει η Ρωμαιοκρατία, το Βυζάντιο και η Τουρκοκρατία, είκοσι και πλέον αιώνες περιφρόνησης και εγκατάλειψης της ελληνικής γης.

Από την άλλη διαπιστώνει με τα μάτια του τη διαχρονική κατάρα της φυλής: την έριδα μεταξύ των Ελλήνων.

Από τότε ως σήμερα πολλά άλλαξαν και έγιναν καλύτερα. Ένα μόνο δεν άλλαξε. Ας θυμηθούμε τον Διονύσιο Σολωμό:


Ἡ Διχόνια, ποὺ βαστάει
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερὴ
καθενὸς χαμογελάει,
πάρ᾿ το, λέγοντας, κι ἐσύ.

Κειὸ τὸ σκῆπτρο ποὺ σᾶς δείχνει,
ἔχει ἀλήθεια ὡραῖα θωριά·
μὴν τὸ πιᾶστε, γιατὶ ρίχνει
εἰσὲ δάκρυα θλιβερά.

Ἀπὸ στόμα ὅπου φθονάει,
παλικάρια, ἂς μὴν ῾πωθῇ,
πώς τὸ χέρι σας κτυπάει
τοῦ ἀδελφοῦ τὴν κεφαλή.

Μὴν εἰποῦν στὸ στοχασμό τους
τὰ ξένα ἔθνη ἀληθινά:
«Ἐὰν μισοῦνται ἀνάμεσό τους,
δὲν τοὺς πρέπει ἐλευθεριά».



Πηγές:


Δεν υπάρχουν σχόλια: