Μονάχος
περπατώντας
σε
λεωφόρους με βουή
στις
διαβάσεις
να
αναβοσβήνουν τα φανάρια
μπαίνοντας
σε πλατείες
στα
τραπεζάκια ο κόσμος
έπινε
καφέ και συζητούσε
πάρκα
διασχίζοντας
μέσα
στις πρασινάδες
στα
παγκάκια
κάθονταν
οι αλλοδαποί
με
τα παιδιά τους
στρίβοντας
στα στενάκια
με
την ερημική σιγή τους
τα
πεζοδρόμια πού και πού
βρεγμένα
και
στα μπαλκόνια να θάλλουν τα φυτά
έπειτα
βγαίνοντας ξανά στις λεωφόρους
με
την ατέλειωτη βουή
λεωφορεία
τρόλεϊ
ταξί
και γιωταχί
άνθρωποι
διασταυρώνονταν μαζί του
οι
νεαροί μιλούσαν
ατελείωτα
στα κινητά
ο
ήλιος είχε βαρεθεί
και
πήγαινε να βασιλέψει
κι
ήταν ο ουρανός βαθύς
ένα
βελούδο σκούρο μπλε
όμως
αυτός σκυφτός
βαθιά
μέσα στις σκέψεις του
δεν
έβλεπε
δεν
άκουγε
και
μέσα του
βάραινε
μαύρο σύννεφο η οργή
εικόνες
από χρόνους μακρινούς
που
αρνούνταν να εξατμιστούν
μικρές
εικόνες κόλασης
που
διαδέχονταν η μια την άλλη
και
ξεπηδούσε από μέσα του η οργή
μια
δυστυχία ένας πόλεμος
ήταν
ολόκληρο το σώμα του
οι
άλλοι όμως τίποτε από αυτά
δεν
έβλεπαν
έβλεπαν
έναν άνθρωπο κανονικό
που
προχωρούσε σιωπηλός στο δρόμο του
μόνο
που ήταν τυλιγμένος
από
μια παγωνιά ασυνήθιστη
για τέτοια εποχή.
Δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό "Μανδραγόρας", τεύχος 56..