14/3/17

Η μισάνθρωπος κυρία και ο ψυχαναλυτής




Πίνω συχνά τον καφέ μου σε μια κεντρική καφετέρια της πόλης, όπου συχνάζουν φοιτητές, εργαζόμενοι, γυναίκες που κατέβηκαν στο κέντρο για ψώνια, αργόσχολοι, συνταξιούχοι, όλα τα είδη των θαμώνων γενικά. Έχω πάντα μαζί μου μια ξενόγλωσση εφημερίδα, καπνίζω τα τσιγάρα μου και διαβάζω για τον κόσμο, όπως τον βλέπουν οι άλλοι Ευρωπαίοι, καμιά φορά και οι Αμερικανοί.

Είμαι πάντα μόνη. Οι θαμώνες της καφετέριας μού ρίχνουν πότε πότε καμιά ματιά, αλλά δεν τους στέλνει κανένα σήμα η παρουσία μου, έτσι με αφήνουν ήσυχη.

Ο σερβιτόρος, ένας όμορφος νεαρός ομοφυλόφιλος που θυμίζει χορευτή, έρχεται κοντά μου χαμογελαστός.

-Τον καπουτσίνο σας; με ρωτά, γιατί τώρα πια έχουμε γνωριστεί.
-Ναι, του λέω.

Ξεφυλλίζω την εφημερίδα μου και καμιά φορά χαζεύω τον κόσμο που περνά απέξω. Κάθομαι περίπου μια ώρα και μετά φεύγω.

Τις προάλλες όμως αυτή η ευχάριστη ρουτίνα διακόπηκε, όταν ένας ψηλός, αδύνατος άνδρας γύρω στα πενήντα στάθηκε πάνω από το τραπέζι μου.

-Κυρία Αγγελάκου, μου είπε, μπορώ να καθίσω;
-Με γνωρίζετε; έκανα απορημένη.

Αυτός εξέλαβε την ερώτησή μου ως κατάφαση και στρογγυλοκάθισε απέναντί μου.

-Σας γνωρίζω πολύ καλά, όπως εξάλλου με γνωρίζετε κι εσείς. Το όνομά μου είναι Οι Άλλοι. Με όμικρον γιώτα.

Δίπλωσα ψύχραιμα την εφημερίδα μου και ρώτησα:

-Ποιοι άλλοι;
-Όλοι ανεξαιρέτως οι άλλοι. Όλοι οι άλλοι που δεν είστε εσείς.

Ο σερβιτόρος ήρθε να πάρει παραγγελία.

-Καπουτσίνο, παράγγειλε ο άγνωστος άνδρας. Ύστερα γύρισε σε μένα:

-Νομίζω ότι είναι πια καιρός να συζητήσουμε μερικά πράγματα εμείς οι δύο.
-Τα πράγματα τα έχουμε ξεκαθαρίσει εδώ και πολλά χρόνια, είπα ψυχρά. Εγώ είμαι αποδώ κι εσείς είστε πάντα απέναντι.
-Εσείς με βάλατε σ’ αυτή την άχαρη θέση. Το βρίσκετε σωστό αυτό;
-Δεν μπορούμε να συμφυρθούμε, αγαπητέ κύριε Οι Άλλοι. Τα χνώτα μας είναι διαφορετικά. Και δεν καταλαβαίνω, γιατί πήρατε αυτή την πρωτοβουλία σήμερα, εφόσον τα πράγματα έχουν αμετάκλητα παγιωθεί.

Ο άνδρας έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα και μου πρόσφερε ένα.

-Δεν καπνίζω τη μάρκα σας, είπα με νόημα και άναψα ένα από τα δικά μου.

Άναψε κι αυτός το δικό του και τράβηξε μια ρουφηξιά.

-Πάντα υπάρχει χρόνος να τα βρούμε οι δυο μας. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, εξαρτάται από σας.

Ο σερβιτόρος έφερε τον καφέ και τον ακούμπησε στο τραπέζι.

-Όλα καλά; ρώτησε απευθυνόμενος σε μένα.

Ένευσα «ναι» με το κεφάλι. Αυτός απομακρύνθηκε.

-Γιατί σπαταλάτε το χρόνο μου; έκανα εχθρικά. Θα μπορούσα τώρα, αντί να φλυαρώ μαζί σας, να διάβαζα την εφημερίδα μου. Μου λέει πιο ενδιαφέροντα πράγματα από ό,τι λέτε εσείς.

Ο κύριος Οι Άλλοι έμεινε για λίγο σιωπηλός.

-Η εφημερίδα δεν έχει συναισθήματα, σχολίασε μετά.
-Τόσο το καλύτερο. Αποφεύγω έτσι να μολύνομαι από τις συναισθηματικές σας μικροπρέπειες.
-Δεν έχετε όμως έτσι ούτε αγάπη.
-Και η αγάπη σας είναι επίσης ενοχλητική. Περιορίζει την ανεξαρτησία μου.
-Μια μοναχική ανεξαρτησία δεν είναι το καλύτερο που θα ευχόταν κανείς στη ζωή του.
-Το ίδιο ισχύει και για την αγάπη. Φανταστείτε μια χαζή αγάπη, μια απαιτητική αγάπη, μια εξευτελιστική αγάπη, μια νοσηρή αγάπη, δεν έχει τέλος ο κατάλογος. Νομίζω ότι δεν διαθέτετε μια αγάπη, όπως τη φαντάζομαι εγώ.
-Πώς τη φαντάζεστε εσείς;
-Μια ελεύθερη αγάπη, ήσυχη και σιωπηλή. Να μη με πνίγει.
-Και από αυτήν διαθέτω.
-Λυπάμαι. Δεν την έχω συναντήσει πουθενά.
-Ας μην περιοριστούμε όμως σ’ αυτό, είπε ο άνδρας αλλάζοντας θέμα. Εσείς με αντιμετωπίζετε γενικά με καχυποψία, αρνείστε οποιαδήποτε σχέση μαζί μου. Είναι καλύτερα να ζείτε μόνη σας δηλαδή; Δεν σας μελαγχολεί αυτό;
-Συμβαίνει αυτό πότε πότε. Αλλά, όταν βρίσκομαι μαζί σας, υπάρχει ο κίνδυνος να μελαγχολήσω περισσότερο. Σας βαριέμαι αφόρητα μερικές φορές. Χρόνια τώρα σας ακούω να λέτε τα ίδια και τα ίδια. Δεν έχετε ενδιαφέρον, κύριε Οι Άλλοι, είστε απλά επιβιωτικός. Πολύ καθημερινός, πολύ πανομοιότυπος. Και δυστυχώς δεν είναι μόνο αυτό.
-Τι άλλα ελαττώματα έχω;
-Είστε κουτός και φοβισμένος. Με εξοργίζετε καθημερινά με τη συμπεριφορά σας.
-Εγώ φοβισμένος; Μάλλον εσείς είστε η φοβισμένη.
-Είμαι φοβισμένη, επειδή σας φοβάμαι που είστε φοβισμένος.
-Τι ακριβώς λέτε τώρα;
-Φοβάστε το καινούργιο, κύριε Οι Άλλοι. Ο κόσμος αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες κι εσείς ακόμα ζείτε στη λίθινη εποχή. Εξαιτίας σας η δυστυχία και ο πόνος , αντί να μειώνονται σήμερα που είναι πλέον εφικτό αυτό, πολλαπλασιάζονται. Είστε κουτός και φοβισμένος μαζί, ο χειρότερος συνδυασμός. Κρατάτε τον κόσμο πίσω. Νιώθω για σας περιφρόνηση. Και φόβο φυσικά. Αν μιλήσω ανοιχτά για τις ιδέες μου, είστε ικανός να με λιθοβολήσετε. Σας φοβάμαι. Βεβαίως.
-Έχω και προοδευτικές ιδέες ωστόσο, αντέτεινε εκείνος. Πρέπει να μου το αναγνωρίσετε αυτό. Παραδείγματος χάριν είμαι κατά του ρατσισμού. Κατά της κοινωνικής αδικίας. Υπέρ των ατομικών δικαιωμάτων.
-Υπέρ της οικογένειας επίσης.
-Είναι κακό αυτό;
-Μερικές φορές είναι χείριστο. Υπακούτε τυφλά στα ένστικτά σας και στηρίζετε έναν άκρως συντηρητικό θεσμό. Φτιάχνετε οικογένεια και οχυρώνεστε εκεί μέσα σαν σε φρούριο. Και η αγάπη που διαλαλείτε είναι αυτή που υποτίθεται ότι τρέφετε για την οικογένειά σας. Όποιος βρίσκεται απέξω έχει ελάχιστες πιθανότητες να αγαπηθεί από σας. Αγαπάτε από ένστικτο, όπως τα ζώα. Δεν έχει καμιά ποιότητα η περίφημη αγάπη σας, είναι ζωώδης. 

Ο κύριος Οι Άλλοι δεν έδειξε να ενοχλείται από την επίθεσή μου.

-Είστε ακραία, όπως πάντα. Επειδή ατυχήσατε εσείς με την οικογένειά σας, γενικεύετε τώρα την επίθεσή σας εναντίον του θεσμού. Σας πληροφορώ, αν και το ξέρετε καλά, ότι το να έχει κανείς παιδιά είναι μεγάλη ευτυχία.

-Μια μεγάλη παγίδα είναι, κύριε. Παγιδεύεστε εκεί μέσα και αναλώνεστε, μέχρι να γεράσετε. Και τι καταφέρνετε στην ουσία; Προσθέτετε σ’ αυτόν τον αμφιλεγόμενο κόσμο κάποιους επί πλέον ανθρώπους, οι οποίοι αργότερα θα πεθάνουν, όπως κι εσείς. Και δεν θα ξανασυναντηθείτε ποτέ στους αιώνες των αιώνων. Η σχέση σας με τα παιδιά σας είναι τραγικά εφήμερη.

-Όσο όμως διαρκεί, είναι μια σχέση βαθιάς αγάπης και ευτυχίας. Σκόπιμα θέλετε να το αγνοείτε αυτό.

-Είναι μια σχέση βαθέoς εγωισμού. Γιατί κάνετε παιδιά; Τα ξέρατε κι από πριν; Πότε τα αγαπήσατε; Αφού πρώτα γεννήθηκαν, έτσι δεν είναι;. Σας παγιδεύει η φύση στο παιχνίδι της και είναι μια πολύ γλυκιά παγίδα αυτή για να μπορέσετε να της αντισταθείτε. Εντάξει, το δέχομαι ότι είναι κάτι πολύ γλυκό αυτό που ζείτε. Μη μου μεταμορφώνετε όμως την οικογένεια σε κάτι ιερό. Μη με υποχρεώνετε να προσκυνήσω τις φυσικές σας παρορμήσεις, γιατί τότε πρέπει να προσκυνήσετε κι εσείς τις δικές μου.

-Η διαφορά είναι ότι με τις δικές σας παρορμήσεις παραμένετε ανολοκλήρωτη. Ενώ με τις δικές μου θα νιώθατε ολοκληρωμένη. Αλλά, έστω, ας δεχθούμε ότι η αγάπη μου προς την οικογένεια είναι ενστικτώδης. Όμως εγώ αγαπώ και τους συνανθρώπους μου. Τους φροντίζω, όταν βρίσκονται σε ανάγκη. Καμιά φορά χάνω και τη ζωή μου στην προσπάθειά μου να τους σώσω από τον κίνδυνο. Αυτό δεν μπορείτε να μου το αμφισβητήσετε.

-Όχι, δεν το αμφισβητώ, είπα διαλλακτικά. Αυτή είναι μια πλευρά της συμπεριφοράς σας που με συγκινεί ειλικρινά.

Κάπως φάνηκε προς στιγμήν ότι είχαμε βρει ένα κοινό σημείο αναφοράς.

-Ωστόσο, ας μη συγχέουμε τον οίκτο με την αγάπη, πρόσθεσα.

Έσβησα το τσιγάρο μου και άναψα αμέσως ένα άλλο.

-Καπνίζετε υπερβολικά, παρατήρησε ο άνδρας. Φαίνεται ότι δεν αγαπάτε και πολύ τον εαυτό σας.

Η παρατήρησή του με εκνεύρισε.

-Τον αγαπώ περισσότερο από όσο είστε διατεθειμένος να τον αγαπήσετε εσείς. Και επιτέλους, τι θέλετε από μένα;

Η φωνή μου είχε ανέβει μερικούς τόνους και κάποιοι από τα γύρω τραπέζια με κοίταξαν με περιέργεια.

-Μη θυμώνετε, είπε κατευναστικά αυτός. Θέλω απλά να σας φέρω από την εδώ μεριά. Να μην είστε συνεχώς στο «εγώ και οι άλλοι».

-Δεν γίνεται. Δεν μπορώ να σας μοιάσω. Λυπάμαι.

Ο σερβιτόρος ήρθε και άδειασε το γεμάτο αποτσίγαρα τασάκι.

-Όλα καλά; ρώτησε.
-Ναι, απάντησα απότομα.

Γύρισα στο συνομιλητή μου.

-Πείτε μου κάτι για το Μάρκο Αυρήλιο, είπα.
-Για ποιον;
-Για το Μάρκο Αυρήλιο.
-Τον αυτοκράτορα εννοείτε;
-Τον αυτοκράτορα και στωικό φιλόσοφο. Έγραψε τα «Τὰ εἰς ἑαυτόν», αν έχετε υπόψη.

Οι Άλλοι με κοίταξε σιωπηλός.

-Θα σας πω μερικές σκέψεις του, συνέχισα, «νθρώπων νέχεσθαι κα πέχεσθαι». Τι γνώμη έχετε γι’ αυτό;

Οι Άλλοι δεν απάντησε.

-«Οδν καινόν· πάντα κα συνήθη κα λιγοχρόνια».

Οι Άλλοι έμεινε σιωπηλός.

-« Πν φμερον, κα τ μνημονεον κα τ μνημονευμενον».
-Για ποιο λόγο μού τα λέτε όλα αυτά;
-«Καπνός, κα πέρχομαι». Μπορούμε να το συνδυάσουμε και με τους στίχους του Γκαίτε: «Warte nur, balde/ ruhest du auch». (1)
-Μα γιατί μου αραδιάζετε αυτά τα τσιτάτα;
-«Τ παρν μόνον καστος ζ κα τοτο ποβάλλει».
-Την έξυπνη πάτε να μου κάνετε;
-Κι ένα τελευταίο: « βίος πόλεμος κα ξένου πιδημία». Ξέρετε τι σημαίνει αυτό το «ξένου πιδημία»;
-Είστε πολύ επιθετική απέναντί μου, αυτό ξέρω.

-Υπάρχει ένα τραγούδι που λέει: «Ήρθα σαν ξένος στη ζωή και ξαναφεύγω ξένος». Αυτή είναι η «ξένου πιδημία», κύριε Οι Άλλοι. Παραμονή σε ξένο τόπο. Κι εγώ είμαι ξένη ανάμεσά σας. Ως ξένη ήρθα και ως ξένη θα φύγω. Και κάτι ακόμα. Ο Μάρκος Αυρήλιος επέμενε να τονίζει «τ πονεμόμενον», αυτό που μας απονέμεται από τους θεούς, από τη μοίρα, από αυτό που είναι πέρα από μας τέλος πάντων. Η ζωή που διάγω είναι το δικό μου «πονεμόμενον», κύριε Οι Άλλοι. Δεν τη διάλεξα εγώ, μου απονεμήθηκε. Και σαν καλός στωικός την έχω αποδεχτεί, δεν διαμαρτύρομαι πια. Θα είμαι πάντα απέναντί σας, ένα ξεστρατισμένο μυρμήγκι που έχει χάσει τους ομοίους του.
-Αρνείστε πεισματικά κάθε συνδιαλλαγή μαζί μου, είπε ο άνδρας απογοητευμένος. Κρίμα. Θα μπορούσα να σας δώσω χαρά και να πάρω χαρά από σας. Λίγο μόνο, αν υποχωρούσατε.
-Είναι θέμα ολοκλήρωσης, απάντησα. Βλέπετε εσείς έχετε ολοκληρωθεί με τον τρόπο που ολοκληρώνονται τα πρόβατα. Δια της αναπαραγωγής. Εγώ ολοκληρώθηκα με πιο εξελιγμένες μεθόδους.

Ο κύριος Οι Άλλοι σηκώθηκε άκεφα από την καρέκλα του.

-Μείνετε τότε στη μοναξιά του μεγαλείου σας, είπε ειρωνικά και βγήκε από την καφετέρια, χωρίς να βιάζεται.

Ο σερβιτόρος ξαναήρθε.

-Όλα καλά; με ρώτησε για τρίτη φορά.
-Μα γιατί με ρωτάς συνέχεια το ίδιο πράγμα; είπα ενοχλημένη.

Εκείνος έσκυψε διακριτικά από πάνω μου.

-Επειδή μιλάτε μόνη σας, μου ψιθύρισε.


1
«Περίμενε μονάχα, σύντομα
θα αναπαυθείς κι εσύ».






 .



Δεν υπάρχουν σχόλια: