Κάθε
φορά που κάτι νέο γίνεται
στον
κόσμο μας,
σκέφτομαι, Γιώργο,
πως δεν
θα το δεις εσύ,
έμεινες
πίσω,
η ζωή σταμάτησε
για σένα
στο
δυο χιλιάδες δεκαπέντε.
Το
δυο χιλιάδες δεκαέξι
δεν
ήτανε γραμμένο να το δεις.
Να’
ξερες από τότε
που
έφυγες
πόσα
καινούργια πράγματα έγιναν,
πόσες
καταστροφές
και
πόσο νέο αίμα χύθηκε,
αλλά
και πόσο όμορφα
ανέτελλε
ο ήλιος μας κάθε πρωί,
πώς
ξεκινούσαμε τη μέρα μας
με
συναντήσεις και με ασπασμούς
και
γέλια.
Γελάμε
ακόμα εμείς
και
σχεδιάζουμε το μέλλον μας,
ενώ
εσύ,
Γιώργο,
εσύ
πού
είσαι...
Πώς
είναι δυνατόν εσύ να λείπεις
από
αυτό το πανηγύρι
των
τρελών...