Εφτά
δισεκατομμύρια άνθρωποι ζούμε αυτή τη στιγμή στον πλανήτη. Το
νούμερο είναι τεράστιο, αλλά φαίνεται ότι το έχουμε συνηθίσει. Έχουμε
εξοικειωθεί με αυτόν τον τερατώδη αριθμό και δεν μας κάνει εντύπωση.
Δεν
έχουμε όμως εξοικειωθεί με αυτό που αντιπροσωπεύει ένας τέτοιος αριθμός. Μπορούμε
να φανταστούμε μια ομάδα εφτά ατόμων ή εβδομήντα
ατόμων ή έστω εφτακοσίων ατόμων. Τα εφτά χιλιάδες άτομα μάς φέρνουν κάποια
αμηχανία, αλλά μπορούμε να τα φανταστούμε κι αυτά. Τα εβδομήντα χιλιάδες άτομα
έχουν ήδη γίνει ένας αφηρημένος αριθμός στο μυαλό μας, αλλά βρίσκονται ακόμα
μέσα στα όρια της αντίληψής μας. Τα εφτακόσιες χιλιάδες άτομα, αν προσπαθήσουμε
να τα φανταστούμε, θα δούμε ότι τα συγχέουμε αυθαίρετα με τα εβδομήντα χιλιάδες
άτομα. Έχουμε ήδη μπει στη σφαίρα των αφηρημένων αριθμών, με τους οποίους
μπορούμε να κάνουμε λογαριασμούς, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε την εμπειρία τους
στην καθημερινή ζωή.
Εφτά
εκατομμύρια άτομα. Το μόνο που μπορούμε να καταλάβουμε είναι ότι εδώ έχουμε ένα
πολύ μεγάλο πλήθος ατόμων, αλλά αντίληψη αυτών των ατόμων είναι αδύνατο να
έχουμε. Το ίδιο και με τα εβδομήντα εκατομμύρια άτομα και με τα εφτακόσια
εκατομμύρια άτομα. Είναι απλώς αριθμοί.
Τα
εφτά δισεκατομμύρια άτομα επομένως είναι ένας επίσης πολύ μεγάλος αριθμός. Ένας
αριθμός που δεν έχει πρόσωπο, μάτια, αυτιά, φωνή ή συναισθήματα. Ένας σκέτος
αριθμός.
Στην
καθημερινότητά μας έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε μερικές δεκάδες ανθρώπους,
φίλους, γνωστούς, συγγενείς, συναδέλφους, γείτονες. Αναγνωρίζουμε επίσης και
κάποια άτομα που συναντούμε κάθε τόσο στο δρόμο μας, αν και δεν ξέρουμε τίποτα
γι’ αυτά. Μετά έχουμε τους πλασματικούς ανθρώπους, αυτούς που ποτέ δεν έχουμε
γνωρίσει από κοντά, αλλά ξέρουμε ότι υπάρχουν συγχρόνως με μας: διάσημοι καλλιτέχνες,
πολιτικοί, επιστήμονες, επιχειρηματίες ή κακοποιοί.
Γνωρίζουμε
επίσης ότι υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι σημαντικοί στο παρελθόν, τους έχουμε μάθει
από το σχολείο ή από άλλα βιβλία, ξέρουμε το όνομά τους κι έχουμε δει τη
φωτογραφία τους. Για κάποιους πιο παλιούς που έζησαν πριν ανακαλυφθεί η
φωτογραφία, ξέρουμε μόνο το όνομά τους και το έργο τους.
Αυτά
και τελειώσαμε. Όλοι οι άλλοι είναι για μας σκιές σκιών. Είναι αριθμοί ή
γενικές λέξεις , όπως:
Ο
στρατός του Μωάμεθ του Β΄, όταν εκπόρθησε την Κωνσταντινούπολη, αποτελούνταν
από 150.000 άνδρες.
7.000
άνθρωποι σφαγιάστηκαν στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης μετά από διαταγή του
Θεοδοσίου του Α΄ το 390 μΧ.
Η
Αλεξάνδρεια είχε 300.000 κατοίκους, λίγο πριν προσαρτηθεί στη Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία.
Ο
Ιούλιος Καίσαρ διέβη τον Ρουβίκωνα το 59 π Χ με 6.000 άνδρες.
Στο
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχασαν τη ζωή τους 5.680.000 πολίτες στην Πολωνία.
Το
2011 πέθαναν από πείνα στην Ινδία 88.000 ενήλικες Ινδοί.
Ποιοι
ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς τους έλεγαν; Τι μορφή είχαν; Τι ζωή έκαναν, ποια
ήταν η δουλειά τους, ποιος ο βίος τους; Δεν έχουμε ιδέα και μάλλον δεν έχουμε
και καμιά διάθεση να μάθουμε περισσότερα. Μας αρκούν οι αριθμοί: τόσοι πέθαναν
εκεί, τόσοι εκεί, τόσοι ζούσαν εκεί τότε, τόσοι επιτέθηκαν εκεί τότε.
Άνθρωποι με χαρακτηριστικά, με χαρακτήρα, με όνομα και ταυτότητα είναι τελικά αυτές οι μερικές εκατοντάδες άνθρωποι που βρίσκονται στην καθημερινή μας ζωή, στις αναμνήσεις μας ή στις γνώσεις μας. Και γύρω από αυτούς υπάρχει ένα ακαθόριστο, απροσδιόριστο πλαίσιο ανθρώπινων μαζών χωρίς ταυτότητα.
Το
θέμα είναι ότι κι εμείς αποτελούμε μέρος της ανθρώπινης μάζας για όσους
βρίσκονται έξω από την ακτίνα βολής μας. Είμαστε μια μονάδα στον αριθμό που
πληροφορεί πόσοι είναι οι κάτοικοι της Αθήνας ή της Ελλάδας, πόσοι είναι οι
Ευρωπαίοι, πόσοι οι λευκοί, πόσοι οι εγγράμματοι. Θα γίνουμε ένας αριθμός που
θα πληροφορεί στο μέλλον τους ανθρώπους που θα έρθουν πόσος ήταν ο παγκόσμιος
πληθυσμός το έτος 2015.
Δεν
έχουμε κανένα ενδιαφέρον και καμιά συμπόνια για τα αισθηματικά προβλήματα της Χ
Κινεζούλας που ζει αυτή τη στιγμή στη
Σαγκάη ούτε και η Χ Κινεζούλα νοιάζεται
για τα δικά μας προσωπικά προβλήματα εδώ πέρα στην Αθήνα. Δεν θα μάθουμε ποτέ
για την ύπαρξή της ούτε κι εκείνη θα μάθει ποτέ για τη δική μας. Η Χ Κινεζούλα είναι απλώς μια μονάδα που
προστίθεται στον συνολικό αριθμό των κατοίκων της Σαγκάης, αν ποτέ κάνουμε τον
κόπο να ενδιαφερθούμε για τον πληθυσμό της Σαγκάης. Ομοίως κι εμείς είμαστε για
τη Χ Κινεζούλα μερικές μονάδες στον
συνολικό πληθυσμό της Αθήνας ή της χώρας μας, αν ποτέ συμβεί να πληροφορηθεί
περί του συνολικού αριθμού των Αθηναίων ή των Ελλήνων.
Αυτή
την αδυναμία να έχουμε συναισθήματα για τον άγνωστο συνάνθρωπο που ζει μαζί μας
στον ίδιο χρόνο αλλά πολύ μακριά από μας ή για τον άγνωστο στρατιώτη που πέθανε
σε μια μάχη πριν χίλια χρόνια δηλώνει πολύ εύγλωττα το γνωστό δίλημμα με τους
μανδαρίνους:
«Αν
σου πουν ότι τώρα εδώ θα πατήσεις ένα κουμπί και την ίδια στιγμή στα βάθη της
Κίνας θα πεθάνουν τρεις χιλιάδες μανδαρίνοι, αλλά εσύ θα γίνεις πάμπλουτος, θα
το πατήσεις το κουμπί;»
Γνωρίζουμε
βέβαια ότι η σωστή απάντηση είναι «όχι, δεν θα πατήσω ποτέ το κουμπί, γιατί θα
αφαιρέσω τη ζωή τριών χιλιάδων συνανθρώπων μου», αλλά το δίλημμα τέθηκε ακριβώς
για να δείξει πόσο λίγο μας νοιάζει σε τελική ανάλυση ο συνάνθρωπος που δεν
γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτόν και που θα ζήσει και θα πεθάνει, χωρίς ποτέ να
μάθουμε ότι υπήρξε καν.
Σε
αντιστάθμισμα αυτής της αδυναμίας μας να αναπτύξουμε ξεχωριστά συναισθήματα
απέναντι στα δισεκατομμύρια των απρόσωπων μαζών που ζουν μαζί με μας σε τούτη
τη Γη, έχουμε την ικανότητα να γενικεύουμε και να βλέπουμε συνολικά τα πάθη και
τις δυστυχίες τους. Μπορεί να μην ξέρουμε ποιοι ακριβώς είναι αυτοί που
χτυπήθηκαν από ένα καταστροφικό σεισμό στην άλλη πλευρά του πλανήτη, όμως
εκδηλώνουμε συμπόνια για την τραγωδία τους, εφόσον την έχουμε πληροφορηθεί. Αν
δεν την πληροφορηθούμε όμως , είναι για μας σαν να μην υπήρξε.
Εφτά
δισεκατομμύρια άνθρωποι λοιπόν είναι ένας τερατώδης αριθμός που δεν μας
επιτρέπει να αναπτύξουμε συναισθήματα για τον κάθε συνάνθρωπό μας χωριστά ούτε
μας βοηθά να έχουμε μια σαφή εικόνα του κόσμου μας. Αν όμως, όπως διάβασα
κάπου, αυτά τα εφτά δισεκατομμύρια αντιπροσωπεύονταν από εκατό ανθρώπους που
ζουν όλοι μαζί σε ένα χωριό, τότε:
57 από
αυτούς τους ανθρώπους θα είναι Ασιάτες, 21 Ευρωπαίοι, 14 Αμερικανοί (Βόρειας
και Νότιας Αμερικής), 8 Αφρικανοί.
52
από αυτούς θα είναι άντρες και 48 γυναίκες.
Οι
70 θα είναι έγχρωμοι και οι 30 λευκοί.
80
από αυτούς θα ζουν κάτω από κακές συνθήκες διαβίωσης.
70
από αυτούς θα είναι αγράμματοι.
50
θα είναι ανειδίκευτοι.
1
θα έχει ηλεκτρονικό υπολογιστή.
1
θα έχει λάβει ανώτατη εκπαίδευση.
Καθώς
τώρα οι αριθμοί είναι προσιτοί στην αντίληψή μας, μπορούμε να έχουμε μια πιο
καθαρή εικόνα του κόσμου μας.
Προσπαθώ
να φανταστώ ότι ζω σ’ αυτό το χωριό των εκατό ατόμων. Είμαι λευκή, αλλά στο
χωριό μου οι λευκοί είναι πολύ λιγότεροι από τους έγχρωμους. Όποτε βγαίνω από
το σπίτι μου πέφτω πάνω σε έγχρωμους και σπανίως συναντώ κανένα λευκό. Επειδή
όμως ζω τον περισσότερο καιρό μέσα στο σπίτι μου, δεν συνειδητοποιώ ότι ανήκω
σε μια μειοψηφία.
Είμαι
Ευρωπαία, δηλαδή ανήκω πάλι σε μια μειοψηφία, στο 20% περίπου του πληθυσμού του
χωριού μου. Κι αυτό όμως δεν το έχω συνειδητοποιήσει, επειδή οι φίλοι μου είναι
όλοι Ευρωπαίοι και κάνουμε παρέα μεταξύ μας.
Το
σπίτι μου είναι άνετο, ευρύχωρο, καθαρό και ηλιόλουστο. Όμως το 80% των
συγχωριανών μου ζει σε άθλιες παράγκες, μέσα στα σκουπίδια, τις λάσπες και τα
μολυσμένα νερά. Δεν το έχω προσέξει, επειδή συναναστρέφομαι λευκούς Ευρωπαίους
που ζουν σε ευάερα και ευήλια σπίτια. Γνωρίζω βέβαια ότι λίγο πιο πέρα από τη
γειτονιά μου η κατάσταση είναι άθλια, αλλά δεν πάω σε άλλες γειτονιές και δεν
έχω πολύ καλή εικόνα της κατάστασης.
Οι
περισσότεροι συγχωριανοί μου είναι αγράμματοι. Από τους εκατό κατοίκους του
χωριού μου μόνο τριάντα ξέρουμε γράμματα. Οι υπόλοιποι εβδομήντα δεν ξέρουν
ούτε την υπογραφή τους να βάλουν. Φυσικά
όλοι αυτοί οι αγράμματοι συνωστίζονται στις παρακατιανές γειτονιές με τις
παράγκες.
Εντελώς
συμπτωματικά μόνο εγώ από τους εκατό συγχωριανούς μου έχω πτυχίο ανώτατης
εκπαίδευσης. Και εντελώς συμπτωματικά
πάλι μόνο εγώ διαθέτω ηλεκτρονικό υπολογιστή και μπορώ να διευρύνω συνεχώς τις
γνώσεις μου.
Με
μια τέτοια θέση που κατέχω στο χωριό είναι φυσικό να θεωρώ τον εαυτό μου
προνομιούχο. Συνήθως όμως το ξεχνώ και κατατρίβομαι με τα προσωπικά μου
προβλήματα. Πότε-πότε θυμάμαι και τους παρακατιανούς συγχωριανούς μου και τους
δίνω καμιά ελεημοσύνη. Ανησυχώ όμως, μήπως έτσι πεινασμένοι που είναι κάνουν
καμιά επίθεση και με ληστέψουν. Γι’ αυτό κρατώ το σπίτι μου αμπαρωμένο καλού
κακού.
Το
θέμα είναι τι προκοπή μπορεί να έχει ένα χωριό όπου περίπου οι οχτώ στους δέκα
από τους κατοίκους του είναι αγράμματοι και πάμφτωχοι.
Ας
επανέλθουμε τώρα στον κανονικό πληθυσμό της Γης:
Κάθε
πρωί που ξυπνώ, μπαίνω στη ρουτίνα μου αδιάφορη και συχνά βαριεστημένη, επειδή
ξεχνώ ότι:
Πεντακόσια
εκατομμύρια συνάνθρωποί μου βιώνουν αυτή τη στιγμή τον πόλεμο, την αιχμαλωσία,
την πείνα, τα βασανιστήρια.
Το
75% των συνανθρώπων μου δεν έχει φαγητό στο ψυγείο του, ρούχα, παπούτσια, στέγη
και κρεβάτι.
Ένα
εκατομμύριο συνάνθρωποί μου θα πεθάνουν μέσα στην επόμενη εβδομάδα.
Σταματώ
λίγο στην τελευταία παρατήρηση, ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι θα πεθάνουν μέσα
στην επόμενη εβδομάδα. Επειδή αυτό το κείμενο που γράφω θα το αναρτήσω περίπου
μετά από ένα μήνα, διότι προηγούνται άλλα κείμενα, υπολογίζω ότι τέσσερα
εκατομμύρια άνθρωποι που αυτή τη στιγμή που γράφω είναι ολοζώντανοι, όταν εσείς
θα διαβάζετε αυτό το άρθρο, θα είναι νεκροί.
Αν
αυτή η σκέψη δεν είναι τρομακτική, πείτε μου τι άλλο τρομακτικότερο μπορεί να
σκεφτεί κανείς.
2 σχόλια:
Η αδιαφορίας μας
Ναι, και αυτό.
Δημοσίευση σχολίου