21/12/15

Οι εκατόν ογδόντα χτύποι





Η Σούχα στάθηκε από πάνω μου κραδαίνοντας το τσεκούρι.

«Για την αγάπη του Ιησού Χριστού», ψιθύρισα, 
«Σούχα, μην το κάνεις αυτό!»

Το μικροκαμωμένο, νευρικό κορμί της συσπάστηκε ανεξέλεγκτα.

«Μη μιλάς εσύ γι’ αγάπη», τραύλισε.

Προσπάθησα να τραβηχτώ, αλλά δεν πρόλαβα. Κατέβασε τρεις φορές το τσεκούρι με την ακρίβεια σφαγέα. Γκρεμίστηκα κάτω από το κρεβάτι.


Πρώτος χτύπος.
Κυλίστηκα στο χαλί, μετά είδα τα δοκάρια της οροφής.

Δεύτερος χτύπος.
Μετά ξανά το χαλί.

Τρίτος χτύπος.
Ύστερα στάθηκα όρθιος λοξά, δίπλα στο τζάκι. Ο αριστερός μου κρόταφος ακούμπησε στην κορνίζα του.

Τέταρτος χτύπος.
Βλέπω πάνω στο κρεβάτι το ακέφαλο σώμα μου.

Πέμπτος χτύπος.
Η Σούχα πετά το τσεκούρι, σκίζει μανιασμένη τα ρούχα της.

Έκτος χτύπος.
Ανεβαίνει στο κρεβάτι, αγκαλιάζει το κορμί μου, πασαλείβεται με αίματα.

Έβδομος χτύπος.
Ξαπλώνει πάνω μου.

Όγδοος χτύπος.
Ιησού Χριστέ, Σωτήρα του κόσμου, είμαι ακόμα ζωντανός.

Ένατος χτύπος.
Βλέπω τη Σούχα να κάνει ανόσια πράγματα, φριχτά, με το ακέφαλο κορμί μου.

Δέκατος χτύπος.
Κύριε Ιησού Χριστέ και Άγιο Πνεύμα και Πατέρα μας στους Ουρανούς. Δεν νιώθω πόνο.

Ενδέκατος χτύπος.
Έχει μια βαθιά ουλή στο αριστερό μάγουλο. Τη ρωτώ ποιος της την έκανε. Εκείνη μαζεύεται φοβισμένη…

Δωδέκατος χτύπος.
«Δεν είναι πάνω από δεκαοχτώ χρονών, αφέντη», μου λέει ο Αριστίας. «Τη διάλεξα ασχημούλα για να μη σε σκανδαλίζει»…

Δέκατος τρίτος χτύπος.
«Μιλάς ελληνικά;»
«Μιλώ, αφέντη».
«Πώς σε λένε;»
«Σούχα».
«Ποιον θεό λατρεύεις, Σούχα;»
«Την Αναχίτ»…

Δέκατος τέταρτος χτύπος.
«Θα την κάνεις χριστιανή, αφέντη;»
«Θα την κάνω χριστιανή, Αριστία, και θα την ελευθερώσω»…

Δέκατος πέμπτος χτύπος.
Όταν έγινα χριστιανός, ελευθέρωσα όλους τους δούλους μου. Τους έκανα πάροικους στα κτήματά μου. Τους έφερα στην πίστη του Ιησού. Προσευχόμαστε τώρα μαζί κάθε μέρα…

Δέκατος έκτος χτύπος.
«Αγαπώ τον Ιησού και μέσα απ’ αυτόν αγαπώ όλο τον κόσμο. Οι άνθρωποι είμαστε αδέλφια. Αν κάποιος με πειράξει, εγώ πάλι θα τον αγαπώ. Μη φιλάς τα χέρια μου, Σούχα, δεν είσαι πια σκλάβα μου. Δεν υπάρχουν ελεύθεροι και δούλοι, το είπε ο Παύλος».
«Σ’ αγαπώ, αφέντη μου»…

Δέκατος έβδομος χτύπος.
Ήρθαν οι έμποροι για το κρασί. Τους άφησα να τα βρουν με τον Αριστία. «Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαὶ», το λέει ρητά ο Παύλος. Τους ακούω τώρα να φωνάζουν και να παζαρεύουν την τιμή. Άθλιοι έμποροι, ειδωλολάτρες…

Δέκατος όγδοος χτύπος.
Τριάντα χρόνια είναι που πέρασε ο Παύλος αποδώ και οι συμπολίτες μου τον χλεύασαν. Δεν κατεβαίνω πια στο άστυ. Η πόλη με απωθεί. Οι χριστιανοί εδώ μετριόμαστε στα δάχτυλα…

Δέκατος ένατος χτύπος.
«Αγαπημένοι εν Χριστώ αδελφοί μου της Κορίνθου, σκέφτομαι την πρότασή σας, αλλά δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Δώστε μου σας παρακαλώ λίγο καιρό»…

Εικοστός χτύπος.
«Όχι τέτοια αγάπη, Σούχα. Δεν αγαπιούνται έτσι οι χριστιανοί».
«Τότε πώς;»
«Φύγε, Σούχα, από το κρεβάτι μου»…

Εικοστός πρώτος χτύπος.
Ο Αριστίας έπιασε τον Λεοννόρη να κλέβει λάδι. Τον τιμώρησα με νηστεία είκοσι ημερών…

Εικοστός δεύτερος χτύπος.
Ήρθε ο επίσκοπος από το άστυ μαζί με δύο διακόνους. Είναι απογοητευμένος. Λέει πως δεν θα γίνουν ποτέ χριστιανοί οι Αθηναίοι, δεν τους αφήνουν οι δαίμονες που κατοικούν στα αγάλματά τους. Και η πόλη είναι γεμάτη απ’ αυτά. «Ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστὶν», λέει ο επίσκοπος. «Λίγοι θα μπούμε, Ερμύλε, στη βασιλεία των Ουρανών»…

Εικοστός τρίτος χτύπος.
Η Σούχα μού δείχνει το σημάδι στο μάγουλό της. Φαίνεται σαν να κλαίει συνέχεια από το αριστερό μάτι. «Είσαι καλός αφέντης εσύ. Δεν τιμωρείς», μου λέει…

Εικοστός τέταρτος χτύπος.
Ο Αριστίας μού τη φέρνει σέρνοντάς την απ’ τα μαλλιά. «Πάλι έκανε τελετές στο δαίμονα, αφέντη. Τραγουδούσε παράξενα τραγούδια μπροστά στη φωτιά και κουνούσε αυτά τα κλαδιά». «Η Αναχίτ είναι η θεά της ­αγάπης», λέει η Σούχα. Πέρασα μεγάλη σύγχυση…

Εικοστός πέμπτος χτύπος.
«Αφέντη, αφού λες πως μ’ αγαπάς, αγάπησέ με».
«Όχι έτσι, Σούχα, όχι τέτοια αγάπη»…

Εικοστός έκτος χτύπος.
Διαρρύθμισα την αποθήκη, την έκανα ένα ωραίο χώρο προσευχής. Στη μέση έβαλα ένα τραπέζι, το σκέπασα μ’ ένα υφαντό, πάνω τοποθέτησα τον ξύλινο Σταυρό. Τώρα μαζευόμαστε εδώ και προσευχόμαστε. Ύστερα μιλάμε για τον Ιησού…

Εικοστός έβδομος χτύπος.
Έχει κρεμασμένο το αγαλματάκι της Αναχίτ μ’ ένα κορδόνι από το λαιμό της. Το κρύβει κάτω από τα ρούχα της. «Αν μ’ αγαπάς, Σούχα, πέτα μακριά αυτό το είδωλο. Μέσα του κατοικεί ένας δαίμονας που υπηρετεί το Σατανά». Εκείνη σφίγγει στην αγκαλιά της το αγαλματάκι και δεν μιλά…

Εικοστός όγδοος χτύπος.
«Αφέντη Ερμύλε, άδικα κοπιάζεις. Δεν θα γίνει ποτέ χριστιανή αυτή».
«Υπομονή, Αριστία, υπομονή»…

Εικοστός ένατος χτύπος.
Τη νύχτα με περίμενε στο κρεβάτι μου. Θύμωσα πολύ και την έδιωξα. Σήμερα κλαίει όλη μέρα και κρατά το ειδώλιο στην αγκαλιά της…

Τριακοστός χτύπος.
Πάλι έπιασε ο Αριστίας τον Λεοννόρη να κλέβει. Αυτήν τη φορά τον μαστίγωσε. Πήρα κατά μέρος τον Λεοννόρη και του έδινα συμβουλές όλο το βράδυ. Τον Αριστία τον τιμώρησα με νηστεία πέντε ημερών. Λέει πως του είναι δύσκολο να είναι χριστιανός, πως έχει μέσα του πολλή οργή…

Τριακοστός πρώτος χτύπος.
Μας κατηγορούν οι εχθροί μας πως εμείς οι χριστιανοί μισούμε τους ανθρώπους. Το λένε αυτό, επειδή δεν συμμετέχουμε στις τελετές τους. Ζούμε κάπως απομονωμένοι, είναι αλήθεια. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς…

Τριακοστός δεύτερος χτύπος.
«Τι είναι, Σούχα, η αγάπη; Θα σ’ το πω πιο απλά: να σε μισούν οι άλλοι κι εσύ να τους αγαπάς. Να θέλουν να σε βλάψουν κι εσύ να τους ευεργετείς. Να σε αποστρέφονται, να σε περιφρονούν κι εσύ να τους συγχωρείς. Να αγαπάς τον πλησίον σου, όσο αγαπάς τον εαυτό σου».
«Σ’ αγαπώ περισσότερο κι από τον εαυτό μου, αφέντη»…

Τριακοστός τρίτος χτύπος.
Ο Δομιτιανός τα έβαλε με τους χριστιανούς. Οι αδελφοί στις διάφορες εκκλησίες είναι πολύ ταραγμένοι. Κατέβηκα στο άστυ, πήγα και βρήκα τον επίσκοπο. «Μην ανησυχείς, Ερμύλε, εδώ εμάς κανείς δεν μας υπολογίζει. Είμαστε ασφαλείς». Στο δρόμο είδα τέσσερα αγάλματα που τα φόρτωναν για τη Ρώμη. Μακάρι να τα έπαιρναν όλα οι Ρωμαίοι. Να φύγουν αποδώ αυτά τα μαγαρίσματα, να καθαρίσει η πόλη…

Τριακοστός τέταρτος χτύπος.
«Θα παντρευτείς, αφέντη; Έτσι λέει ο Αριστίας».
«Να μη σε νοιάζει, Σούχα, τι θα κάνω»…

Τριακοστός πέμπτος χτύπος.
Μια και του έχω απαγορεύσει να χτυπά τους πρώην δούλους μου, ο Αριστίας τώρα δέρνει τα παιδιά του. Αλλά το κάνει από αγάπη, για να γίνουν καλύτερα. Δεν είναι αμαρτία αυτό. Αύριο τα παιδιά αυτά θα είναι ενάρετοι χριστιανοί…

Τριακοστός έκτος χτύπος.
«Αγαπημένοι εν Χριστώ αδελφοί μου της Κορίνθου, πήρα την απόφασή μου. Θα μείνω άγαμος. Θα αφιερωθώ στον Ιησού Χριστό. Την ευσεβή γυναίκα που μου διαλέξατε, ας την παντρευτεί καλύτερα ένας νεότερος αδελφός. Τώρα, σχετικά με τις επιστολές του Παύλου που θέλω να μου στείλετε»…

Τριακοστός έβδομος χτύπος.
«Αφέντη, μ’ αγαπάς εσύ;»
«Σ’ αγαπώ, Σούχα».
«Γιατί τότε δεν ξαπλώνεις μαζί μου;»
«Γιατί δεν θέλει τέτοια αγάπη ο Ιησούς».
«Η Αναχίτ τέτοια αγάπη θέλει. Αγάπη που σμίγει τα αίματα»…

Τριακοστός όγδοος χτύπος.
Μου μήνυσε ο επίσκοπος πως ακόμα ένας Αθηναίος βαφτίστηκε χριστιανός. Χάρηκα βέβαια, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Οι εκκλησίες μας στις άλλες πόλεις βαφτίζουν καθημερινά νέους πιστούς. Εμείς εδώ φυτοζωούμε. Κι από τους αδελφούς μου που δουλεύουν στα κτήματα, εξαφανίστηκαν προχθές δύο. Είπα στον Αριστία να μην κάνει τίποτα. Ας τους κρίνει ο Θεός…

Τριακοστός ένατος χτύπος.
Οι επιστολές του Παύλου που μου έστειλαν από την Κόρινθο, μου έδωσαν πολλή χαρά. Τα βράδια μετά την προσευχή τις διαβάζω στους αδελφούς μου και μετά συζητούμε. Μερικούς τους παίρνει ο ύπνος και ο Αριστίας θυμώνει. «Κουράζονται στα κτήματα», του λέω, «μην τους μαλώνεις. Μονάχα ξύπνα τους»…

Τεσσαρακοστός χτύπος.
Οι Αθηναίοι στήνουν αγάλματα στον αυτοκράτορα και τον λατρεύουν σαν θεό. Δεν προοδεύει η υπόθεσή μας σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Πρέπει να κάνω οπωσδήποτε τη Σούχα χριστιανή. Να φέρω ακόμα μια ψυχή στην Εκκλησία…

Τεσσαρακοστός πρώτος χτύπος.
Το βράδυ τη βρήκα πάλι στον κοιτώνα μου.
«Γιατί ο Ιησούς δεν θέλει την αγάπη μου για σένα;»
«Γιατί αυτό δεν είναι αγάπη, είναι αμαρτία».
Με κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει.
«Παράξενος θεός ο Ιησούς σου. Η Αναχίτ δεν είναι έτσι».
Της είπα να φύγει κι έφυγε…

Τεσσαρακοστός δεύτερος χτύπος.
Ο Λεοννόρης μού ζήτησε την άδεια να κατέβει στο άστυ. Θέλει, λέει, να εμπορευτεί. «Πρόσεξε, Λεοννόρη, μη γίνεις έμπορος πονηρός και ψεύτης. Είσαι χριστιανός τώρα εσύ». Μου φιλά δουλικά το χέρι. Εγώ τον φιλώ στο μάγουλο. «Δεν είσαι δούλος μου, είσαι αδελφός μου», του λέω.
Δύσκολο ν’ αλλάξουν νοοτροπία οι άνθρωποι…

Τεσσαρακοστός τρίτος χτύπος.
Έντεκα παιδιά έχω στο κτήμα. Τα μαζεύω τα απογεύματα στο αίθριο και τους διηγούμαι τα θαύματα του Ιησού. Θα τα κάνω όλα χριστιανούς. Έντεκα αυτά και έξι οι γονείς τους, δεκαεφτά. Δεκαεννιά μαζί με τον Αριστία και τη γυναίκα του. Πλην δύο που το ’σκασαν, δεκαεφτά. Και μία η Σούχα που θα γίνει χριστιανή, δεκαοχτώ. Δεκαοχτώ ψυχές φέρνω στην Εκκλησία σου, Ιησού Χριστέ…

Τεσσαρακοστός τέταρτος χτύπος.
Πέρασα ένα δυνατό κρυολόγημα μέσα στο καταχείμωνο, τρεις μέρες ψηνόμουν στον πυρετό. Η Σούχα κοιμόταν στα πόδια του κρεβατιού, με τάιζε και με περιποιόταν μέρα νύχτα. «Αυτή την αγάπη, Σούχα, θέλει ο Ιησούς», της λέω. Έχει ένα βλέμμα ανεξιχνίαστο. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτεται…

Τεσσαρακοστός πέμπτος χτύπος.
Φιλοξενώ δυο αδελφούς από την Κόρινθο. Στενοχωρήθηκα πολύ μ’ αυτά που μου είπαν. Συνεχίζεται η διχόνοια στην εκκλησία τους, δεν ομονοούν οι αδελφοί εκεί. Εδώ πάλι τα πράγματα είναι στάσιμα. Εντυπωσιάστηκαν, όταν τους είπα για τις δεκαοχτώ ψυχές. Ύστερα γύρισαν τη συζήτηση στο θέμα του γάμου μου. Πρέπει, επιμένουν, να παντρευτώ, να κάνω παιδιά που θα γίνουν χριστιανοί. Πάλι μου μίλησαν για κείνη την καλή γυναίκα που μου είχαν προτείνει προ καιρού.
Το σκέφτομαι ξανά το θέμα…

Τεσσαρακοστός έκτος χτύπος.
Ο Λεοννόρης, μαθαίνω, έγινε πορνοβοσκός. Και ξαναγύρισε στα είδωλα. «Χάσαμε μια ψυχή, Αριστία. Πρέπει εξάπαντος να κερδίσουμε μιαν άλλη. Φώναξέ μου τη Σούχα»….

Τεσσαρακοστός έβδομος χτύπος.
Μαζευτήκαμε απόψε και προσευχηθήκαμε για τον Λεοννόρη. Μερικοί από τους αδελφούς μου δάκρυσαν. Με συγκίνησε η πίστη τους. Ο Αριστίας μού λέει να μην τους πολυεμπιστεύομαι. 
«Υποκρίνονται για να σου είναι αρεστοί, αφέντη Ερμύλε», μου λέει στο αυτί.
Η Σούχα στέκεται σε μιαν άκρη και βλέπει…

Τεσσαρακοστός όγδοος χτύπος.
«Αγάπησέ με, αφέντη, όπως θέλει η Αναχίτ!»
Τη σπρώχνω με αποτροπιασμό…

Τεσσαρακοστός ένατος χτύπος.
Έρχεται τα βράδια στον κοιτώνα μου και στέκεται στην πόρτα. Δείχνει θυμωμένη. Μένει εκεί λίγη ώρα, χωρίς να μιλά κι έπειτα φεύγει. Σαν να μου φαίνεται πως έχει τρελαθεί. Δεν ξέρω πώς να χειριστώ αυτή την υπόθεση. Μήνυσα στον επίσκοπο να με συμβουλέψει…

Πεντηκοστός χτύπος.
«Κατάστρεψε το δαίμονα και ελευθέρωσέ την», μου μήνυσε ο επίσκοπος…

Πεντηκοστός πρώτος χτύπος.
Στην Έφεσο οι ειδωλολάτρες έχουν λιγοστέψει. Οι αργυροκόποι που πουλούν ειδώλια της Αρτέμιδας έμειναν σχεδόν χωρίς δουλειά. Και στη Βιθυνία ακούω πως έχουν αδειάσει οι ναοί τους, κανείς δεν αγοράζει ζώα για θυσίες. Χαρμόσυνα νέα…

Πεντηκοστός δεύτερος χτύπος.
Κλαίει εδώ και τρεις μέρες κι όταν δεν κλαίει, κάθεται βουβή και κοιτάζει κατά τον Υμηττό. Προς το παρόν δεν της μιλώ καθόλου, την αφήνω να κλαίει. Πονάει τώρα, αλλά είναι για το καλό της. Αργότερα θα μ’ ευγνωμονεί. Ο Αριστίας μάζεψε το θρυμματισμένο είδωλο και το πέταξε στη φωτιά…

Πεντηκοστός τρίτος χτύπος.
Δεν βγαίνουμε έξω αυτές τις μέρες, καθόμαστε κλεισμένοι στο σπίτι. Γιορτάζουν οι ειδωλολάτρες τα Διονύσια και τριγυρίζουν μεθυσμένοι στους αγρούς. Ο Αριστίας τους βρίζει κι εγώ τον επιπλήττω. Κάναμε μια ευχαριστιακή σύναξη και προσευχηθήκαμε…

Πεντηκοστός τέταρτος χτύπος.
Τελευταία έχει γίνει επιθετική. Με δυσκολία συγκρατώ τον Αριστία να μην τη χτυπήσει. Πάντως πια δεν μιλάει για την Αναχίτ. Φαίνεται χαμένη, χωρίς πίστη, μπερδεμένη…

Πεντηκοστός πέμπτος χτύπος.
Καθόμαστε στο αίθριο και της μιλώ για τον Ιησού. «Δεν με νοιάζει ο θεός σου. Εσύ θέλω να μ’ αγαπάς. Όπως αγαπούν οι άνδρες, όχι όπως ο Ιησούς». 
«Αυτό δεν θα γίνει ποτέ, Σούχα, πάρ’ το απόφαση»…

Πεντηκοστός έκτος χτύπος.
Αυτή είναι τώρα κυριαρχημένη από ένα πάθος δαιμονικό. Πρέπει να λυτρωθεί απ’ αυτό, να γνωρίσει τη γλυκιά αγάπη του Ιησού. Της ζητώ να γονατίσει μπροστά στο Σταυρό. «Αφέντη, αν πιστέψω στο θεό σου, δεν θα θυμώσει η Αναχίτ;» «Η Αναχίτ είναι ανίσχυρη μπροστά στον Ιησού. Όλοι οι δαίμονες είναι ανίσχυροι μπροστά του. Να μη φοβάσαι τίποτα»…

Πεντηκοστός έβδομος χτύπος.
«Μ’ αγαπάς, αφέντη;» «Σ’ αγαπώ σαν χριστιανός, Σούχα». «Κι εγώ σ’ αγαπώ, αν και δεν είμαι χριστιανή». Θέλει ν’ αγγίξει το χέρι μου, αλλά δεν την αφήνω. «Θα μιλήσουμε πολλές φορές για την αγάπη», της λέω. Με κοιτάζει και δεν καταλαβαίνει…

Πεντηκοστός όγδοος χτύπος.
«Πώς είμαστε ίσοι; Ο αφέντης είσαι εσύ. Δικά σου είναι τα κτήματα. Αν εγώ σε χαστουκίσω, εσύ θα με τιμωρήσεις». «Δεν θα σε τιμωρήσω. Θα γυρίσω και το άλλο μάγουλο». Με κοιτάζει ερευνητικά. Σηκώνει έπειτα το χέρι και με χτυπά στο πρόσωπο. Δεν βγάζω άχνα. «Το άλλο μάγουλο τώρα, αφέντη». Γυρίζω και το άλλο μάγουλο…

Πεντηκοστός ένατος χτύπος.
Θα σώσω την ψυχή της με κάθε κόστος. Το έχω βάλει πείσμα…

Εξηκοστός χτύπος.
Φέτος τα μελίσσια μου στον Υμηττό μού έδωσαν μέλι πρώτης ποιότητος. Ο Αριστίας κατέβηκε στον Πειραιά, το πούλησε απευθείας στους εμπόρους που εμπορεύονται στην Ιταλία. Με την ευκαιρία μού αγόρασε κάμποσες δέσμες περγαμηνής. Σκοπεύω να δωρίσω μερικές στον επίσκοπο και τις άλλες θα τις στείλω στους αδελφούς στην Κόρινθο. Τους είμαι πολύ υποχρεωμένος…

Εξηκοστός πρώτος χτύπος.
Άσχημα πράγματα ακούγονται για την εκκλησία τής Κορίνθου. Κάποιοι εκεί συνεχίζουν τα ειδωλοθυτικά γεύματα. Άλλοι πάλι καταφεύγουν σε ειδωλολάτρες δικαστές. Από την εποχή του Παύλου γίνονται αυτά. Και λένε και για αιμομιξίες. Στενοχωριέμαι πολύ, όταν ακούω τέτοια πράγματα…

Εξηκοστός δεύτερος χτύπος.
Ξύπνησα απότομα και τη βρήκα στην αγκαλιά μου. Τινάχτηκα αηδιασμένος. «Πώς θα αγαπιόμαστε, χωρίς να αγγιζόμαστε; Δεν το καταλαβαίνω αυτό». «Φύγε, Σούχα, από τον κοιτώνα μου»…

Εξηκοστός τρίτος χτύπος.
Ήρθα σε συνεννόηση με τον επίσκοπο. Δέχεται να την κρατήσει αυτός και να την κατηχήσει. Πρέπει να φύγει αποδώ η Σούχα…

Εξηκοστός τέταρτος χτύπος.
Μετά τη βραδινή προσευχή μιλήσαμε για την ανάσταση του Λαζάρου κι ένας αδελφός, ο Κόραιξος, με ρώτησε, αν η ψυχή χωρίζεται αμέσως απ’ το σώμα, μόλις ο άνθρωπος πεθάνει. «Το ρωτώ αυτό, επειδή λένε πως έχουν δει κεφάλια κομμένα από το σώμα τους να ζουν ακόμα λίγη ώρα». «Δεν ξέρω εγώ από τέτοια πράγματα. Θα ρωτήσω τον επίσκοπο, άμα τον δω». Η Σούχα στέκεται στην πόρτα κι ακούει…

Εξηκοστός πέμπτος χτύπος.
«Αφέντη, θέλω να γίνω χριστιανή»…

Εξηκοστός έκτος χτύπος.
Ούτε στα μάτια δεν με κοιτάζει πια. Δοξάζω τον Κύριο που την έσωσε. Δεκαεφτά ψυχές φέρνω στην εκκλησία της πόλης μου, δεκαεφτά ψυχές, Κύριε. Τον Λεοννόρη τον χάσαμε…

Εξηκοστός έβδομος χτύπος.
«Μη με διώξεις, αφέντη, τώρα που σ’ αγαπώ με τον τρόπο του Ιησού!» Γονατίζει, αγκαλιάζει τα πόδια μου και κλαίει. «Δεν θα σε διώξω, Σούχα, ησύχασε»…

Εξηκοστός όγδοος χτύπος.
Έκανα ένα σύντομο ταξίδι στην Κόρινθο. Δεν ανακατεύτηκα στις διενέξεις τους, τους είπα μόνο να προσέχουν, γιατί εδώ είναι η έδρα του Ρωμαίου διοικητή και είναι πιο εκτεθειμένοι. Η νύφη είναι από εύπορη χριστιανική οικογένεια, μια καλή γυναίκα. Ανδρονίκη τη λένε…

Εξηκοστός ένατος χτύπος.
«Αφέντη Ερμύλε, θα παντρευτείς;»
«Θα παντρευτώ, Σούχα»…

Εβδομηκοστός χτύπος.
Κατέβηκα στο άστυ και συζήτησα με τον επίσκοπο για το γάμο. Χάρηκε πολύ. «Εγώ θα σας ευλογήσω», μου είπε. Ύστερα έψαξα για τον Λεοννόρη. Τον βρήκα μεθυσμένο σ’ ένα καπηλειό στην αγορά. Σηκώθηκε παραπατώντας και με φίλησε στο στόμα. «Τίς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;» λέει ο Παύλος. Νιώθω θλίψη…

Εβδομηκοστός πρώτος χτύπος.
Στο αίθριο τα παιδιά με ρωτούν πότε θα έρθει η νύφη. «Τον άλλο μήνα», τους λέω. Χειροκροτούν ενθουσιασμένα. Περιμένουν τα γλυκά του γάμου. Βλέπω τη σκιά τής Σούχας να χάνεται στο βάθος της αυλής…

Εβδομηκοστός δεύτερος χτύπος.
Η Ανδρονίκη είναι όπως το όνομά της: μοιάζει με άνδρα. Καλύτερα…

Εβδομηκοστός τρίτος χτύπος.
Παίρνει το κεφάλι μου και το ακουμπά στο στήθος της. «Μέτρα εκατόν ογδόντα χτύπους της καρδιάς μου, αφέντη». «Γιατί να το κάνω αυτό, Σούχα;» «Μέτρα και θα σου πω». Κρατά τρυφερά το κεφάλι μου στα χέρια της. Μετρώ εκατόν ογδόντα χτύπους. «Τόσο ζει ένα κεφάλι, άμα το χωρίσουν απ’ το σώμα του. Έχω δει τέτοια ασώματα κεφάλια στην πατρίδα μου. Κοίταζαν εμάς τους ζωντανούς κι έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια τους. Αλήθεια σού λέω, αφέντη Ερμύλε»…

Εβδομηκοστός τέταρτος χτύπος.
Έβαλα τις γυναίκες να καθαρίσουν το σπίτι. Πρέπει να είναι όλα έτοιμα, όταν θα έρθει η νύφη. Η Σούχα γλιστρά παντού αθόρυβα. Σαν αερικό…

Εβδομηκοστός πέμπτος χτύπος.
Βρήκα στο κρεβάτι μου τρίχες καψαλισμένες και μικρά καρφιά.
«Είναι για το κακό μάτι, αφέντη», λέει η Σούχα. Τη βάζω να προσευχηθεί και να ζητήσει συχώρεση από το Σταυρό. Το κάνει πρόθυμα…

Εβδομηκοστός έκτος χτύπος.
Στεκόταν ακίνητη πίσω μου πολλή ώρα. Εγώ δεν πήρα είδηση. Την είδε ο Αριστίας και μου το είπε. 
«Προσευχόμουν για σένα, αφέντη Ερμύλε», μου λέει…

Εβδομηκοστός έβδομος χτύπος.
Έστειλα τον Αριστία και δυο αδελφούς στην Κόρινθο με τα δώρα του γάμου. Θα γυρίσουν μαζί με τη νύφη σε οχτώ μέρες. Ειδοποίησα και τον επίσκοπο…

Εβδομηκοστός όγδοος χτύπος.
Ο Δομιτιανός διέταξε να ξεριζώσουμε τα μισά μας αμπέλια. Θέλει, λένε, να υποστηρίξει τους Ιταλούς παραγωγούς. Είμαι πολύ αναστατωμένος. Κι ο Αριστίας λείπει. Δεν είναι αυτός καιρός για γάμους, σχεδόν έχω μετανιώσει…

Εβδομηκοστός ένατος χτύπος.
Η Σούχα έχει εξαφανιστεί από χθες. Ο Κόραιξος μου είπε πως πήγε στους βοσκούς μου στον Υμηττό να διαλέξει τα ζώα που θα σφάξουμε στο γάμο. Έγινα έξαλλος. Δεν θα γίνει εμένα ο γάμος μου ειδωλολατρικό πανηγύρι. Έστειλα τον Κόραιξο να τη φέρει πίσω…

Ογδοηκοστός χτύπος.
Ξυπνώ μέσα στη νύχτα και τη βλέπω από πάνω μου. Ιησού Χριστέ, Κύριε και Σωτήρα μου, ίδια η Αναχίτ, ο δαίμονας…

Ογδοηκοστός πρώτος χτύπος.
Σηκώνει το τσεκούρι, το ζυγιάζει στο ύψος του ­λαιμού μου. «Για την αγάπη του Χριστού, Σούχα, μην το κάνεις αυτό!»…

Ογδοηκοστός δεύτερος χτύπος.
«Μη μιλάς εσύ γι’ αγάπη», τραυλίζει. Το μικροκαμωμένο, νευρικό κορμί της τινάζεται με σπασμούς…

Ογδοηκοστός τρίτος χτύπος.
Τραβιέμαι στην άλλη άκρη, προσπαθώ να κατέβω από το κρεβάτι.
Εκείνη με προφταίνει…

Ογδοηκοστός τέταρτος χτύπος.
Με χτυπά τρεις φορές στο λαιμό με την ακρίβεια σφαγέα…

Ογδοηκοστός πέμπτος χτύπος.
Ιησού Χριστέ, είμαι ακόμα ζωντανός.
Στο κρεβάτι αυτή κάνει ανήκουστα πράγματα με το ακέφαλο κορμί μου.
Κύριε και Σωτήρα μου, δέξου την ψυχή μου αναμάρτητη, είμαι καθαρός.
Κύριε και Σωτήρα μου, στείλε τους αγγέλους σου να με υποδεχθούν, να μπω αγνός στη βασιλεία των Ουρανών.
Η Σούχα καβάλα στο κορμί μου, λουσμένη στο αίμα μου, τινάζεται και σπαρταρά κι αφήνει άγριες κραυγές.
Λυπήσου με, Ιησού Χριστέ.
Μην είναι αυτή η τελευταία εικόνα που θα έχω μαζί μου, τώρα που θα σε συναντήσω. Στείλε το Ουράνιο Φως σου να με καλύψει, να με προστατέψει από το αποτρόπαιο θέαμα.
Δεν αμαρτάνω εγώ, Κύριε, πια δεν ορίζω εγώ αυτό σώμα στο κρεβάτι μου.
Παίρνει τα χέρια μου και τα φιλά, ύστερα τα ακουμπά στο στήθος της.
Το Θείο Φως σου, Ιησού…
Πού είσαι, Κύριε;
Συχώρεσέ με, Ιησού Χριστέ, Σωτήρα.
Πλέκει τα δάχτυλά της μέσα στα δικά μου, τινάζει πίσω τα μαλλιά της, σκύβει, γλείφει το σώμα μου. Τα χείλια της βάφονται με το αίμα μου.
Ιησού, Μεγάλε Θεέ των Ουρανών, πού είναι οι άγγελοι;
Πού είσαι, Κύριε;
Αναχίτ, Σωτήρα του κόσμου.
Είμαι ακόμα ζωντανός.
Δεν πεθαίνω.
Σταμάτησε ο χρόνος να κυλά.
Η Σούχα οργά πάνω στο κρεβάτι μου.
Σαν να μυρίζω τη γλυκερή οσμή της σάρκας της.
Σαν να μυρίζω το αίμα μου.
Νιώθω μέσα στο μυαλό μου την ηδονή του ακέφαλου κορμιού μου.
Δόξα σε σένα, Κύριε και Αναχίτ.
Λεοννόρη…
«Ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ».
Αμάρτησα, Αναχίτ, μεγάλη Θεά.
Ο χρόνος έγινε άπειρος.
Δεν πεθαίνω.
Η Σούχα ουρλιάζει θριαμβευτικά.
Κατεβαίνει αργά από το κρεβάτι, αιωρείται στον αέρα σαν πούπουλο.
Αστράφτει από κόκκινο θεϊκό φως.
Υγρή Σούχα, Σωτήρα του κόσμου.
Σαν να μυρίζω σπέρμα.
Σκύβει.
Με παίρνει στην αγκαλιά της.
Ακούω τη φωνή της να έρχεται από πολύ μακριά:
«Εκατόν ογδόντα χτύποι, Ερμύλε, και τα αίματά μας έσμιξαν. Τώρα η μήτρα μου κρατά μέσα της το σπέρμα σου. Δόξα στη Μεγάλη Θεά Αναχίτ!»
Κολλά τα χείλια της στα δικά μου.
Η γλώσσα της χώνεται στο στόμα μου.
Αυτή… η τελευταία αίσθηση…


( "Αγαπημένε μου ψυχίατρε", εκδ. Απόπειρα ).





Δεν υπάρχουν σχόλια: