Γερνώ,
πατέρα,
έφτασα
στα χρόνια σου.
Τώρα
χτυπούν καμπάνες,
εσύ
εκεί που βρίσκεσαι
δεν
τις ακούς,
όμως
εγώ
κάτω
εδώ
ακούω
τον πένθιμο,
βαρύ
τους ήχο
και
σκέφτομαι
ότι
εσύ, πατέρα,
ήσουν
τυχερός,
γεννήθηκες
στα
χρόνια των πολέμων
και
της προσφυγιάς,
μέσα
από τα ερείπια της πατρίδας μας
ξεκίνησες
φτωχός,
με ταπεινότητα προχώρησες,
ξανά
από την αρχή την έχτισες
και, όταν έφτασες
στα
χρόνια μου,
είπες:
καλά
δούλεψα,
ήρθε
η ώρα να ξεκουραστώ
σε
μια πατρίδα
που
στέκεται στα πόδια της.
Είχες
καλά γεράματα, πατέρα.
Τώρα
εγώ κάτω εδώ
ανήσυχη στο σπίτι μας
και με αμφιβολία τριγυρνώ,
δεν
ξέρω
το
αύριο πώς θα είναι,
εσύ
ήσουν τυχερός,
όμως
εγώ δεν ξέρω,
τρίζουν
τα θεμέλια, πατέρα,
και
τρομάζω.
2 σχόλια:
Βαθιά αισθαντικό, ανεπιτήδευτο!
Θα ταιριάζει, έτσι ατόφιο, σε πολλούς από εμάς. <>!
"Γερνώ και γέρνω"!
Δημοσίευση σχολίου