20/11/17

«Μήνις Αχιλλέως» και ένας τυπικός ομηρικός καβγάς





 Στη σκηνή του Αχιλλέα. Η Βρισηίδα οδηγείται στον Αγαμέμνονα. Τοιχογραφία από την Πομπηία, 1ος αι. μΧ.

Αν οι τσακωμοί των βουλευτών μας στη Βουλή μάς κάνουν μερικές φορές κακή εντύπωση, ας μην ξεχνάμε πως αυτοί οι τσακωμοί των πολιτικών μας αρχόντων έχουν πολύ βαθιές τις ρίζες τους και φτάνουν μέχρι τα χρόνια του Ομήρου. Το έχουν αυτό το ελάττωμα όσοι κυβερνούν: είναι αλαζόνες και ανησυχούν πολύ για το προσωπικό τους γόητρο.

Στο Α της Ιλιάδας, στους στίχους 59 – 303 έχουμε τον πρώτο και τον πιο διάσημο ομηρικό καβγά του έπους ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα που λίγο ακόμα και θα κατέληγε σε φονικό. Ο λόγος; Το ατομικό γόητρο του καθενός.

Η Ιλιάδα ξεκινά από το σημείο που οι Αχαιοί μαστίζονται από θανατηφόρο λοιμό, αποτέλεσμα της οργής του θεού Απόλλωνα, επειδή ο Αγαμέμνων αρνήθηκε να επιστρέψει στον Χρύση, τον  ιερέα του θεού, την κόρη του Χρυσηίδα. Η Χρυσηίδα, μετά την εκπόρθηση της Υποπλακίης Θήβης, μιας πόλης της Τρωάδας, είχε πιαστεί αιχμάλωτη μαζί με άλλες κοπέλες και είχε δοθεί στον Αγαμέμνονα ως «γέρας», ως τιμητικό δώρο. Στην πραγματικότητα αυτά τα κορίτσια είχαν γίνει παλλακίδες των νικητών.

Πικραμένος ο Χρύσης από την άρνηση του Αγαμέμνονα ικετεύει τον Απόλλωνα να τιμωρήσει τους Αχαιούς. Ο θεός εισακούει, κατεβαίνει από τον Όλυμπο όμοιος με τη νύχτα («νυκτί εοικώς»), δηλαδή αόρατος, και αρχίζει να στέλνει στο στρατόπεδο των Αχαιών τα φαρμακερά του βέλη που προκαλούν τον λοιμό.

Οι Αχαιοί καταλαβαίνουν ότι ο λοιμός είναι αποτέλεσμα της οργής του Απόλλωνα, αλλά αγνοούν την αιτία, και ο Αχιλλέας καλεί σε συνέλευση τους άρχοντες και τον στρατό, παίρνει πρώτος τον λόγο και αναρωτιέται, γιατί ο θεός έχει τόσο θυμώσει μαζί τους.

Ακολουθεί ο διάλογος ανάμεσα στον Αχιλλέα και τον Αγαμέμνονα που γρήγορα εκτρέπεται σε άγριο καβγά, καθώς και οι δύο αισθάνονται ότι απειλείται το γόητρό τους.

Προσπάθησα να μεταφέρω τον διάλογο στα νέα ελληνικά, χωρίς να απομακρυνθώ καθόλου από το κείμενο, όπως δυστυχώς συνηθίζεται, και παράλληλα χωρίς η απόδοση να είναι στρυφνή, στεγνή και άχαρη. Σκοπός μου ήταν να παρατεθεί ο διάλογος με τη φυσικότητα που θα είχε, αν μάλωναν σήμερα δυο άνδρες με μεγάλη εξουσία και μεγάλη αλαζονεία  που από ένα σημείο και μετά χάνουν την αυτοκυριαρχία τους και εξαπολύουν ύβρεις και απειλές ο ένας στον άλλον προσπαθώντας να διαφυλάξουν το γόητρό τους.

Η συζήτηση ξεκινά ήρεμα με τον Αχιλλέα να αναρωτιέται, γιατί ο θεός Απόλλων έχει στείλει τον λοιμό στο στρατόπεδό τους και για ποιο λόγο είναι θυμωμένος μαζί τους. Ο μάντης Κάλχας αναλαμβάνει να τους εξηγήσει την αιτία: ο θεός είναι θυμωμένος, επειδή ο Αγαμέμνων αρνήθηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της. Ο λοιμός θα σταματήσει, αν το κορίτσι παραδοθεί στον πατέρα του και οι Αχαιοί προσφέρουν θυσίες στον Απόλλωνα.

Το ακούει αυτό ο Αγαμέμνων και γίνεται έξαλλος. Τα βάζει πρώτα με τον Κάλχα, αλλά επειδή δεν μπορεί να πάει κόντρα στη θέληση του θεού, υποχωρεί και δέχεται να δώσει πίσω τη Χρυσηίδα. Απαιτεί όμως, μια και αυτός είναι ο αρχιστράτηγος. να πάρει στη σκηνή του για παλλακίδα μια άλλη αιχμάλωτη κόρη, από αυτές που έχουν μοιραστεί μεταξύ τους οι άλλοι Αχαιοί βασιλείς.

Ο Αχιλλέας διατηρεί ακόμα την ψυχραιμία του και του απαντά ότι αυτό δεν γίνεται. Έχει όμως εκνευριστεί αρκετά, γιατί, ενώ του μιλά ήρεμα, δεν παραλείπει να του πετάξει την πρώτη προσβολή αποκαλώντας τον άπληστο.

Ο Αγαμέμνων επιμένει στην απόφασή του και, καθώς τον εξοργίζει η άρνηση του Αχιλλέα, λέει με έμφαση ότι όχι μόνο θα φέρει νέα παλλακίδα στη σκηνή του, αλλά και ότι ο ίδιος αυτοπροσώπως θα τη διαλέξει και μπορεί μάλιστα αυτή να είναι η Βρισηίδα, το «γέρας» του Αχιλλέα.

Αυτό ήταν. Ο Αχιλλέας αγριεύει και ξεσπά ο καβγάς. Ας τον παρακολουθήσουμε.


 Αγαμέμνων, Αχιλλεύς, θεά Αθηνά. Τοιχογραφία από την Πομπηία, 1ος αι. μΧ.


Όταν λοιπόν μαζεύτηκαν όλοι, σηκώθηκε ο Αχιλλέας και είπε:

 Ατρείδη, θαρρώ πως πίσω θα γυρίσουμε
για δεύτερη φορά περιπλανώμενοι,
αν βέβαια ξεφύγουμε το θάνατο,
αφού μαζί ο πόλεμος και η αρρώστια
τους Αχαιούς εξολοθρεύουν.
Εμπρός λοιπόν, μάντη ας ρωτήσουμε ή ιερέα
ή και εξηγητή ονείρων,
γιατί και το όνειρο από το Δία είναι,
που θα μας πει γιατί τόσο χολώθηκε
ο θεός Φοίβος Απόλλων,
για κάποιο τάμα ίσως ή για κάποια εκατόμβη
μάς κατηγορεί
και μήπως θέλει να αποδιώξει την αρρώστια από πάνω μας
με τη θυσία διαλεχτών γιδοπροβάτων.

Ο Αχιλλέας κάθεται πάλι στη θέση του και σηκώνεται να μιλήσει ο μάντης Κάλχας:

Ζητάς να εξηγήσω, Αχιλλέα, του Δία αγαπημένε, την οργή
του βασιλιά Απόλλωνα που από μακριά τοξεύει
κι εγώ θα σου το πω λοιπόν,
πρόσεξε όμως και ορκίσου μου εσύ
πως θα με βοηθήσεις πράγματι με λόγια και με έργα,
γιατί νομίζω πως στ’ αλήθεια θα οργιστεί άντρας
που έχει την πιο μεγάλη δύναμη
ανάμεσα σε όλους τους Αργείους
και που τον υπακούν οι Αχαιοί.
Γιατί  ο βασιλιάς, άμα θυμώσει με κατώτερό του,
είναι πιο ισχυρός
κι αν το θυμό του την ίδια μέρα τον χωνέψει,
όμως κρατά μνησικακία μες στο στήθος του
για να εκδικηθεί. Πες μου λοιπόν εσύ,
αν θα με σώσεις.

Του απαντά ο Αχιλλέας:

Να πεις με όλο σου το θάρρος την προφητεία που γνωρίζεις,
γιατί, μα τον Απόλλωνα που αγαπά ο Δίας
και που σ’ αυτόν, Κάλχα εσύ, προσεύχεσαι και φανερώνεις
προφητείες στους Δαναούς,
όσο είμαι ζωντανός εγώ κι είναι ανοιχτά τα μάτια μου στον κόσμο,
κανείς από όλους τους Δαναούς
χέρι βαρύ πάνω σου δεν θα απλώσει εδώ, στα κοίλα μας καράβια,
ακόμα κι αν τον Αγαμέμνονα ονοματίσεις
που τώρα καμαρώνει πως είναι από τους Αχαιούς
ακόμα παραπάνω από καλύτερος.


Ο Κάλχας παίρνει θάρρος και λέει:

Ούτε για τάμα μάς κατηγορεί ούτε για εκατόμβη,
μα για τον ιερέα που εξευτέλισε ο Αγαμέμνων
και δε λευτέρωσε την κόρη του κι ούτε τα λύτρα δέχτηκε.
Γι’ αυτό ο μακροβόλος θεός μάς έδωσε δεινά
κι ακόμα θα μας δώσει
κι ούτε θα διώξει από τους Δαναούς τον ντροπιασμένο θάνατο,
πριν δώσουμε την κόρη με τα ωραία μάτια στον πατέρα της
χάρισμα, χωρίς λύτρα
και φέρουμε στο Χρύση εκατόμβη ιερή.
Τότε μπορούμε να πιστεύουμε πως τον εξευμενίσαμε.

Ο Κάλχας καθίζει και σηκώνεται να μιλήσει ο Ατρείδης Αγαμέμνων. Είναι εξοργισμένος, βράζει από θυμό και τα μάτια του πετούν αστραπές. Απευθύνεται στον Κάλχα με πολύ εχθρικές διαθέσεις:

Μάντη κακών, ποτέ ως τώρα τίποτε ευχάριστο δεν μου είπες
πάντα τα άσχημα σου αρέσει να μαντεύεις
κι ως σήμερα ούτε λόγο καλό έχεις πει ούτε έχεις πράξει
και τώρα στους Δαναούς μαντείες αγορεύεις
ότι γι’ αυτό ο μακροβόλος θεός τούς μηχανεύεται δεινά,
γιατί τάχα εγώ δεν θέλησα να λάβω της κόρης Χρυσηίδας
τα λύτρα τα λαμπρά, καθώς πολύ ποθώ στο σπίτι να την έχω
και ναι, την προτιμώ από την Κλυταιμνήστρα, τη νόμιμη γυναίκα μου,
γιατί δεν είναι από αυτήν κατώτερη ούτε στο σώμα ούτε και στη φτιάξη της
ούτε στη σύνεση ούτε και στο νοικοκυριό,
αλλά και πάλι θα τη δώσω πίσω, αν είναι έτσι το καλύτερο.
Θέλω ο στρατός να είναι ασφαλής, να μη χαθεί.
Όμως αμέσως ετοιμάστε μου δώρο τιμητικό
για να μην είμαι χωρίς δώρο εγώ ο μόνος από τους Αργείους,
γιατί αυτό είναι ανάρμοστο,
μια κι όλοι σας το βλέπετε ότι το δώρο μου πηγαίνει αλλού.

Του απαντά ο Αχιλλέας:

Ατρείδη ενδοξότατε, πιο άπληστε από όλους,
πώς θα σου δώσουν δώρο οι μεγαλόθυμοι Αχαιοί;
Δεν ξέρουμε να είναι πουθενά δώρα αμοίραστα πολλά,
αλλά όσα λάφυρα αρπάξαμε από τις πόλεις
αυτά έχουν μοιραστεί
και δεν είναι σωστό οι πολεμιστές να τα μαζέψουν πάλι πίσω.
Όμως αυτήν εσύ για χάρη του θεού να την αφήσεις
και πάλι οι Αχαιοί τριπλά και τετραπλά θα σου το ξεπληρώσουμε,
αν δώσει κάποτε ο Δίας την Τροία την καλοτείχιστη
να κυριέψουμε.

Του απαντά ο Αγαμέμνων:

Μη πας, θεόμορφε Αχιλλέα, να με εξαπατήσεις,
κι ας είσαι και γενναίος, γιατί δεν θα μου βγεις εσύ μπροστά
ούτε και θα με πείσεις.
Αλήθεια, θες εσύ να έχεις το τιμητικό σου δώρο
κι εγώ να κάθομαι έτσι στερημένος
και με παρακινείς αυτήν να παραδώσω;
Αλλά ή θα μου δώσουν δώρο οι μεγαλόθυμοι Αχαιοί
που να μου αρέσει και να’ ναι αντάξιό μου
ή αν δεν μου δώσουν, εγώ ο ίδιος θα πάω και θα διαλέξω
ή το δικό σου δώρο ή του Αίαντα ή του Οδυσσέα
και θα το πάρω.
Και σε όποιου πάω τη σκηνή, αυτός θα χολωθεί.
Όμως αυτά θα τα ξανασκεφτούμε και αργότερα,
τώρα, εμπρός, καράβι μελανό ας σύρουμε στην ιερή τη  θάλασσα
κι ας συγκεντρώσουμε προς τούτο εντός του κωπηλάτες
κι ας βάλουμε και εκατόμβη
και την ωραία Χρυσηίδα ας επιβιβάσουμε
και ένας άντρας πρόκριτος να είναι ο αρχηγός
ή ο Αίας ή ο Ιδομενεύς ή ο θείος Οδυσσεύς
ή εσύ, Πηλείδη, ο τρομερότερος από τους άντρες όλους,
αφού θυσία κάνεις πρώτα για να εξευμενίσεις το θεό
που από μακριά τοξεύει.

Ο Αχιλλέας αγριεύει πια για τα καλά. Του ρίχνει μια οργισμένη ματιά και λέει:

Α, εσύ αναιδέστατε και συμφεροντολόγε,
πώς ένας Αχαιός να υπακούσει πρόθυμα στα λόγια σου,
σε επιδρομή να έλθει ή με άντρες γενναία να πολεμήσει;
Δεν είναι αιτία οι κονταρομάχοι Τρώες
που ήρθα εγώ εδώ να πολεμήσω,
σε τίποτα δεν μου έφταιξαν αυτοί.
Ποτέ ως τώρα βόδια δεν μου άρπαξαν ούτε άλογα
ούτε ποτέ στη Φθία την εύφορη που τρέφει παλικάρια
δεν μου κατάστρεψαν σοδιά, γιατί ανάμεσά μας
στέκονται πολλά τα σκιερά βουνά και η πολύβουη θάλασσα.
Αλλά σε ακολουθήσαμε, ξεδιάντροπε, για τη δική σου ευχαρίστηση,
να πάρουμε ικανοποίηση, σκύλε, από τους Τρώες,
για χάρη σου και για του Μενελάου τη χάρη.
Γι’ αυτά εσύ ούτε φροντίζεις ούτε και σε νοιάζει.
Και από πάνω με απειλείς πως συ ο ίδιος θα μου αφαιρέσεις
το δώρο το τιμητικό μου
που τόσο μόχθησα γι’ αυτό και που μου το’ δωσαν οι γιοι των Αχαιών.
Ποτέ δεν έχω εγώ ισότιμο με το δικό σου δώρο,
όποτε κυριεύουν οι Αχαιοί μια ωραία πόλη της Τρωάδας.
Κι όμως, τα χέρια τα δικά μου διευθύνουν το πιο μεγάλο μέρος
του ορμητικού πολέμου.
Μα όταν έρθει η στιγμή της μοιρασιάς,
σε σένα πάει το πιο μεγάλο δώρο κι εγώ γυρίζω στα καράβια,
όταν πια έχω εξαντληθεί από τον πόλεμο
έχοντας το δικό μου δώρο το μικρό κι αγαπημένο.
Τώρα γυρνώ στη Φθία, γιατί πολύ καλύτερα είναι
με τα καράβια μου τα στρόγγυλα στον τόπο μου να πάω.
Δεν το’ ξερα να κάθομαι εδώ πέρα ανυπόληπτος
και να μαζεύω πλούτη και περιουσίες για σένα.

Αγαμέμνων:

Φύγε και τούτη τη στιγμή, αν φούντωσε ο καημός σου,
δεν πρόκειται να σε παρακαλέσω εγώ για χάρη μου να μείνεις.
Έχω κοντά μου άλλους που θα με τιμήσουν
και μάλιστα το Δία το συνετό.
Κι εσύ πιο μισητός μού είσαι από όλους
τους βασιλείς που η γενιά τους από το Δία έρχεται,
γιατί σου αρέσουν πάντα οι έριδες, οι πόλεμοι κι οι μάχες.
Κι αν είσαι τόσο δυνατός, ένας θεός σού το έδωσε αυτό.
Να πας λοιπόν στον τόπο σου με τα καράβια
και με τους συντρόφους σου να κυβερνάς τους Μυρμιδόνες,
καρφάκι δεν μου καίγεται και την οργή σου δεν υπολογίζω.
Και άκου και την απειλή μου: αφού τη Χρυσηίδα μού στερεί
ο Απόλλων
τη στέλνω εγώ με το δικό μου το καράβι και με τους συντρόφους μου
και έρχομαι αυτοπροσώπως στη σκηνή σου
να πάρω την ωραία Βρισηίδα, το δικό σου δώρο,
για να μάθεις πόσο από σένα είμαι ανώτερος εγώ
και να λουφάξει όποιος άλλος ισχυρίζεται
πως είναι ίσος κι όμοιος απέναντί μου.

Ο Αχιλλέας ακούγοντας αυτά τα λόγια γίνεται έξαλλος. Βάζει το χέρι στο θηκάρι, έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του και να σκοτώσει επί τόπου τον Αγαμέμνονα. Η θεά Αθηνά όμως παρουσιάζεται μπροστά του (μόνο αυτός τη βλέπει), και τον συγκρατεί. Ο καβγάς συνεχίζεται με ανταλλαγή ύβρεων. Λέει ο Αχιλλέας:


Μεθύστακα, που έχεις όψη σκύλου και καρδιά ελαφιού
ποτέ δε βρήκες το κουράγιο να οπλιστείς για πόλεμο
μαζί με το στρατό ή να παραφυλάξεις σε ενέδρα
με τους αρίστους από τους Αχαιούς
γιατί φοβάσαι μην πεθάνεις.
Ναι,
πολύ καλύτερα είναι αλήθεια μες στο μεγάλο
στρατόπεδο των Αχαιών
να αρπάζεις το τιμητικό του δώρο εκείνου που θα σου αντιμιλήσει,
είσαι ένας βασιλιάς που τρώει τους κόπους του λαού του,
αφού σε τιποτένιους κυβερνάς,
αλλιώς, Ατρείδη, αυτή θα ήταν η τελευταία ατιμία σου.
Αλλά στο λέω ορθά κοφτά και ορκίζομαι μεγάλον όρκο.
Ναι, μα το σκήπτρο τούτο εδώ που πια ποτέ
κλαδιά και φύλλα δε θα βγάλει κι ούτε ποτέ θα ανθίσει,
αφού στα όρη τον κορμό του άφησε
και χάλκινο τσεκούρι το ξεφλούδισε
και τώρα οι γιοι των Αχαιών οι δικαστές κρατούν στο χέρι
και προστατεύουν τους θεσμούς που απορρέουν απ’ το Δία
κι αυτός λοιπόν ο όρκος μέγας για σε θα είναι:
κάποτε θα επιθυμήσουν όλοι οι γιοι των Αχαιών τον Αχιλλέα,
μόνο που τότε, όσο κι αν λυπάσαι,
δεν θα μπορείς να βοηθήσεις, όταν πολλοί
από τον ανδροκτόνο Έκτορα νεκροί θα πέφτουν
και σένα θα σπαράζει μέσα σου η καρδιά και θα υποφέρεις
που δεν ετίμησες τον άριστο τον Αχαιών.

Καρφώνει το χρυσό σκήπτρο με ορμή στο χώμα και κάθεται. Από την άλλη μεριά ο Αγαμέμνων βγάζει αφρούς από τη λύσσα του. Στο σημείο αυτό σηκώνεται ο σοφός γέροντας Νέστωρ θέλοντας να κατευνάσει τα πνεύματα. Προσπαθεί να τους συμβιβάσει και τους συμβουλεύει να κάνουν πίσω και οι δύο. Ο Αγαμέμνων τού λέει:

Ναι, γέροντα, όλα καλά και φρόνιμα τα είπες,
μα αυτός εδώ ο άντρας θέλει να είναι πάνω από όλους,
στην εξουσία του όλους τους θέλει, όλους να τους κυβερνά,
σε όλους να δίνει προσταγές, μα δεν νομίζω
πως κανένας θα υπακούσει.
Κι αν οι αθάνατοι θεοί τον έκαμαν γενναίο πολεμιστή,
του έδωσαν γι’ αυτό και το δικαίωμα
να έρχεται και να μας βρίζει;

Ο Αχιλλέας τον διακόπτει και λέει:

Δειλό και τιποτένιο αλήθεια θα με έλεγαν,
αν σε όλα τα θέματα υποχωρώ σε ό,τι πεις εσύ.
Σε άλλους να δίνεις τέτοιες διαταγές
και μη μου λες εμένα τι να κάνω,
γιατί πια εγώ σε σένα δεν υπακούω, αυτό είναι τελειωμένο.
Μα κάτι άλλο θα σου πω και στο μυαλό σου βάλε το καλά.
Στα χέρια εγώ δεν θα’ ρθω για την κόρη
ούτε με σένα ούτε με κανέναν άλλον,
μια και μου την αρπάξατε, ενώ την είχατε σε μένα δώσει.
Αλλά από όλα τα άλλα, όσα βρίσκονται κοντά στο μελανό, ταχύ μου πλοίο,
τίποτα δεν θα πάρεις αφαιρώντας το παρά τη θέλησή μου.
Για έλα και δοκίμασε και τούτοι εδώ θα δούνε
πώς θα κυλήσει στο κοντάρι μου το σκοτεινό σου αίμα
την ίδια εκείνη τη στιγμή.

 Η συνέλευση διαλύεται με υποχώρηση τελικά του Αχιλλέα.


Μερικές παρατηρήσεις:

Ο λοιμός, οι επιδημίες γενικά, πίστευαν ότι οφείλονταν σε θεϊκή οργή και συγκεκριμένα στο θεό Απόλλωνα που έριχνε τα φαρμακερά του αόρατα βέλη στους άνδρες.

Στις ομηρικές αυτές συνελεύσεις οι απλοί πολεμιστές δεν έπαιρναν το λόγο. Άκουγαν μόνο και επιδοκίμαζαν ή αποδοκίμαζαν. Το λόγο τον είχαν οι ήρωες βασιλείς. Όποιος από αυτούς ήθελε να μιλήσει, σηκωνόταν από τη θέση του και έπαιρνε το σκήπτρο. Είναι αυτό που κρατά και ο Αχιλλέας και στο οποίο αναφέρεται, όταν δίνει τον όρκο του.

Μολονότι και οι δύο βασιλείς είναι εξαγριωμένοι, παρατηρούμε ότι ο Αχιλλέας είναι αυτός που εξαπολύει τις βαρύτερες και περισσότερες ύβρεις. Βέβαια αυτός είναι που ζημιώνεται περισσότερο από αυτή την ιστορία και επί πλέον έχει και την αλαζονεία του πιο γενναίου πολεμιστή των Αχαιών. Και είναι και πολύ νέος, άρα πιο παρορμητικός.

Ο Αγαμέμνων είναι μεγαλύτερος σε ηλικία και είναι ο αρχηγός της εκστρατείας, πάνω από όλους τους Αχαιούς βασιλείς δηλαδή. Βαθύτατα αλαζονικός και αυτός όμως. Ξέρει ότι θα γίνει το δικό του και γι’ αυτό είναι λιγότερο επιθετικός από το νεαρό Αχιλλέα.
  
Αξίζει να θυμηθούμε ότι μετά τον καβγά ο Αγαμέμνων έστειλε στη σκηνή του Αχιλλέα δυο δικούς του που πήραν τη Βρισηίδα. Ο Αχιλλέας κατέβηκε τότε στην ακροθαλασσιά και κλαίγοντας ζήτησε από τη μητέρα του Θέτιδα να μεσολαβήσει στο Δία για να νικήσουν οι Τρώες. 

Πολύ κακομαθημένο παιδί όντως.



Εδώ το πρωτότυπο:

«Ἀτρεΐδη, νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀίω
ἂψ ἀπονοστήσειν, εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν,
εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς·
ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα,
ἢ καὶ ὀνειροπόλον, καὶ γάρ τ’ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν,
ὅς κ’ εἴποι ὅ τι τόσσον ἐχώσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
εἴ ταρ ὅ γ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται ἠδ’ ἑκατόμβης,
αἴ κέν πως ἀρνῶν κνίσης αἰγῶν τε τελείων
βούλεται ἀντιάσας ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι.»


«Ὦ Ἀχιλεῦ, κέλεαί με, Διῒ φίλε, μυθήσασθαι
μῆνιν Ἀπόλλωνος ἑκατηβελέταο ἄνακτος·
τοὶ γὰρ ἐγὼν ἐρέω· σὺ δὲ σύνθεο καί μοι ὄμοσσον
ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν·
ἦ γὰρ ὀίομαι ἄνδρα χολωσέμεν, ὃς μέγα πάντων
Ἀργείων κρατέει καί οἱ πείθονται Ἀχαιοί·
κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι·
εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ,
ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ,
ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι· σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις».


«Θαρσήσας μάλα εἰπὲ θεοπρόπιον ὅ τι οἶσθα·
οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διῒ φίλον, ᾧ τε σὺ, Κάλχαν,
εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις,
οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο
σοὶ κοίλῃς παρὰ νηυσὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει
συμπάντων Δαναῶν, οὐδ’ ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς,
ὃς νῦν πολλὸν ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι.»


«Οὔ τ’ ἄρ ὅ γ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὐδ’ ἑκατόμβης,
ἀλλ’ ἕνεκ’ ἀρητῆρος, ὃν ἠτίμησ’ Ἀγαμέμνων,
οὐδ’ ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄποινα·
τοὔνεκ’ ἄρ’ ἄλγε’ ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ’ ἔτι δώσει,
οὐδ’ ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει
πρίν γ’ ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην
ἀπριάτην ἀνάποινον, ἄγειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην
ἐς Χρύσην· τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν.»


«Μάντι κακῶν οὐ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας·
αἰεί τοι τὰ κάκ' ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι,
ἐσθλὸν δ' οὔτέ τί πω εἶπας ἔπος οὔτ' ἐτέλεσσας·
καὶ νῦν ἐν Δαναοῖσι θεοπροπέων ἀγορεύεις
ὡς δὴ τοῦδ' ἕνεκά σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα τεύχει,
οὕνεκ' ἐγὼ κούρης Χρυσηΐδος ἀγλά' ἄποινα
οὐκ ἔθελον δέξασθαι, ἐπεὶ πολὺ βούλομαι αὐτὴν
οἴκοι ἔχειν· καὶ γάρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα
κουριδίης ἀλόχου, ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χερείων,
οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ᾿ ἂρ φρένας οὔτέ τι ἔργα.
ἀλλὰ καὶ ὧς ἐθέλω δόμεναι πάλιν εἰ τό γ᾿ ἄμεινον·
βούλομ᾿ ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι·
αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ᾿ ἑτοιμάσατ᾿ ὄφρα μὴ οἶος
Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε·
λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ.»


«Ἀτρεΐδη κύδιστε, φιλοκτεανώτατε πάντων,
πῶς γάρ τοι δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοί;
οὐδέ τί που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά·
ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται,
λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ' ἐπαγείρειν.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν τῆνδε θεῷ πρόες· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτείσομεν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
δῷσι πόλιν Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι.»


«Μὴ δ' οὕτως ἀγαθός περ ἐὼν θεοείκελ' Ἀχιλλεῦ
κλέπτε νόῳ, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις.
ἦ ἐθέλεις ὄφρ' αὐτὸς ἔχῃς γέρας, αὐτὰρ ἔμ' αὔτως
ἧσθαι δευόμενον, κέλεαι δέ με τῆνδ' ἀποδοῦναι;
ἀλλ' εἰ μὲν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοὶ
ἄρσαντες κατὰ θυμὸν ὅπως ἀντάξιον ἔσται·
εἰ δέ κε μὴ δώωσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι
ἢ τεὸν ἢ Αἴαντος ἰὼν γέρας, ἢ Ὀδυσῆος
ἄξω ἑλών· ὃ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι.
Ἀλλ' ἤτοι μὲν ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις,
νῦν δ' ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν,
ἐν δ' ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν, ἐς δ' ἑκατόμβην
θείομεν, ἂν δ' αὐτὴν Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον
βήσομεν· εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνὴρ βουληφόρος ἔστω,
ἢ Αἴας ἢ Ἰδομενεὺς ἢ δῖος Ὀδυσσεὺς
ἠὲ σὺ Πηλεΐδη πάντων ἐκπαγλότατ' ἀνδρῶν,
ὄφρ' ἥμιν ἑκάεργον ἱλάσσεαι ἱερὰ ῥέξας.»

«Ὤ μοι, ἀναιδείην ἐπιειμένε κερδαλεόφρον
πῶς τίς τοι πρόφρων ἔπεσιν πείθηται Ἀχαιῶν
ἢ ὁδὸν ἐλθέμεναι ἢ ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι;
οὐ γὰρ ἐγὼ Τρώων ἕνεκ' ἤλυθον αἰχμητάων
δεῦρο μαχησόμενος, ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν·
οὐ γὰρ πώποτ' ἐμὰς βοῦς ἤλασαν οὐδὲ μὲν ἵππους,
οὐδέ ποτ' ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ
καρπὸν ἐδηλήσαντ', ἐπεὶ ἦ μάλα πολλὰ μεταξὺ
οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα·
ἀλλὰ σοὶ ὦ μέγ' ἀναιδὲς ἅμ' ἑσπόμεθ' ὄφρα σὺ χαίρῃς,
τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε κυνῶπα
πρὸς Τρώων· τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ' ἀλεγίζεις·
καὶ δή μοι γέρας αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς,
ᾧ ἔπι πολλὰ μόγησα, δόσαν δέ μοι υἷες Ἀχαιῶν.
οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας ὁππότ' Ἀχαιοὶ
Τρώων ἐκπέρσωσ' εὖ ναιόμενον πτολίεθρον·
ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο
χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ'· ἀτὰρ ἤν ποτε δασμὸς ἵκηται,
σοὶ τὸ γέρας πολὺ μεῖζον, ἐγὼ δ' ὀλίγον τε φίλον τε
ἔρχομ' ἔχων ἐπὶ νῆας, ἐπεί κε κάμω πολεμίζων.
νῦν δ' εἶμι Φθίην δ', ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτερόν ἐστιν
οἴκαδ' ἴμεν σὺν νηυσὶ κορωνίσιν, οὐδέ σ' ὀΐω
ἐνθάδ' ἄτιμος ἐὼν ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν.»


«Φεῦγε μάλ', εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται, οὐδέ σ' ἔγωγε
λίσσομαι εἵνεκ' ἐμεῖο μένειν· πάρ' ἔμοιγε καὶ ἄλλοι
οἵ κέ με τιμήσουσι, μάλιστα δὲ μητίετα Ζεύς.
ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι διοτρεφέων βασιλήων·
αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε·
εἰ μάλα καρτερός ἐσσι, θεός που σοὶ τό γ' ἔδωκεν·
οἴκαδ' ἰὼν σὺν νηυσί τε σῇς καὶ σοῖς ἑτάροισι
Μυρμιδόνεσσιν ἄνασσε, σέθεν δ' ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω,
οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος· ἀπειλήσω δέ τοι ὧδε·
ὡς ἔμ' ἀφαιρεῖται Χρυσηΐδα Φοῖβος Ἀπόλλων,
τὴν μὲν ἐγὼ σὺν νηΐ τ' ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισι
πέμψω, ἐγὼ δέ κ' ἄγω Βρισηΐδα καλλιπάρῃον
αὐτὸς ἰὼν κλισίην δὲ τὸ σὸν γέρας ὄφρ' ἐῢ εἰδῇς
ὅσσον φέρτερός εἰμι σέθεν, στυγέῃ δὲ καὶ ἄλλος
ἶσον ἐμοὶ φάσθαι καὶ ὁμοιωθήμεναι ἄντην.»


«Οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο,
οὔτέ ποτ' ἐς πόλεμον ἅμα λαῷ θωρηχθῆναι
οὔτε λόχον δ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν
τέτληκας θυμῷ· τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι.
ἦ πολὺ λώϊόν ἐστι κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν
δῶρ' ἀποαιρεῖσθαι ὅς τις σέθεν ἀντίον εἴπῃ·
δημοβόρος βασιλεὺς ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις·
ἦ γὰρ ἂν Ἀτρεΐδη νῦν ὕστατα λωβήσαιο.
ἀλλ' ἔκ τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι·
ναὶ μὰ τόδε σκῆπτρον, τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους
φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν,
οὐδ' ἀναθηλήσει· περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψε
φύλλά τε καὶ φλοιόν· νῦν αὖτέ μιν υἷες Ἀχαιῶν
ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας
πρὸς Διὸς εἰρύαται· ὃ δέ τοι μέγας ἔσσεται ὅρκος·
ἦ ποτ' Ἀχιλλῆος ποθὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν
σύμπαντας· τότε δ' οὔ τι δυνήσεαι ἀχνύμενός περ
χραισμεῖν, εὖτ' ἂν πολλοὶ ὑφ' Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
θνήσκοντες πίπτωσι· σὺ δ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις
χωόμενος ὅ τ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας.»


«Ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα γέρον κατὰ μοῖραν ἔειπες·
ἀλλ' ὅδ' ἀνὴρ ἐθέλει περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων,
πάντων μὲν κρατέειν ἐθέλει, πάντεσσι δ' ἀνάσσειν,
πᾶσι δὲ σημαίνειν, ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω·
εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοὶ αἰὲν ἐόντες
τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι;»


«Ἦ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην
εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅττί κεν εἴπῃς·
ἄλλοισιν δὴ ταῦτ' ἐπιτέλλεο, μὴ γὰρ ἔμοιγε
σήμαιν'· οὐ γὰρ ἔγωγ' ἔτι σοὶ πείσεσθαι ὀΐω.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
χερσὶ μὲν οὔ τοι ἔγωγε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης
οὔτε σοὶ οὔτέ τῳ ἄλλῳ, ἐπεί μ' ἀφέλεσθέ γε δόντες·
τῶν δ' ἄλλων ἅ μοί ἐστι θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ
τῶν οὐκ ἄν τι φέροις ἀνελὼν ἀέκοντος ἐμεῖο·
εἰ δ' ἄγε μὴν πείρησαι ἵνα γνώωσι καὶ οἷδε·
αἶψά τοι αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί.»




Δεν υπάρχουν σχόλια: