13/7/17

Και η κατάθλιψη φοβέρα θέλει





Ήρθε το καλοκαίρι με τους καύσωνες κι εμείς με τα ευαίσθητα νεύρα περνάμε δύσκολες ώρες.

Δεν ξέρω, αν το έχετε παρατηρήσει, αλλά όποτε έχει καύσωνα, γίνεται κι ένα παράλογο φονικό στη χώρα, διότι τους τρελούς τους πειράζει πολύ η ζέστη. Εμείς που ακόμα δεν περάσαμε τη διαχωριστική γραμμή, απλώς ζοριζόμαστε κι έχουμε παρέα τη γνωστή συντρόφισσα κατάθλιψη να μας γυροφέρνει και να μας υποβάλλει ύπουλες ερωτήσεις:

-Και πού θα πας, Καιτούλα, για διακοπές φέτος;

-Πουθενά δεν θα πάω, εδώ θα μείνω στο σπίτι μου και στη βολή μου. με τους ανεμιστήρες μου, τον κλιματισμό μου και με κατεβασμένα τα ρολά να περιφέρομαι στα μισοσκότεινα δωμάτια μισόγυμνη.

-Τς, τς… τέτοια κατάντια… Και οι άλλοι χαίρονται τις ακρογιαλιές και τις γαλάζιες θάλασσες, βόλτες τα δροσερά βράδια και καλαμαράκια τηγανιτά. Πολύ παρίας κατάντησες, Καιτούλα μας.

-Πρώτον, μη με λες Καιτούλα μας, δεν είμαστε δύο, μία είμαι. Δεύτερον δεν είμαι κανένα κοριτσάκι με φιόγκο στα μαλλιά, να με φωνάζεις με υποκοριστικά. Τρίτον, δεν είμαι παρίας, είμαι άτομο με ειδικές ανάγκες και το καλοκαίρι με τη ζέστη δυσκολεύομαι.

-Χμ, άτομο με ειδικές ανάγκες, σωστά το έθεσες. Που δεν τολμάς να μπεις στη θάλασσα, αν δεν πάει έξι το απόγευμα.

-Τι να κάνουμε; Ο ήλιος με καίει στα πρώτα πέντε λεπτά. Με μισή ώρα ηλιοθεραπεία είμαι έτοιμη για το νοσοκομείο. Και στο νερό μέσα να κάθομαι, πάλι καίγομαι. Δεν θυμάσαι τι έπαθα πρόπερσι που κάηκα, ενώ ήμουν μέσα στη θάλασσα; Και μετά τις υπόλοιπες μέρες αναγκάστηκα να κολυμπώ φορώντας πάνω από το μαγιό ένα μακό μπλουζάκι;

-Πώς δεν το θυμάμαι… γραφική εικόνα… για να μην πω γελοία.

-Για κλάματα πες καλύτερα.

-Πόσο σε καταλαβαίνω… Και στην πόλη που κάθεσαι, τι κάνεις, φτωχό μου κορίτσι;

-Μη με λες φτωχό κορίτσι, λέγε με φτωχή γυναίκα, φτωχή θειά, φτωχό κουφάρι.

-Εντάξει, φτωχό μου κουφάρι. Τι κάνεις λοιπόν εδώ πέρα, σε μια πόλη που φλέγεται και αναπέμπει στον ουρανό καυτές αναθυμιάσεις; Πώς περνάς τις μέρες σου;

-Τις νύχτες μου θες να πεις. Διότι τις μέρες κοιμάμαι.

-Ναι, σωστά, άτομο με ειδικές ανάγκες είπαμε. Πώς περνάς τις νύχτες σου λοιπόν;

-Πολύ απλά. Ξαπλώνω και περιμένω να κοιμηθώ. Περιμένω όλη τη νύχτα. Κοιμάμαι τελικά, όταν έχει ξημερώσει.

-Μήπως είσαι λίγο ηλίθια;

-Γιατί να είμαι ηλίθια;

-Αφού δεν κοιμάσαι, τι πας και ξαπλώνεις;

-Απλά μιμούμαι τους κανονικούς ανθρώπους. Οι κανονικοί άνθρωποι κοιμούνται τις νύχτες.

Στο σημείο αυτό η συντρόφισσα κατάθλιψη βάζει τα γέλια:

-Α, ναι, πολύ ωραίο αυτό, μου άρεσε! Σαν τους κανονικούς ανθρώπους…χα χα χα…Για λέγε λοιπόν, για λέγε!

-Τι να πω;

-Κάθεσαι στο κρεβάτι πέντε-έξι ώρες και περιμένεις να έρθει ο ύπνος;

-Όχι, σηκώνομαι πού και πού. Πάω τουαλέτα, πίνω νερό, τσιμπολογώ κάτι από το ψυγείο, καπνίζω κανένα τσιγάρο. Καμιά φορά, πολύ σπανίως, ανοίγω και την τηλεόραση, αλλά δεν έχει τίποτα. Γυρίζω μετά στο κρεβάτι, ξαπλώνω και περιμένω πάλι. Αλλά έχει ζέστη και ανοίγω τον ανεμιστήρα. Περνούν κάποια ευχάριστα λεπτά, μετά τον κλείνω για να μην πάθω καμιά ψύξη και περιμένω να κοιμηθώ. Αλλά ζεσταίνομαι πάλι. Σηκώνομαι και ανοίγω το κλιματιστικό. Δουλεύει αυτό μια δυο ώρες, αλλά τα νεύρα μου είναι τεντωμένα, μια σκεπάζομαι με το σεντόνι, μια το πετώ, στο τέλος πάω και  κλείνω το κλιματιστικό. Το δωμάτιο είναι κάπως δροσερό, άρα μπορεί και να κοιμηθώ. Αλλά δεν κοιμάμαι. Σε λίγο αρχίζω πάλι να ζεσταίνομαι. Βάζω τον ανεμιστήρα. Ωραία, έρχεται το χλιαρό αεράκι πάνω μου, τώρα είναι καλά. Φαντάζομαι ότι βρίσκομαι στην κουπαστή ενός πλοίου που ταξιδεύει τη νύχτα και με φυσά το θαλασσινό αεράκι. Μμμμ, μ’ αρέσει… Μόνο που τώρα θα κλείσω τον ανεμιστήρα, διότι παραμονεύει η ψύξη.  Ζέστη ξανά. Εκεί κάπου αρχίζουν και τα άλλα παρατράγουδα. Μια υποψία πόνου στο στομάχι. Από τα νεύρα μου θα είναι. Παίρνω βαθιές αναπνοές και ο πόνος δεν υποχωρεί, αλλά και δεν μεγαλώνει. Εντάξει, αντέχεται τουλάχιστον. Κλείνω τα μάτια και προσηλώνομαι στην αναπνοή μου, εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή, είναι ένα κόλπο αυτό που κάπου διάβασα για να χαλαρώσει ο παλαβός μου εγκέφαλος και να σταματήσει να ασχολείται με όλα τα προβλήματα της υφηλίου μέσα στη μαύρη νύχτα. Εισπνοή, εκπνοή, εισπνοή, εκπνοή, μμμμ… νιώθω να  βαραίνω, έρχεται ο ύπνος, μμμμ…

ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΩΡΑ ΤΙ ΗΤΑΝ;

Ανοίγω τα μάτια εκνευρισμένη. Το ηλεκτρικό ρεύμα διατρέχει το πόδι μου και μου αναγγέλλει χαιρέκακα ότι άρχισε το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων. «Να πας στο διάολο!» λέω  και σηκώνομαι. Περπατώ μέσα έξω στα δωμάτια, διότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να υποχωρήσει το σύνδρομο. Μετά από μερικές βόλτες γυρίζω στο κρεβάτι. «Δεν περπάτησες αρκετά», μου λέει το σύνδρομο και ρίχνει κι άλλο ηλεκτρικό ρεύμα στο πόδι μου. Ξανά σηκώνομαι βρίζοντας και κάνω κι άλλες βόλτες μέσα έξω.

-Φτωχό μου κουφάρι, πόσο βασανίζεσαι!

-Κουφάρι είμαι σίγουρα μετά από τόση ταλαιπωρία κι έχω κι εσένα από δίπλα να μου λες διάφορα.

-Εγώ να σου συμπαρασταθώ θέλω.

-Ναι, ναι, σε ξέρω πόσο ύπουλη είσαι. Δυστυχισμένη με ανεβάζεις, άτυχη με κατεβάζεις. Ανώμαλη με λες, ψυχοπαθή, απροσάρμοστη, ψυχικά ανάπηρη, παλαβή. Ό,τι πρέπει για να δέσω μια θηλιά στο λαιμό μου και να κρεμαστώ.

-Και γιατί δεν το κάνεις;

-Διότι, αγαπητή μου συντρόφισσα κατάθλιψη, δεν σκοπεύω να σου κάνω το χατίρι, ξέρω τι παλιοτόμαρο είσαι. Διότι, αν εγώ γκρινιάζω για τις αναποδιασμένες νύχτες μου, τι να πουν κι εκείνοι που πραγματικά υποφέρουν; Αυτοί που λιώνουν στα νοσοκομεία, αυτοί που πονάνε, αυτοί που η ζωή τούς δίνει άγριες κλωτσιές, τους πετά στο δρόμο, στέλνει στο θάνατο τα παιδιά και τους αγαπημένους τους; Τι να πουν αυτοί που πεινάνε; Που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα; Αυτοί που γεννιούνται παραμορφωμένοι; Αυτοί που είναι κάθε τόσο στους γιατρούς παλεύοντας μια αρρώστια που τους τρώει το κορμί;

-Ναι, δε λέω, αλλά…

-Δε λες, αλλά θέλεις να με δεις να αιωρούμαι από το ταβάνι. Αμ δε! Γυρίζω φρόνιμα στο κρεβάτι μου, το πόδι μου έχει ηρεμήσει τελικά, έξω έχει αρχίσει να φωτίζει, είμαι κατάκοπη και ζεσταίνομαι, αλλά κλείνω τα μάτια και περιμένω. Και κάποια στιγμή με παίρνει ο ύπνος. Ξυπνώ την άλλη μέρα κατά τις δύο το μεσημέρι, είναι χορτάτη από ύπνο και ξεκινώ κανονικά το πρόγραμμά μου.

-Ναι, καλά. Και τι κάνεις δηλαδή; Γράφεις;

-Γράφω.

-Και νομίζεις πως με κάτι τέτοια κόλπα μπορείς να με αποδυναμώσεις; Εδώ παρέα θα είμαστε και οι δύο και θα σου θυμίζω πάντα ότι είσαι μια άχρηστη.

-Άχρηστη ξε-άχρηστη, εγώ περνώ καλά.

-Μέσα στα σκοτεινά δωμάτια;

-Μια χαρά είναι τα σκοτεινά δωμάτια. Κι εσύ μια χαρά παρέα είσαι. Αλλά μην το παρακάνεις, γιατί θα πάρω αντικαταθλιπτικά και θα σε εξοντώσω. Ζέστες έχει, καύσωνες και οι τρελοί κάνουν φονικά.

-Όχι, Καιτούλα μας, μη μου το  κάνεις αυτό, θα είμαι διακριτική και θα φροντίζω να σε μελαγχολώ μέχρις ενός σημείου.


-Αυτό να κάνεις. Και μη με λες Καιτούλα μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: