Γυρίζοντας
κάποτε από μια ημερήσια εκδρομή στην Αίγινα ανακάλυψα μέσα στο σακ βουαγιάζ μου
ένα μπιλιέτο που έγραφε: Τρύφων Παπαράκης (λέμε τώρα...), ιατρός, τηλέφωνο
τάδε.
Νέα
ήμουν, φίλο δεν είχα εκείνη την εποχή, το μπιλιετάκι έδειχνε χαριτωμένο. Πώς
είχε γλιστρήσει μέσα στο σακ βουαγιάζ; Πολύ
απλά: κάποιος στο πλοίο της επιστροφής είχε θαμπωθεί από την ομορφιά μου και
μου έριξε το μπιλιετάκι με τρόπο, την ώρα που εγώ είχα αλλού το νου μου.
Με
γιατρούς, δικηγόρους και άλλους επιστήμονες περιωπής δεν είχα πάρε δώσε. Οι
κατά καιρούς εραστές μου προέρχονταν κατά κανόνα από την εργατική τάξη, όχι
επειδή εμφορούμουν από κομμουνιστικές
ιδέες, αλλά επειδή οι νεαροί αυτοί κάθονταν φρόνιμοι και δεν με ζάλιζαν με
αναμασημένες διανοητικές φλυαρίες που μου προκαλούσαν αφόρητη πλήξη.
Το
μπιλιετάκι πάντως εξήψε την περιέργειά μου. Ποιος γιατρός Παπαράκης ήταν αυτός
που δεν άντεξε στη γοητεία μου και μου έριξε λαθραία το τηλέφωνό του στην
τσάντα; Ταλαντεύτηκα λίγο, να τηλεφωνήσω ή να μην τηλεφωνήσω, και τελικά αποφάσισα
να τηλεφωνήσω.
.
Μια
βαριά, μεγαλόπρεπη φωνή μού απάντησε:
-Παρακαλώ;
-Καλησπέρα,
είπα σοβαρή-σοβαρή. Ο κύριος Παπαράκης;
-Ο
γιατρός είναι αυτή τη στιγμή σε σύσκεψη. Ένα λεπτό να δω, αν μπορεί να σας
μιλήσει.
Περίμενα
ένα λεπτό. Μετά η ίδια ακριβώς μεγαλόπρεπη φωνή ακούστηκε στο τηλέφωνο:
-Παρακαλώ;
-Είστε
ο κύριος Παπαράκης;
-Ο
ίδιος.
-Λέγομαι
Καλλιπάτειρα Σιχτιρίδου (λέμε τώρα...) και βρήκα ένα μπιλιέτο σας στην τσάντα
μου. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε εκεί, γι’ αυτό και σας τηλεφωνώ.
Η
φωνή από την άλλη μεριά έκανε μια παύση ολίγων δευτερολέπτων.
-Δικό
μου μπιλιέτο; Είπε μετά με βαθύτατη απορία.
-Μάλιστα,
δικό σας. Παπαράκης δεν λέγεστε;
-Ναι,
αλλά πώς βρέθηκε στην τσάντα σας;
-Δεν
έχω ιδέα. Γι’ αυτό σας τηλεφωνώ.
-Κάποιο
λάθος θα πρέπει να έχει γίνει, είπε η φωνή με μια ελαφρώς απορριπτική χροιά.
-Προφανώς,
απάντησα με την ίδια ελαφρώς απορριπτική χροιά. Με συγχωρείτε. Χαίρετε.
Πήγα
να κατεβάσω το ακουστικό, αλλά η φωνή δεν ήθελε μια τέτοια έκβαση στην υπόθεσή
μας.
-Ένα
λεπτό, παρακαλώ. Πότε βρήκατε το μπιλιετάκι;
-Χθες
βράδυ, όταν γύρισα από την Αίγινα. Άνοιξα το σακ βουαγιάζ μου και το βρήκα
μέσα.
-Πολύ
περίεργο!
-Μήπως
ταξιδεύατε κι εσείς με το ίδιο πλοίο;
-Όχι,
φυσικά! Εγώ ήμουν στην Ύδρα αυτό το διήμερο και επέστρεψα στην Αθήνα με
ιδιωτικό αεροπλάνο, είπε η φωνή υποτιμητικά, εφόσον απευθυνόταν σε άτομο που
χρησιμοποιούσε τα πλοία της γραμμής.
Χμ...
αν νόμιζε η φωνή ότι μπορούσε να με υποτιμήσει με αυτό τον τρόπο, ήταν μακριά
νυχτωμένη. Πρώτον, διότι ήταν μια φωνή
που είχε υποδυθεί δύο ρόλους και δεύτερον, διότι τα ιδιωτικά αεροπλάνα ξυπνούν
μέσα μου ναρκωμένες αριστερές τάσεις.
-Καλώς,
είπα παγερά. Κάποιο λάθος έγινε εδώ και να με συγχωρείτε. Αντίο.
-Μα
όχι, πρέπει να δούμε πώς συνέβη αυτό. Είναι πολύ περίεργο, δεν βρίσκετε;
Ήταν
φανερό ότι η φωνή ήθελε κουβεντούλα κι εγώ δεν είχα να χάσω τίποτα.
-Τι
να σας πω, είναι πράγματι περίεργο.
Ο
διάλογος συνεχίστηκε για κάμποση ώρα με απορίες εκατέρωθεν, η σύσκεψη του
ιατρού Παπαράκη είχε πάει στον βρόντο και η μεγαλόπρεπη φωνή άλλαξε σιγά-σιγά
τόνο και έγινε πιο φυσική. Στο τέλος δώσαμε ραντεβού να συναντηθούμε.
Καλού
κακού φρόντισα να είμαι όμορφη. Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να προκύψει, όταν
συναντάς έναν γιατρό Παπαράκη. Αν και είχα αμφιβολίες περί της σοβαρότητάς του.
Η φωνή που το έπαιξε γραμματέας και μετά γιατρός ήταν ένας πολύ σημαντικός
λόγος. Εξίσου σημαντικός λόγος ήταν το κοσμοπολίτικο στιλάκι που μου μόστραρε,
ένα στιλάκι που πάντα μου προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις. Στην καλύτερη
περίπτωση, σκέφτηκα, έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα γιατρουδάκο που μου έριξε το
μπιλιέτο του λαθραία στην τσάντα και τώρα σφυρίζει αδιάφορος. Στη χειρότερη
περίπτωση... εδώ οι παραλλαγές ήταν ατελείωτες και καλύτερα να μην τις
απαριθμήσω.
Συναντηθήκαμε
σε μια κεντρική καφετέρια. Περιττό να σας πω πώς ήταν. Ή να σας πω;
Ο
δόκτωρ Παπαράκης ήταν ένας άνθρωπος-πουλί. Το βραχύ του σώμα θύμιζε έντονα καλοταϊσμένο σπουργίτι. Ο
λαιμός συγκρατούσε ένα κεφάλι μεσόκοπου με χονδροειδή χαρακτηριστικά και το
βλέμμα του θύμιζε αρπακτικό. Απορριπτέος συλλήβδην και δεν πάει να είχε και
ιδιωτικά αεροπλάνα και κότερα και έπαυλη στις Βερμούδες.
Από
ευγένεια δεν το έβαλα στα πόδια. Καθίσαμε, ήπιαμε τον καφέ μας και βαρέθηκα να
τον ακούω να κουτσομπολεύει όλο το τζετ σετ της Αθήνας και της Ευρώπης εν
συνόλω. Λες και ήταν κολλητός τους ο ερίφης.
Αν
νομίζετε ότι έφυγα μετά και δεν τον ξαναείδα, κάνετε λάθος. Λίγο η πλήξη, λίγο
η περιέργεια αποφάσισα να ξαναβγώ μαζί του για μια ακόμη φορά. Συναντηθήκαμε
στο Κολωνάκι, στον φυσικό του χώρο, όπου
εμφανίστηκε αργότερα και ένας φίλος του πολύ πλούσιος, κατά τα λεγόμενα του
γιατρού Παπαράκη, αν και δεν θυμάμαι τι εξέχουσα θέση ακριβώς κατείχε κι αυτός
στην αθηναϊκή αφρόκρεμα.
Πώς βρέθηκα σε λίγο μέσα στη Μερσεντές του πλούσιου
φίλου ούτε κι αυτό το θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι πήγαμε κάπου στην
Πανόρμου, όπου αυτοί οι δύο είχαν κάτι να κάνουν και μέχρι να το κάνουν, με
άφησαν μόνη στο αυτοκίνητο.
Λοιπόν,
το θρίλερ αρχίζει σε αυτό ακριβώς το
σημείο και η διάρκειά του ήταν γύρω στα δέκα - δέκα πέντε λεπτά της ώρας.
Καθώς καθόμουν μόνη στο αυτοκίνητο και
σκεφτόμουν πιθανά σενάρια – αυτοί εδώ μπορεί να είναι κακούργοι, δολοφόνοι,
μαφιόζοι, ανώμαλοι και άλλα ευχάριστα – ακούω ξαφνικά ένα τικ-τακ. Τεντώνω το αυτί.
Τικ
τακ, τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ...
Τι
είναι αυτό;
Τικ
τακ, τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ...
Μα
τι στην οργή είναι;
Τικ
τακ, τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ...
Παναγία
μου, βόμβα είναι! Αυτοί εδώ έχουν βάλει
βόμβα στο αυτοκίνητο! Παναγία μου, πού
έμπλεξα!
Κάνω
να ανοίξω την πόρτα για να πεταχτώ έξω, η πόρτα δεν άνοιγε. Προσπαθώ ξανά,
τίποτα. Ξανά, τίποτα.
Παναγία
μου, με κλείδωσαν εδώ μέσα και την έχουν κοπανήσει, θα σκάσει τώρα η βόμβα και θα γίνω χίλια κομμάτια μαζί με τη
Μερσεντές!
Έμεινα
ακίνητη και παγωμένη στη θέση μου, ενώ το τικ τακ συνεχιζόταν ανελέητο. Στο
πεζοδρόμιο οι περαστικοί πηγαινοέρχονταν ανύποπτοι. Τι να κάνω τώρα; Να φωνάξω
«βοήθεια, βόμβα εδώ μέσα! Βοήθεια, βγάλτε με αποδώ, θα σκοτωθώ»;
Προσπάθησα
πάλι να ανοίξω την πόρτα, τίποτα. Και εκείνοι οι δύο άφαντοι. Φυσικά. Έβαλαν τη
βόμβα οι τρομοκράτες και εξαφανίστηκαν.
Παναγία
μου, τι έπαθα! Είκοσι έξι χρονών κορίτσι σαν τα κρύα νερά να πάω τσάμπα στα
καλά καθούμενα! Θα γράφουν αύριο οι εφημερίδες με πηχυαίους τίτλους για το νέο
τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά της Αθήνας. Θα μαζέψουν τα κομματάκια μου και
ούτε που θα μάθουν ποτέ ποια ήμουν.
Απέξω
οι περαστικοί περνούσαν βιαστικοί. Να τους κάνω νόημα; Και τι ακριβώς να τους
πω; Και μήπως θα με πιστέψουν; Και αν
κανείς ειδοποιήσει την αστυνομία, μήπως θα προλάβουν; Εδώ το τικ τακ είναι
ξεκάθαρο. Ζήτημα λεπτών. Ή και δευτερολέπτων. Παναγία μου, τι με βρήκε! Ηλίθια
Καλλιπάτειρα, δεν καθόσουν στ’ αυγά σου, ήθελες περιπέτειες με αγνώστους!
Τι
να κάνω τώρα; Να κάνω την προσευχή μου ή να βάλω τις φωνές;
Μήπως
αυτό το τικ τακ είναι κάτι άλλο και όχι βόμβα; Αλλά τι άλλο να είναι; Ένα
αυτοκίνητο σταματημένο δεν μπορεί να κάνει τικ τακ! Βόμβα είναι.
Άλλη
μια προσπάθεια να ανοίξω την πόρτα. Τίποτα. Παγιδευμένη μέσα στο αυτοκίνητο σαν
το ποντίκι στη φάκα. Ήρθε λοιπόν η ώρα μου. Ας πω αντίο σ’ αυτό τον μάταιο
κόσμο, ό,τι έκανα, έκανα, ό,τι έζησα, έζησα, αυτό ήταν, τέλος και αντίο.
Πέρασαν
ακόμα κάποια δραματικά λεπτά με μένα παγωμένη και ακίνητη, ενώ απέξω οι
άνθρωποι περνούσαν ανύποπτοι. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι μέσα στη
Μερσεντές καθόταν μια μελλοθάνατη;
Μετά
είδα από μακριά τους δύο περίεργους να έρχονται. Άνοιξαν με άνεση την πόρτα
και στρογγυλοκάθισαν στις θέσεις τους.
Επανήλθα
ακαριαία στην προτέρα μου κατάσταση.
-Τι
είναι αυτό το τικ τακ; Ρώτησα δήθεν αδιάφορα.
-Το
ρολόι, είπε ο δόκτωρ Παπαράκης.
Ναι,
ηλίθια Καλλιπάτειρα, το ρολόι της Μερσεντές κάνει τικ τακ, αλλά πότε είχες μπει
εσύ ξανά σε Μερσεντές για να ξέρεις, ηλίθια κοπέλα;
-Ήθελα
να βγω έξω, όσο λείπατε, αλλά δεν άνοιγε η πόρτα, συνέχισα εγώ πάντα αδιάφορα.
-Σήκωσε
την ασφάλεια, είπε ο δόκτωρ Παπαράκης.
Ναι,
ηλίθια Καλλιπάτειρα, σήκωσε την ασφάλεια, ηλίθιο πλάσμα.
Στο
Κολωνάκι αργότερα ο δόκτωρ Παπαράκης ήθελε να με ανεβάσει στο διαμέρισμά του για
να μου δείξει τη γνωστή συλλογή κολεόπτερων που έχουν όλοι οι ανώμαλοι.
-Όχι,
του είπα, δεν θα ανέβω στο διαμέρισμά σου.
Έδειξε
απορημένος και σχεδόν θιγμένος, όπως κάνουν όλοι οι επίδοξοι βιαστές.
-Μα
γιατί; Φοβάσαι;
Αφού
είχα γλιτώσει τον διαμελισμό από τη βόμβα δεν φοβόμουν πια τίποτα.
-Μια
άλλη φορά, είπα.
Και
εξαφανίστηκα για πάντα από τη ζωή του δόκτορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου