Η Μαργαρίτα είναι τώρα τέσσερις μήνες που μπήκε στη Μεγάλη
Μηχανή.
Ξυπνά απ’ τα χαράματα και τρέχει σαν τρελή στους δρόμους
αλλάζοντας λεωφορεία και τρένα, ξεψυχισμένη φτάνει στη δουλειά. Όταν γυρίζει
σπίτι της είναι πράσινη, χαλκοπράσινη από την κούραση, θέλει να πέσει στο
κρεβάτι και να κοιμηθεί, θέλει να ξεχάσει, καθόλου δεν της αρέσει αυτή η
ιστορία με τη δουλειά.
Και τώρα, ώρα έξι το πρωί -
ώρα έξι που άλλοτε μετά τα ωραία ξενύχτια κατέβαζε ως κάτω τα ρολά και
ξάπλωνε για ύπνο – τώρα έξι το πρωί χτυπά το ξυπνητήρι και εγγράφει στον
εγκέφαλό της τη διαταγή, να σηκωθεί αμέσως, χωρίς αναβολή και να βγει στους
δρόμους - αλίμονό σου, σκλάβα, αν αργήσεις, πώς θα
απολογηθείς μετά στο Μεγάλο Επιστάτη,
αλίμονό σου, Μαργαρίτα, χάθηκες, καημένη μου.
Έξω ακόμα είναι νύχτα και στην κουζίνα πιάστηκε επ’ αυτοφώρω
η κλέφτρα κατσαρίδα, κοκαλώνει απ’ την
τρομάρα, ακίνητη δέκα ολόκληρα λεπτά, όσο
η Μαργαρίτα φτιάχνει και πίνει τον καφέ της και την περιφρονεί. Διακοσμητικό
τοίχου, ελεεινή κατσαρίδα των φωταγωγών, ελεεινή Μαργαρίτα.
Έξι και είκοσι, χειμώνας, νύχτα.
Οι σκλάβοι με τους ώμους σκυφτούς ξετρυπώνουν από τα σπίτια αθόρυβοι
σαν τα ποντίκια, ξεκολλούν σαν καταραμένες σκιές από τους τοίχους, δεν μιλούν,
τα μάτια είναι ακόμα θολά, η σκέψη ακίνητη σαν πέτρα. Στέκονται μοιρολατρικά
στη στάση και ατενίζουν το κενό. Μερικοί βήχουν πνιχτά, άλλοι βήχουν δυνατά,
μερικοί κοντεύουν να πνιγούν από το βήχα. Οι άλλοι, αυτοί που δεν βήχουν,
στέκονται απαθείς όπως τα ανδρείκελα. Εδώ ανήκει η Μαργαρίτα, σ’ αυτούς ανήκει
και τόσα χρόνια προετοιμασίας δεν πήρε είδηση για πού προοριζόταν.
Στο λεωφορείο η αθλιότητα χειροτερεύει. Τα ανδρείκελα
κρεμασμένα από τις χειρολαβές αλληλοτρίβονται και αναπνέουν ο ένας την αναπνοή
του άλλου. Το λεωφορείο σταματά και
ξεκινά απότομα, τα ανδρείκελα αλληλοσυγκρούονται,
αλληλοαπωθούνται, αλληλοπατιούνται, αλληλομισούνται.
Θα συνηθίσει ασφαλώς. Όλα είναι ζήτημα προσαρμογής, πόσο
καιρό ακόμα. Έπειτα δεν θα καταλαβαίνει τη διαφορά. Θα γίνει ένα ωραίο ανδρείκελο
με γυάλινα μάτια και τσιμεντένιο κεφάλι και θα είναι ευτυχής. Ζήτημα χρόνου
λοιπόν.
Αλλά δεν θυμώνει γι αυτό η Μαργαρίτα. Για το άλλο θυμώνει,
το άλλο την πονά, αυτό την κάνει έξαλλη. Που τόσα χρόνια αεροβατούσε,
φιλοσοφούσε και φιλοκαλούσε και δεν είχε πάρει μυρωδιά κατά πού όδευε. Αυτό την
εξαγριώνει περισσότερο απ’ όλα.
Έξι το πρωί άλλοτε έπεφτε να κοιμηθεί και στο σπίτι αιωρούνταν
ακόμα οι βαθυστόχαστες αναλύσεις με τους φίλους και οι προβληματισμοί περί
Ιστορίας, περί Φιλοσοφίας, περί πολέμου και ειρήνης, περί τέχνης, περί
έρωτος, περί ανέμων και υδάτων, περί πάντων. Περί πάντων πλην της ουσίας συζητούσε
με τους φίλους της η Μαργαρίτα.
Και η ουσία είναι αυτή που γεύεται εδώ και τέσσερις μήνες,
το εγερτήριο στις έξι, οι συγκοινωνίες -
ένα λεωφορείο, μετά ο ηλεκτρικός, μετά πάλι λεωφορείο και ξανά στην επιστροφή ένα λεωφορείο, ο
ηλεκτρικός και πάλι λεωφορείο – στη δουλειά ο Μέγας Επιστάτης ( «ο Επίφοβος»), ο
Μικρός Επιστάτης («ο Ύπουλος») , οι
σκλάβοι, όλοι τους μισότρελοι με σφιχτά,
συντηρητικά στόματα, με λόγια τρύπια που έφτασαν να τα πιστεύουν πια μετά
από χιλιάδες αναμασήματα.
Ο Μέγας Επιστάτης - πρόκειται κατά βάθος για ηλίθιο - λέει συνέχεια ασυναρτησίες και οι σκλάβοι τον
μισούν και τον βρίζουν στα κρυφά. Ο Μικρός Επιστάτης χλωμός, γεμάτος άρρωστες νευρικές απολήξεις,
σκύβει ταπεινά μπροστά του. Όταν ο Μέγας Επιστάτης φεύγει, εκείνος πιάνει το
κεφάλι του και χοροπηδά μουγκός από τα νεύρα.
Η Μαργαρίτα είναι εκεί η μικρότερη σκλάβα, δροσερή ακόμα. Ο Μέγας Επιστάτης τής έχει
αδυναμία, γιατί η σκλάβα έπεσε στη δουλειά με όρεξη, πριν καταλάβει την
αλήθεια, κι οι άλλοι σκλάβοι χαμογέλασαν κάτω από τα μουστάκια τους.
Η Μαργαρίτα είναι υπόδειγμα – τόσες σπουδές και εξυπνάδες
πού στο διάολο πήγαν; - ο ηλίθιος την έχει τρελάνει στη δουλειά, παίρνει ακόμα
και στο σπίτι. Όμως το κάπνισμα απαγορεύεται αυστηρά και η Μαργαρίτα κρύβεται
εδώ κι εκεί σαν τρομοκράτης και τραβά με αγωνία τις τζούρες της.
Είναι ταπεινωμένη, είναι διαστρεβλωμένη, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει.
Λοιπόν γι αυτό προετοιμαζόταν τόσα χρόνια, για να πάρει αυτή την εξευτελισμένη
θέση μέσα στη Μεγάλη Μηχανή, πρωτόκολλα, στατιστικές, δελτία κινήσεως,
πρακτικά, δεν πήρε είδηση τόσα χρόνια ότι ετοίμαζε την καταδίκη της.
Τη μισεί τη δουλειά της, αυτό πια είναι γεγονός.
Πλατεία Κάνιγγος. Κατεβαίνουν κουρντισμένα τα ανδρείκελα και
διασκορπίζονται τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις. Ο ουρανός είναι ακόμα
σκοτεινός, ίσα που γαλατώνει. Το όλο σκηνικό μοιάζει με απόσπασμα από εφιάλτη,
από κείνη την ταινία που οι σκλάβοι ζούσαν στα υπόγεια λαδώνοντας τις
τεράστιες μηχανές της πόλης, πάντα νύχτα εκεί κάτω, ενώ οι προνομιούχοι
απολάμβαναν το φως και τις χαρές του ήλιου.
Ποιοι είναι αυτοί, πού είναι; Γιατί εκείνη την έριξαν με τα ανδρείκελα; Αδικία, αδικία, πρέπει να διαμαρτυρηθεί, αλλά κανείς δεν
πρόκειται να την ακούσει. Θα την πουν και αχάριστη από πάνω - εσύ έχεις
δουλειά, για σκέψου και τους άνεργους – δεν θα την καταλάβει κανείς, όχι.
Τη σπρώχνουν, τα ανδρείκελα τη σπρώχνουν, είναι
προγραμματισμένα να προχωρούν κατακρημνίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα τους. Αν
κάποιος κατά λάθος πέσει, αυτά θα περάσουν από πάνω του, χωρίς να πάρουν
είδηση, βιάζονται, γιατί έτσι λέει το τσιπ που τους έχουν εμφυτεύσει στον εγκέφαλο, «τρέχα στο καθήκον σου», αυτή την εντολή
έχουν λάβει.
Καθήκον, τι φριχτή λέξη. Πιάσε μια-μια τις συλλαβές για να
πάρεις μια ιδέα: ΚΑ, ο ήχος που αφήνει ένας ξερός και άρρωστος λαιμός, ΘΗ, ο
ήχος που αφήνει το φαφούτικο στόμα, ΚΟΝ, αυτό είναι το περιτύλιγμα, το γυαλιστερό,
ψυχρό πλαστικό, έτσι το άσχημο σερβίρεται
με επίπλαστη χάρη, μπήκες στο νόημα. Ιδίως εκείνο το Ν στο τέλος της
λέξης δεν μπορείς με κανένα τρόπο να το παραλείψεις, κατά τον ίδιο τρόπο που
δεν μπορείς να παραλείψεις το καθήκον σου, στυφή, βλοσυρή λέξη που πίσω της
σαλεύουν ακαθόριστες εφιαλτικές μορφές, μορφές τρόμου.
Η Μαργαρίτα νιώθει βαθιά ντροπιασμένη. Μόλις έχει ανακαλύψει ότι ανήκει στην κατηγορία
των δειλών που λαδώνουν με χτυποκάρδι τη Μεγάλη Μηχανή. Αποκλείεται να μην εκτελέσει
το καθήκον της. Θα το κάνει ακόμα κι αν το σώμα της τρεκλίζει δώθε κείθε από
εξάντληση, ακόμα κι αν η ψυχή της απειλεί με αποχώρηση, θα το κάνει ενάντια σε
κάθε λογική, ενάντια σε κάθε ευγενές συναίσθημα, θα το κάνει οπωσδήποτε, εκτός
κι αν σωριαστεί κάτω νεκρή. Η Μαργαρίτα είναι του καθήκοντος. Αλλά το μισεί, όπως μισεί κανείς όλες του τις
αδυναμίες.
Ούτε μια φορά δεν έχει αργήσει στη δουλειά. Με την καρδιά
της να χτυπά σε αλλόφρονες ρυθμούς τρέχει να προλάβει τα λεωφορεία και τα
τρένα, τρέμει μη χάσει κανένα, τρέμει μην της συμβεί το αναπάντεχο, τρέμει,
γενικά και για όλα τρέμει.
Μια μέρα οι τρόμοι της επαληθεύτηκαν, όταν παρέλυσαν όλες οι
συγκοινωνίες. Έπρεπε να διασχίσει τριάντα χιλιόμετρα μέχρι τη δουλειά και όλα ήταν ακίνητα στις στάσεις και τις
αφετηρίες. Θα ξεκινούσε με τα πόδια, ήταν ικανή, καθώς η λογική της είχε κονιορτοποιηθεί
από τον τρόμο. Θα έφτανε στον Πειραιά κατά το μεσημέρι, θα σωριαζόταν μπροστά
στο Μεγάλο Επιστάτη και βγάζοντας αφρούς από το στόμα θα εκλιπαρούσε για έλεος.
Αυτός ανάλογα με τη διάθεσή του της στιγμής μπορεί και να τη συγχωρούσε. Μπορεί
όμως να την έστηνε στον τοίχο και να την
εκτελούσε.
Έτσι είναι δυστυχώς, η Μαργαρίτα είναι φτιαγμένη από το
υλικό που φτιάχνονται τα ανδρείκελα. Γι αυτό είναι ξεγραμμένη.
Στην Ομόνοια, στον ηλεκτρικό, είναι όπως πάντα άτυχη, οι
πόρτες ανοίγουν μακριά της. Ορμά με
γροθιές και με κλωτσιές μέσα στο πλήθος. Πολύ αργά. Την τελευταία κενή θέση την
κατακτά μια άλλη, αφού πρώτα της έδωσε μια γερή αγκωνιά στα πλευρά. Είναι ένα
θηλυκό ανδρείκελο αυτή με σιδερένιο προσωπείο. Η Μαργαρίτα την κοιτάζει λοξά
και τη μισεί. Τη μισεί. Θα ήθελε να της έδινε μια γροθιά στα μούτρα, θα ήθελε
να σπάσει τη ραχοκοκαλιά της που τώρα στέκεται στητή σαν κοντάρι σημαίας, θα
ήθελε να την ποδοπατήσει - Θεέ μου, δεν
είμαι πια εγώ.
Δεν είναι πια αυτή. Η παλιά Μαργαρίτα ξεθωριάζει σιγά-σιγά
σαν ζωγραφιά, αλλοιώνεται, πεθαίνει από ασφυξία.
Έτσι προχθές έκανε εμετό. Πράσινη, χαλκοπράσινη είχε γυρίσει
από τη δουλειά και είπε, δεν θα κοιμηθώ, θα πάω σινεμά, πρέπει να δω αυτή την
ταινία του Μπέργκμαν. Και τρεις απέραντες, αιώνιες ώρες - το χαλκοπράσινο κορμί της καθηλωμένο, πονοκέφαλος, νύστα - στην οθόνη
ένα ζευγάρι φλυαρούσε ακατάσχετα και προωθούσε τα απωθημένα του σκηνοθέτη. Ταινία
τέχνης δηλαδή. Ταινία για τους ανθρώπους, όχι για τα ανδρείκελα.
Στο διάλειμμα άκουσε δυο
καλοκοιμισμένες, καλοπερασμένες κυρίες να συζητούν, ωραία ταινία, ναι,
πώς είναι δοσμένο το όλο θέμα, η ατμόσφαιρα, ναι, ο μεγάλος σκηνοθέτης, τα
προβλήματα του σύγχρονου ζευγαριού, ναι, οι εσωτερικές συγκρούσεις, όλα αυτά,
ναι.
Τίποτα δεν κατάλαβε αυτή εκτός από τους πόνους του
διαμαρτυρόμενου κορμιού της, νύσταζε και το στομάχι της έκανε περίεργες τούμπες
πάνω κάτω. Στο σπίτι έκανε εμετό και ξάπλωσε εξαντλημένη. Πάνε όλα, όλα, δεν
υπάρχει πια χρόνος για τέχνη και για τέτοια λεπτεπίλεπτα πράγματα, εδώ τώρα το
ωράριο, εδώ οι αφετηρίες, οι επιστάτες, τα πρωτόκολλα, ο λίγος ύπνος και ο
πολύς, ο μεγάλος, ο απέραντος εξευτελισμός.
Δεν κλαίει, φυσικά όχι, αλλά οργίζεται. Ποιος θα μιλήσει για
το πρόβλημά μου, ποιος ενδιαφέρεται γι αυτό, ο Μπέργκμαν πάντως όχι, διαγράφω
τον Μπέργκμαν.
Έξω φώτισε επιτέλους. Στο βάθος οι πολυκατοικίες αρχίζουν να
ξυπνούν. Κουβέρτες και σεντόνια στα παράθυρα. Η Μαργαρίτα θα ήθελε να ήταν
εκεί, μια αγαθή, και άσχετη νοικοκυρά, θα ετοίμαζε το γάλα των παιδιών, θα
έδινε την ομπρέλα στο σύζυγο και θα τους έστελνε όλους στο καλό. Ή στο διάολο,
ανάλογα. Μετά θα έπεφτε στο ζεστό ακόμα κρεβάτι και θα κοιμόταν ως τις δέκα.
Αργότερα θα έπινε καφέ με τη γειτόνισσα. Μετά θα ετοίμαζε το μεσημεριανό
φαγητό. Δεν θα έβγαινε έξω από το σπίτι με κανένα τρόπο. Δεν θα δούλευε έξω από
το σπίτι με κανένα τρόπο.
Πώς το λέει εκείνο το ηλίθιο παλιό τραγουδάκι, με το οποίο
αφιόνιζαν άλλοτε τα παιδάκια μικρά-μικρά;
«Ξημερώνει αυγή δροσάτη με το πρώτο της πουλί», τι λέει μετά, κάτι λέει
για τον εργάτη που τρέχει όλο χαρά για τη δουλειά. Έτσι τους μαθαίνουν από
μικρούς αυτούς που προορίζουν για ανδρείκελα και άμα μεγαλώσουν,
ντρέπονται να πουν την αλήθεια,
ντρέπονται να πουν: «Δεν μ’ αρέσει η δουλειά, δεν τη θέλω τη δουλειά, γι αυτό
την παρατάω τούτη τη στιγμή, όχι, δεν δουλεύω, μ’ αρέσει να κάθομαι».
Εκείνη δεν τολμά να πει κάτι τέτοιο. Η μητέρα της θα ξεκινήσει
αμέσως το θρήνο, ο πατέρας της θα την κοιτάξει περιφρονητικά, θα έχει
αποδειχθεί ανάξια των ονείρων και των προσδοκιών τους.
«Δεν δουλεύω», θα ήθελε να τους πει. «Μου φτάνει ένα πιάτο
φαγητό, δεν θα σας επιβαρύνω περισσότερο».
Εκείνοι πάλι θα προσπαθούσαν να τη νουθετήσουν: «Έτσι είναι
πάντα στην αρχή. Αλλά θα συνηθίσεις. Θα στρώσεις. Υπομονή. Τέτοια θέση πού θα
την ξαναβρείς. Εξασφαλίστηκες για όλη τη ζωή σου. Θα συνηθίσεις».
Δεν θέλω να συνηθίσω. Είναι κίνδυνος θάνατος αυτό. Χάνω τη
Μαργαρίτα.
Αλλά εκείνοι δεν καταλαβαίνουν από τέτοια. Τεμπέλα πάλι θα
την έλεγαν.
Τέρμα, Πειραιάς.
Η Μαργαρίτα αγοράζει ένα κουλούρι και προχωρεί προς τη νέα
αφετηρία. Τρεις συγκοινωνίες να πας και τρεις να γυρίσεις, ώρες τέσσερις
καθημερινά. Οχτώ ώρες δουλειά συν τέσσερις το πήγαιν’ έλα ίσον δώδεκα. Συν οχτώ
ώρες ύπνου για να διατηρηθείς ζωντανός και με σώες τις φρένες ίσον είκοσι.
Απομένουν τέσσερις ώρες για όλα τα υπόλοιπα.
Τέσσερις ώρες άνθρωπος και είκοσι ώρες ζώο. Επί τριάντα
πέντε χρόνια πόσο βγαίνει;
Μασουλάει το κουλούρι και κάνει νοερά τους υπολογισμούς κάτω
απ’ το υπόστεγο. Δυσκολεύεται όμως. Χρειάζεται μολύβι και χαρτί. Ανοίγει την
τσάντα, βγάζει το στυλό και το μπλοκάκι της κι αρχίζει.
Το λεωφορείο ήρθε κι έφυγε, αλλά η Μαργαρίτα δεν το πρόσεξε,
είναι πολύ απορροφημένη. Ένας τύπος που μοιάζει με αργόσχολο έρχεται κάτω από
το υπόστεγο και την παρατηρεί. Εκείνη δεν του δίνει σημασία. Κάνει τους
πολλαπλασιασμούς της μουρμουρίζοντας σιγανά για να μη μπερδευτεί.
Τέσσερις ώρες άνθρωπος και είκοσι ώρες ζώο επί πέντε ημέρες
ίσον είκοσι ώρες άνθρωπος και εκατό ώρες ζώο. Συν το Σαββατοκύριακο που είσαι
άνθρωπος πάνω κάτω είκοσι ώρες, μας
κάνει σαράντα ώρες άνθρωπος την εβδομάδα και εκατόν εικοσιοκτώ ζώο. Αυτό επί
τέσσερα μας κάνει εκατόν εξήντα ώρες άνθρωπος το μήνα και πεντακόσιες δύο ζώο.
Αυτό επί δώδεκα μας κάνει χίλιες εννιακόσιες είκοσι ώρες άνθρωπος και έξι
χιλιάδες εικοσιτέσσερις ώρες ζώο το χρόνο. Αυτό επί τριάντα πέντε, εδώ οι
λογαριασμοί έγιναν πολύπλοκοι και η Μαργαρίτα δυσκολεύεται και δυναμώνει τη
φωνή της.
Ο άλλος έρχεται κοντά και ρίχνει πλάγιες ματιές στο
μπλοκάκι. Η Μαργαρίτα πάει παραπέρα.
Έξι χιλιάδες εικοσιτέσσερις ώρες ζώο επί τριάντα πέντε
χρόνια ίσον διακόσιες δέκα χιλιάδες
οχτακόσιες σαράντα ώρες ζώο. Εννιακόσιες
είκοσι ώρες άνθρωπος επί τριάντα πέντε χρόνια ίσον τριάντα δύο χιλιάδες
διακόσιες ώρες άνθρωπος.
-Τι υπολογίζεις; Τη ρωτά ο τύπος.
Η Μαργαρίτα γυρνά και τον κοιτάζει. Κάτι έχει πάνω του αυτός
που της εμπνέει εμπιστοσύνη. Ίσως επειδή δείχνει αργόσχολος.
-Υπολογίζω πόσες ώρες θα δουλέψω τα επόμενα τριάντα πέντε
χρόνια, του λέει.
-Δεν λες καλύτερα σαράντα;
-Σαράντα, έχεις δίκιο.
-Τις γιορτές τις αφαίρεσες;
-‘Όχι, μόνο τα σαββατοκύριακα.
-Πρέπει να αφαιρέσεις τις γιορτές, τις αργίες και τις
διακοπές. Αλλιώς δεν θα βγάλεις τα σωστά νούμερα.
Η Μαργαρίτα μένει σκεφτική.
-Άσε καλύτερα. Θα κάνω τους υπολογισμούς κατά προσέγγιση.
Ένα δεύτερο λεωφορείο σταμάτησε στη στάση.
-Γεια, είπε ο τύπος και ανέβηκε με την ησυχία του.
Εκείνη κάθισε στο παγκάκι. Πού είχε μείνει;
Ξανακοιτάζει το μπλοκάκι της. Λοιπόν κατά προσέγγιση τώρα,
διακόσιες δέκα χιλιάδες εννιακόσιες ώρες ζώο, αυτό μας κάνει... αρχίζει πάλι νέους πολύπλοκους λογαριασμούς
και διαιρέσεις, μας κάνει, αν το διαιρέσω δια εικοσιτέσσερα, εννιά χιλιάδες
διακόσια πέντε εικοσιτετράωρα. Κι αν αυτό το διαιρέσω δια τριακόσια εξήντα
πέντε, βγαίνει, βγαίνουν εικοσιπέντε χρόνια πάνω κάτω.
Εικοσιπέντε χρόνια ζώο δηλαδή.
Κοιτάζει με απλανές βλέμμα τη θάλασσα απέναντι.
Ζώο επί εικοσιπέντε χρόνια. Για ένα πιάτο φαγητό, άντε και
για ένα πακέτο τσιγάρα, που αν απλώσω το χέρι επί τόπου εδώ και ζητιανέψω, τα
έβγαλα σε λίγη ώρα. Εικοσιπέντε χρόνια θα βλέπω τα καράβια να φεύγουν και θα
τραγουδώ για χώρες μακρινές. Και θα αργοπεθαίνω σ’ ένα γραφείο γέρνοντας
το κεφάλι πάνω απ’ το πρωτόκολλο και θα
είμαι σκεπασμένη με μια πράσινη γλίτσα. Και όλα αυτά τα χρόνια θα χοροπηδώ στον
ήχο του βούρδουλα και θα οργιάζουν τα νευροφυτικά μου. Νεύρα ρουφηγμένα και
κουρελιασμένα εικοσιπέντε χρόνων. Έλκος στομάχου. Πόδια πρησμένα, κιρσοί,
φλεβίτιδα και άλλες ποικίλες φλεγμονές από την ορθοστασία. Πρόσωπο, μια μόνιμη
έκφραση τρόμου.
Ήθος όμως άριστον.
Και ηθικό μηδέν.
Προσωπική ζωή μηδέν.
Ελευθερία, ύπνος, βόλτα στη λιακάδα, μηδέν.
Ταινίες τέχνης, Μπέργκμαν, μηδέν.
Ξενύχτι, τσιγάρα, Φρόιντ, Σαρτρ, Μπουκόφσκι, μηδέν.
Προσωπικότητα, αξιοπρέπεια, μηδέν.
Συγκοινωνίες, σπρωξίματα, κλωτσιές, μπουνιές, τρεχαλητό στα
άγρια χαράματα, επικύψεις, υποκλίσεις, φόρτος εργασίας, μεγάλα λόγια, ψεύτικα
λόγια, ήθος, άριστα.
Μαργαρίτα, μηδέν.
Ανδρείκελο Μαργαρίτας, πρώην Μαργαρίτα, ομοίωμα Μαργαρίτας
άριστα.
Καθήκον, άριστα.
Δικαίωμα, μηδέν.
Άνθρωπος, μηδέν.
Ζώον, άριστα.
Η Μαργαρίτα βάζει το στυλό και το μπλοκάκι στην τσάντα της
και ξανακοιτάζει τη θάλασσα. Μένει έτσι ακίνητη για λίγα λεπτά, κάνει τώρα
άλλους νοερούς υπολογισμούς. Ύστερα μια ξαφνική ευδιαθεσία την πλημμυρίζει, μια
ορμητική χαρά.
Σηκώνεται, κάνει στροφή επί τόπου.
Ας περιμένουν οι Επιστάτες και οι σκλάβοι στο γραφείο, ας
περιμένουν η χαρτούρα, οι υποθέσεις, οι αιτήσεις, οι εγκύκλιοι, τα πρωτόκολλα,
τα δελτία στατιστικής, τα πρακτικά, όλα εκείνα τα χοντρά βιβλία που είναι
έτοιμα να πέσουν πάνω της και να την πνίξουν, να της φέρουν θανατηφόρα ασφυξία.
Η Μεγάλη Μηχανή μπορεί να λειτουργήσει και χωρίς αυτήν.
Τηλεφωνεί στη Μέλπω.
-Έρχομαι για καφέ, της λέει.
Η Μέλπω κοιμάται ακόμα, κάτι ακατάληπτο μουρμουρίζει στο
βάθος των ονείρων της.
Ας περιμένουν όλοι οι σκλάβοι στο γραφείο. Αυτή δεν θα
ξαναπατήσει το πόδι της εκεί. Θα πάει τώρα με τη Μέλπω και θα βολτάρει στην
Αθήνα. Θα πιουν τους καφέδες τους στη λιακάδα. Μετά θα περάσουν από του Κώστα.
Μπορεί να τσιμπήσουν κάτι όλοι μαζί στην πλατεία. Μετά μπορεί να πάνε σινεμά.
Κι αύριο...
Έχει ο Θεός για αύριο.
Στο σπίτι θα γίνουν φασαρίες, αυτό είναι σίγουρο. Η μητέρα
της θα κλαίει και θα την εκλιπαρεί, ο πατέρας της θα την κοιτάξει με το γνωστό
του ύφος, είσαι πολύ τεμπέλα τελικά, θα της πει, πολύ τεμπέλα, παιδί μου.
Δεν πα να λέει ό,τι θέλει. Αυτή πρόλαβε την τελευταία στιγμή
και γλίτωσε από τα γρανάζια. Άσε τους άλλους να λιώσουν μες τη Μηχανή,
γεννημένοι σκλάβοι, θα τους πάρει κάποια στιγμή από κάτω και θα τους συνθλίψει,
θα τους πετάξει έπειτα έξω ένα σκέτο πετσί. Και εν τω μεταξύ η ζωή θα έχει
φτερουγίσει μακριά με τα μεταξωτά φτεράκια της.
Μπαίνει στον ηλεκτρικό, πίσω πάλι στην Αθήνα, στη Μέλπω.
Εικοσιτέσσερις ώρες άνθρωπος, ένα πιάτο φαγητό κι ένα πακέτο
τσιγάρα, αυτό είναι όλο κι όλο που ζητά απ’ τη ζωή η Μαργαρίτα και είναι ως εκ
τούτου αισιόδοξη.
Ανεβαίνει λοιπόν στην Αθήνα όλο χαρά και ανακούφιση και κάνει ωραία σχέδια για το μέλλον,
ύπνο ως αργά το μεσημέρι κι έπειτα
σουλάτσο, τα μεγαλεία δεν την ενδιαφέρουν, έχει την παρέα της και περνά καλά
μαζί τους και ένα καφέ ρε γαμώτο θα μπορεί να τον πληρώσει, δεν ζητά πολλά από
τη ζωή, τα ελάχιστα ζητά, μόνο να μην τη βάλουν να δουλέψει κι αυτό που έχει τώρα σημασία είναι ότι σώθηκε απ’ τη Μεγάλη Μηχανή, σώθηκε την τελευταία στιγμή.
Έτσι δηλαδή νομίζει η καημένη η Μαργαρίτα, και πώς να της
χαλάσουμε τη διάθεση, πώς να τη δηλητηριάσουμε, είναι κρίμα τώρα που γεμάτη
αισιοδοξία και με τόσα απλά κι ωραία σχέδια
ανεβαίνει στην Αθήνα, πώς να της το πούμε ότι άδικα κάνει τόση χαρά.
Γιατί αύριο τα χαράματα, στις έξι η ώρα ακριβώς, το
ξυπνητήρι θα ξαναχτυπήσει και θα τη διατάξει να σηκωθεί και να τρέξει στο
καθήκον κι εκείνη θα υπακούσει, η μικρή της ανταρσία θα έχει λήξει, κράτησε μόνο
λίγες ώρες και μετά καταπλακώθηκε κάτω από τόνους σύνεσης.
Θα υπακούσεις, Μαργαρίτα, μικρό πουλάρι που δεν σου αρέσει
το σαμάρι , σαράντα χρόνια ολόκληρα θα υπακούς στο ξυπνητήρι και στο Μεγάλο
Επιστάτη, πράσινη, χαλκοπράσινη Μαργαρίτα, πάρ’ το απόφαση, μπήκες πια στην
παραγωγή.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο Fractal:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου