Χτυπά το τηλέφωνο και το σηκώνω:
-Ναι;
-Καλημέρα. Είστε ο κύριος Αλέκος;
-Όχι, ο Αλέκος λείπει αυτή τη στιγμή από το σπίτι.
-Α, μάλιστα. θα είστε ο πατέρας του τότε.
-Όχι, δεν είμαι ο πατέρας του, η γυναίκα του είμαι.
Καταπίνω την προσβολή και κατεβάζω το ακουστικό. Εντάξει,
ήμουν λίγο βραχνιασμένη, αλλά να με περάσει και για τον πεθερό μου;
Πάντως δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά ούτε και η τελευταία που
με πέρασαν για άντρα. Χρόνια τώρα, όποτε συμβεί να πάρουν λάθος αριθμό, τους
ακούω:
-Έλα, Χρίστο!
-Πού είσαι, ρε Γιάννη!
-Γεια σου, Σταύρο.
-Βασίλη, έρχομαι σε πέντε λεπτά.
-Εσύ είσαι, Κώστα;
Στην αρχή το έπαιρνα πολύ βαριά. Μα τι στην οργή, κανείς δεν
καταλαβαίνει ότι είμαι γυναίκα; Μετά σιγά σιγά συνήθισα. Λέω ξερά «κάνατε
λάθος» και κλείνω το τηλέφωνο.
Δεν έχω αντρική φωνή, έχω μπάσα φωνή. Όταν την πρωτοάκουσα
σε ένα μπομπινόφωνο, θα ήμουν τότε είκοσι χρονών, έμεινα έκπληκτη, όπως όλοι
που ακούνε για πρώτη φορά τη φωνή τους. Ήταν - γιατί να το κρύψομεν άλλωστε -
μια ωραία, μπάσα φωνή που πολύ μου άρεσε. Ένας φίλος μάλιστα εκείνης της εποχής
με έπαιρνε τηλέφωνο για να ακούσει τη φωνή μου, επειδή, λέει, του άρεσε το
μέταλλό της.
Εντάξει, αλλά μια μπάσα φωνή έχει τα προβλήματά της.
Στέκεται ο άλλος μπροστά της και η μπάσα φωνή τού ζητά ευγενικά να κάνει στην
άκρη για να περάσει. Αυτός δεν ακούει τίποτα, διότι η μπάσα φωνή ηχεί σαν
απαλός βόμβος που ενώνεται με τους υπόλοιπους ήχους του περιβάλλοντος. Αναγκάζεται
λοιπόν αυτή να ανέβει κατά μερικούς τόνους και τότε ο άλλος την παίρνει είδηση.
Μόνο που η φωνή ακούγεται τώρα θυμωμένη, ενώ δεν είναι.
Πολλά προβλήματα έχει η μπάσα φωνή, όταν θέλει να ξεχωρίσει
σε μια συζήτηση. Μέσα στον ορυμαγδό των άλλων φωνών η μπάσα φωνή χάνεται,
γίνεται μια ανεπαίσθητη μουρμούρα. Οι αντρικές αγριοφωνάρες κυριαρχούν αμέσως.
Οι γυναικείες τσιριχτές φωνές, όταν εισχωρούν στην κουβέντα, επικαλύπτουν κάθε
άλλο ήχο. Η μπάσα φωνή κάθεται φρόνιμα, γιατί από πείρα γνωρίζει ότι δεν
πρόκειται να την ακούσει κανείς.
Το πρόβλημα χειροτερεύει, όταν η συζήτηση εκτρέπεται σε
αντεγκλήσεις, όπου ο καθένας εκνευρισμένος προσπαθεί να επιβάλει την άποψή του.
Υψώνονται οι φωνές, αντιλαλούν στο χώρο τα επιχειρήματα και η μπάσα φωνή βράζει
στο ζουμί της. Κάνει βέβαια πότε πότε προσπάθειες να ακουστεί κι αυτή, βάζει τα
δυνατά της, ανεβάζει τον τόνο της, αλλά, μπα, τίποτα. Κανείς δεν της δίνει
σημασία. Πάλι αντηχεί σαν υπόκωφος θόρυβος που σιγοντάρει τις άλλες φωνές.
Δεν έχει άλλη λύση επομένως από το να καραδοκεί πότε θα
μεσολαβήσει ένα κενό δευτερολέπτων για να εισβάλει κι αυτή στην κουβέντα και να
πει την άποψή της. Οι άλλες φωνές σταματούν λίγο για να την ακούσουν και μετά
αρχίζει πάλι ο ορυμαγδός. Η μπάσα φωνή δέχεται επιθέσεις από τους
αντιφρονούντες ή συμπαράσταση από τους ομοφρονούντες, αλλά η ίδια γενικώς αγνοείται.
Μάταια προσπαθεί να εξηγήσει αναλυτικότερα τι εννοούσε. Κανείς δεν της δίνει
σημασία, γιατί κανείς δεν μπορεί να την ακούσει. Εξ ανάγκης λοιπόν η μπάσα φωνή
καταφεύγει σε τεχνάσματα. «Μπορείτε να σταματήσετε ένα λεπτό για να πω κι εγώ
αυτό θέλω;» φωνάζει ξανά και ξανά και ξανά και κάποια στιγμή οι άλλες φωνές την
ακούνε και σταματούν.
Λόγω αυτού του ελαττώματός της η μπάσα φωνή έχει γίνει
αναγκαστικά σεμνή και λιγομίλητη. Επίσης έχει μάθει να είναι περιεκτική και να
μην πλατειάζει, διότι ξέρει ότι ανά πάσα στιγμή κάποια βροντερή ή τσιριχτή φωνή
θα τη διακόψει και, αν δεν έχει ολοκληρώσει τη σκέψη της στα λίγα δευτερόλεπτα
που της έχουν παραχωρηθεί, θα έχει χάσει το παιχνίδι. Τα λόγια της θα
παρανοηθούν και ματαίως έπειτα θα προσπαθεί να εξηγήσει τι εννοούσε, κανείς δεν
θα την ακούει πια.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, όταν η μπάσα φωνή βρίσκεται
σε μια μικρή παρέα, πχ με άλλες δυο φωνές. Ανταλλάσσουν αυτές εμπειρίες,
εντυπώσεις, γνώμες και η μπάσα φωνή προσπαθεί να εισχωρήσει ανάμεσά τους, να
πει κι αυτή τα δικά της, αλλά ίσα που προλαβαίνει να πει τις πρώτες λέξεις: «κι
εγώ νομίζω…», «κάποτε που ήμουν στο…», «η αλήθεια είναι ότι…», «θυμάστε τότε
που…», «κάτι ανάλογο μου συνέβη, όταν…». Δυστυχώς οι λέξεις εξαερώνονται αμέσως
σαν πνοή ελαφρού αέρα, ενώ οι άλλες φωνές συνεχίζουν ακάθεκτες να λένε τα δικά
τους, να διακόπτει η μία την άλλη, να συμπληρώνει η μία την άλλη και η μπάσα
φωνή απελπισμένη πίνει τον καφέ της και ατενίζει τον ορίζοντα. Κάποια στιγμή
εκνευρίζεται όμως και δυναμώνει: «Σταματήστε επιτέλους να μιλήσω κι εγώ!» Οι
άλλες δύο φωνές συνέρχονται και επικεντρώνονται σ’ αυτήν. Πάλι καλά.
Αλλά και στον απλό διάλογο μεταξύ δύο φωνών η μπάσα φωνή
μειονεκτεί. Ο συνομιλητής λόγω φωνητικής υπεροχής έχει την άνεση να τη
διακόψει, όποτε γουστάρει, και να τη λούσει με ένα λεκτικό χείμαρρο διαρκείας
πολλών λεπτών, ενώ η μπάσα φωνή κάθεται βουβή και βράζει από τα νεύρα της. Αν
επιχειρήσει να διακόψει τον χείμαρρο, τότε αυτός δυναμώνει απαγορεύοντάς της
κάθε παρέμβαση. Όσο ο χείμαρρος την περιλούζει με τις κατά κανόνα κοινοτοπίες
του, η μπάσα φωνή που, επειδή έχει το κουσούρι, έχει μάθει να είναι περιεκτική,
ετοιμάζει την απάντησή της που αποτελείται από μια-δυο φράσεις. Οι φράσεις είναι καίριες και η φωνή απέναντι
ρίχνει τους τόνους, αλλά συνεχίζει να μιλά ακάθεκτη. Ακολουθούν ξανά μια δυο
καίριες φράσεις της μπάσας φωνής και οι τόνοι χαμηλώνουν κι άλλο. Τέλος πάντων
κάποια στιγμή η κατάσταση ηρεμεί. Όχι όμως πάντα. Καμιά φορά η φωνή απέναντι
είναι τόσο επιθετική που η μπάσα φωνή παραιτείται. «Διαφωνώ», λέει ξερά και όλα
τελειώνουν μέσα σε μια παγερή ατμόσφαιρα.
Βέβαια, αν ζούσαμε σε ένα πολιτισμένο κόσμο, η μπάσα φωνή θα
ακουγόταν καθαρά, διότι δεν θα επικρατούσε η γνωστή μας οχλαγωγία και δεν θα τη
διέκοπτε κανείς. Αλλά εδώ που ζούμε, όποιος κάνει τον μεγαλύτερο θόρυβο, αυτός
επικρατεί.
Τι να κάνουμε κι εμείς οι μπάσες φωνές… το γυρίσαμε στο γράψιμο
και βρήκαμε τη λύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου