Λένε οι φιλόσοφοι
πως, αν θέλεις να ασχοληθείς με τη φιλοσοφία, πρέπει να πετάξεις από πάνω σου
όλη την έτοιμη γνώση που υποχρεώθηκες να
αποχτήσεις και να ξαναγίνεις παιδί με παιδικές απορίες για τον κόσμο, για τους ανθρώπους, για τη φύση, για
το Θεό.
Δίκιο έχουν.
Ο κόσμος για ένα
παιδί δεν είναι δεδομένος, όπως ακριβώς δεν είναι δεδομένος και για το φιλόσοφο. Για τον μη φιλόσοφο
αντίθετα που μεγαλώνοντας χτίστηκε με τη λογική και την έτοιμη γνώση όλα είναι έτσι, επειδή έτσι είναι. Ο μη
φιλόσοφος δεν έχει απορίες. Του τις έχουν λύσει οι μεγαλύτεροι, όσο εκείνος
ήταν μικρός, που τον έμαθαν ότι αυτό είναι το σωστό, εκείνο το λάθος, αυτό το
φυσιολογικό, εκείνο το ανώμαλο, αυτό το ηθικό, εκείνο το ανήθικο, αυτό έχει
αξία, εκείνο δεν έχει, οι σκύλοι αγαπούν τα κόκαλα και οι γάτες τα ψαροκόκαλα,
αγαπούμε τα αρνάκια και μετά τα τρώμε, το φίδι είναι κακό, το καναρίνι είναι
καλό και τα μυρμήγκια αμελητέα.
Ο μη φιλόσοφος
ήταν κάποτε ένα παιδί γεμάτο φιλοσοφικές απορίες. Ρωτούσε συνέχεια τους
μεγάλους για οτιδήποτε έπεφτε στη αντίληψή του και οι μεγάλοι τού έλυναν τις
απορίες με τις στερεότυπες απαντήσεις τους που κι εκείνοι τις είχαν ακούσει από
άλλους μεγάλους. Μεγαλώνοντας ο μη φιλόσοφος έχει ένα μοντέλο του κόσμου έτοιμο
στο κεφάλι του και δεν κάθεται να ασχοληθεί άλλο με ερωτήσεις του τύπου πχ
«γιατί η καμηλοπάρδαλη έχει τόσο μακρύ λαιμό;» Θα ασχοληθεί τώρα με την
προσωπική του ζωή και ανέλιξη και θα φτιάξει την οικογένειά του, όπως κάνει
όλος ο κόσμος. Στα παιδάκια του κατόπιν που θα έρθουν στη ζωή και γεμάτα
απορίες θα τον ρωτούν για διάφορα, θα έχει κι εκείνος έτοιμες τις απαντήσεις-
κονσέρβα.
Ο φιλόσοφος πάλι
που έχει το σκουλήκι μέσα του δεν θα μείνει ικανοποιημένος από τις έτοιμες
απαντήσεις. Θα ξεκινήσει από την αρχή να αναρωτιέται για τα πάντα και παράλληλα
θα μελετά τα σχετικά βιβλία άλλων που είχαν τις ίδιες ανησυχίες με αυτόν. Αλλά
κι αυτά τα βιβλία θα τα περάσει από κόσκινο, επειδή καλοί είναι όλοι αυτοί που
ασχολούνται με τέτοια πράγματα, αλλά θεοί δεν είναι και μπορεί να κάνουν λάθος.
Εδώ είναι το λεπτό
σημείο, ιδίως για τους νέους ανθρώπους που έχουν πολλά ερωτήματα, αλλά
βολεύονται με τις απαντήσεις της κάθε
αυθεντίας που λέει τα δικά της. Κάνουν πολύ συχνά το λάθος να προσκολλώνται με
φανατισμό στην αυθεντία και δεν ψάχνονται για παρακάτω. Το είπε ο Μαρξ. Το είπε
ο Καστοριάδης. Το είπε ο Αξελός. Το είπε ο Φρομ. Το είπε ο Τσόμσκι. Το είπε ο
Χριστός. Το είπε ο Μωάμεθ. Όποιος και να το είπε, καλά έκανε και το είπε, αλλά
εμείς πρέπει να το εξετάσουμε με το δικό μας μυαλό από όλες τις μεριές και να
καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα που θα είναι δικό μας, όχι αντίγραφο της
αυθεντίας.
Τα παιδιά κάνουν
το ίδιο πράγμα. Το είπε ο μπαμπάς, το είπε η μαμά, το είπε ο θείος, το είπε η
θεία, το είπε ο παππούς και η γιαγιά, το είπε ο δάσκαλος. Τελεία και παύλα, αφού το είπαν αυτοί, έτσι
πρέπει να είναι, αμφισβήτηση καμία. Λογικό, εφόσον τα παιδιά αναγνωρίζουν ότι
οι μεγάλοι είναι σοφοί και εκείνα ακόμα ανώριμα. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες
παιδικές απορίες που οι μεγάλοι δεν έχουν προλάβει να τις καλύψουν με τις
απαντήσεις τους. Βέβαια, άπαξ και διατυπωθούν από τα παιδικά χείλη, οι μεγάλοι
θα σπεύσουν να δώσουν την ανάλογη απάντηση.
Τυχαία στο
διαδίκτυο βρήκα μερικές τέτοιες παιδικές απορίες, αναπάντητες ακόμα, σε γράμματα παιδιών που απευθύνονται στο Θεό.
Είναι τόσο αναπάντεχες που η πρώτη αντίδραση που προκαλούν είναι το γέλιο. Μετά
όμως παρατηρεί κανείς ότι τα παιδιά αυτά εκφράζουν με το δικό τους απλοϊκό
τρόπο μερικά από τα μεγάλα ερωτήματα της Φιλοσοφίας. Σύντομα βέβαια αυτές οι
ωραίες φιλοσοφικές απορίες τους θα θαφτούν κάτω από τόνους στερεάς γνώσης και
δεν θα αναφανούν ποτέ πια. Τα παιδιά θα μεταμορφωθούν σε πληροφορημένους
ενήλικες. Σε μη φιλόσοφους ενήλικες.
Ας δούμε όμως τις
απορίες τους:
-Αγαπητέ Θεέ, με
συγχωρείς που δεν σου έγραψα νωρίτερα. Μόλις αυτή τη βδομάδα έμαθα να
γράφω.
Μάρθα.
Μάρθα.
Η μικρή Μάρθα που έχει ήδη μάθει τρόπους καλής συμπεριφοράς
προσεγγίζει το Θεό με τον αυθορμητισμό του παιδιού που μιλά σε κάποιον μεγάλο.
Αυτό τον αυθορμητισμό θα τον χάσει πολύ σύντομα. Θα μάθει να πλησιάζει το Θεό
με φόβο και δέος και δεν θα διανοηθεί να ανοίξει κουβέντα μαζί του, πολύ
λιγότερο να του κάνει και καμιά παρατήρηση, αν βλέπει τίποτα στραβό. Ο Θεός δεν
συμπαθεί τους αντιρρησίες και τους αμφισβητίες.
Τον ίδιο αυθορμητισμό βλέπουμε να έχουν όλα τα
παιδιά στις απορίες τους που ακολουθούν:
- Αγαπητέ Θεέ, γιατί πρέπει να προσεύχομαι,
αφού έτσι κι αλλιώς ξέρεις τι θέλω; Αν όμως σ' ευχαριστεί αυτό, θα
προσεύχομαι.
Σιου.
Σιου.
Η Σιου διατυπώνει μια λογικότατη απορία. Τι μπορεί
να της απαντήσει κανείς; Κάποιος ωστόσο
φαίνεται να της έχει πει ότι «όμως, μικρή μου Σιου, στο Θεό αρέσει να
προσευχόμαστε, γι’ αυτό το κάνουμε». Η Σιου θα συμφωνήσει αναγκαστικά, εφόσον
αυτή την πληροφορία τής την έδωσε ένας μεγάλος. Έτσι τώρα ξέρει ότι ο Θεός έχει
αυτή την ιδιοτροπία, του αρέσει να βλέπει τους ανθρώπους να τον παρακαλούν
ταπεινά. Όταν μεγαλώσει και γίνει κατά πάσα πιθανότητα μια μη φιλόσοφος, δεν θα
τολμήσει να αμφισβητήσει αυτόν τον τρόπο προσέγγισης του θείου.
- Αγαπητέ Θεέ, αν ζούμε μετά το θάνατό μας,
τότε γιατί να πεθαίνουμε;
Ρον.
Ρον.
Φοβερός ο Ρον. Αγγίζει με την απόλυτη αθωότητα του
παιδιού ένα από τα μεγαλύτερα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου. Άντε τώρα να
του αναπτύξεις την πολύπλοκη θεωρία ότι πεθαίνουμε για να αναστηθούμε και για
να μην ξαναπεθάνουμε μετά. Φυσικά οι μεγάλοι θα του λύσουν την απορία ποιος
ξέρει με τι περικοκλάδες και από τότε ο Ρον δεν πρόκειται να ασχοληθεί ξανά με
το θέμα. Εκτός αν κατά τύχη γίνει φιλόσοφος, όταν μεγαλώσει.
- Αγαπητέ Θεέ, το αντρόγυνο στο διπλανό
διαμέρισμα τσακώνεται για τα καλά όλη την ώρα. Θα έπρεπε ν' αφήνεις
να παντρεύονται μόνο οι πολύ καλοί φίλοι.
Ναν.
Ναν.
Γάμος, συμβίωση, αρμονική ζωή, φιλία. Όλα πολύ σοβαρά κοινωνικά
θέματα. Η Ναν θέτει εδώ ένα κρίσιμο ερώτημα: τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει
ένα γάμο ευτυχισμένο; Και δίνει μια σοφή απάντηση: η φιλία. Που σημαίνει να
έχει το ζευγάρι κατανόηση, σεβασμό, ανεκτικότητα, ειλικρίνεια, κοινές ιδέες και
ανιδιοτελή αγάπη. Τι παραπάνω λένε δηλαδή οι ειδήμονες;
- Αγαπητέ Θεέ, πώς έγινε και δεν εφεύρες κανένα καινούργιο ζώο
τελευταία; Έχουμε πάντα τα ίδια τα παλιά.
Τζόνι.
Τζόνι.
Από κάτι
τέτοιες απορίες πρέπει να ξεκίνησε και ο Δαρβίνος για να καταλήξει στην
εξελικτική θεωρία του. Ο οποίος θα ήταν πολύ ευτυχής, αν είχε τέτοια παιδάκια
στο σπίτι του. Μπράβο, Τζόνι, έπιασες το νόημα της εξέλιξης των ειδών.
- Αγαπητέ Θεέ, ξέρω
που λέει να γυρίζεις και το άλλο σου μάγουλο, τι γίνεται όμως αν
η αδερφή σου σε χτυπήσει στο μάτι;
Με αγάπη, Τζέρεσσο.
Με αγάπη, Τζέρεσσο.
Ο Τζέρεσσο
πάλι έχει απορίες ηθικής φύσεως. Βεβαίως
να δείχνουμε υπομονή στις επιθέσεις των άλλων, αλλά μέχρι ποίου σημείου;
Δηλαδή, αν ο άλλος έχει σκοπό να μας στραβώσει, εμείς θα τον βοηθήσουμε να το
κάνει; Δεν έχουμε χρέος να προστατέψουμε την αρτιμέλεια και τη ζωή μας, όταν
κινδυνεύουν από την επιθετικότητα των άλλων; Η ταπεινότητά μας δεν πρέπει να
έχει και κάποια όρια;
- Αγαπητέ Θεέ, αν
δεν πάρεις πίσω το μωρό, δεν θα καθαρίσω το δωμάτιό μου ποτέ
ξανά.
Τζόι.
Τζόι.
Ο Τζόι
μεταχειρίζεται εδώ το παλιό κόλπο του ανθρώπου απέναντι στο Θεό: «Θα είμαι
καλός μαζί σου, αλλά κάνε κι εσύ κάτι για μένα». Με άλλα λόγια, ένας Θεός είναι
χρήσιμος, αν μας συμπαραστέκεται στις δυσκολίες. Αλλιώς, τι να τον κάνουμε;
Πάνω σε αυτή τη λογική είναι χτισμένες όλες σχεδόν οι θρησκείες από τις πιο
πρωτόγονες ως τις πιο εξελιγμένες. Οι Καρχηδόνιοι στην αρχαιότητα θυσίαζαν στον
Μολώχ τα μωρά τους, οι σημερινοί θρησκευόμενοι γεμίζουν πολύτιμα αντικείμενα
τους ναούς για μια εκδούλευση που τους έχει γίνει και ο Τζόι, αν ο Θεός πάρει
πίσω το μωρό, θα καθαρίζει το δωμάτιό του.
- Αφού δεν θέλεις οι άνθρωποι να λένε κακά
λόγια, γιατί τα εφεύρες;
Ευγένιος.
Ευγένιος.
Ο Ευγένιος πάλι βλέπει με απόλυτη διαύγεια ότι στον
Κόσμο υπάρχει το Καλό και το Κακό και ότι αν Κάποιος είναι η πηγή του Καλού, θα
είναι η πηγή και του αντιθέτου, δηλαδή του Κακού. Καταλαβαίνει επίσης ότι ο άνθρωπος
υποκείμενος στην ενέργεια αυτού του Κάποιου θα κινείται ανάμεσα στους δύο
πόλους άλλοτε εκφράζοντας το Καλό και άλλοτε το Κακό. Ο Ευγένιος είναι ένα
παιδί που φιλοσοφεί, αλλά σύντομα θα πάψει μάλλον να το κάνει. Κρίμα.
- Αγαπητέ Θεέ, ο
Ντόναλντ έσπασε τη γυάλα, όχι εγώ. Τώρα πια το έχεις και γραφτό.
Τζέιν.
Τζέιν.
Η Τζέιν
γνωρίζει ήδη τη διαφορά ανάμεσα στην προφορική και τη γραπτή μαρτυρία, καθώς
επίσης και το κύρος και τη βαρύτητα της δεύτερης. Επίσης έχει ήδη σχηματίσει
την ιδέα ενός υπερβατικού Όντος που παίζει το ρόλο του δικαστή. Θα της είναι
πολύ δύσκολο αργότερα να αποσπαστεί από αυτή την ιδέα και να φανταστεί το
υπερβατικό Ον ως κάτι καλύτερο από ένα δικαστή..
- Αγαπητέ Θεέ, ήθελες πράγματι η καμηλοπάρδαλη
να είναι έτσι ή μήπως έκανες λάθος;
Νόρμα.
Νόρμα.
Κάνει λάθη ο Θεός; Η Νόρμα έχει ακόμα αυτή την
υποψία, αλλά σύντομα οι μεγάλοι θα την πείσουν ότι τα λάθη τα κάνουν μόνο οι
άνθρωποι και πώς ό,τι βρίσκεται πέρα από την κατανόησή τους είναι τέλειο και
άψογα καμωμένο. Θα μάθει δηλαδή να μην αμφισβητεί και να βλέπει γύρω της μια
απαρασάλευτη αρμονία. Γιατί επομένως να προβληματίζεται;
- Αγαπητέ Θεέ, θα
μπορούσες να γράψεις μερικές ακόμα ιστορίες; Τις διαβάσαμε όλες αυτές
που έγραψες και τις ξαναρχίσαμε.
Με ευγνωμοσύνη, Έμιλι.
Με ευγνωμοσύνη, Έμιλι.
Έτσι είναι.
Δεν θα περάσουμε όλη μας τη ζωή διαβάζοντας ξανά και ξανά για την έξοδο των
Εβραίων από την Αίγυπτο και για την ανάσταση του Λαζάρου. Δηλαδή τίποτε άλλο
ενδιαφέρον δεν υπάρχει να διαβάσουμε; Η Έμιλι έχει ανήσυχο πνεύμα, θέλει να
μάθει πολλά ακόμα. Ο κόσμος δεν μπορεί να τελειώνει με την τελευταία σελίδα της
Αγίας Γραφής. Με την ίδια περίπου σκέψη ξεκίνησε και η επιστήμη την εποχή της
Αναγέννησης, ας μην το ξεχνάμε.
- Διαβάσαμε ότι ο
Θωμάς Έντισον ανακάλυψε το φως. Εγώ νόμιζα ότι το είχες
ανακαλύψει εσύ.
Ντόνα.
Ντόνα.
Και κάπου
εδώ αρχίζει να αχνοφαίνεται ο διαχωρισμός της επιστήμης από τη θρησκεία. Το φως μπορεί να το ανακάλυψε ο Θεός, αλλά
και ο άνθρωπος ανακάλυψε ένα τρόπο να φτιάχνει δικό του φως. Εμμέσως και
πλαγίως τίθεται εδώ το ερώτημα: ο άνθρωπος είναι κι αυτός δημιουργός; Είναι
συνδημιουργός; Συνεργάζεται με τον Δημιουργό ή τον ανταγωνίζεται;
- Αγαπητέ Θεέ, είσαι
πλούσιος ή μόνο διάσημος;
Στίβεν.
Στίβεν.
Ο Στίβεν,
όπως καταλαβαίνετε, μάλλον δεν πρόκειται
να γίνει ποτέ του φιλόσοφος. Τον ενδιαφέρουν πολύ οι γήινες υποθέσεις. Ίσως
όμως γίνει αγνωστικιστής, όταν ανακαλύψει ότι ο Θεός δεν είναι πλούσιος και
διάσημος με τον τρόπο που είναι οι άνθρωποι.
- Πώς ήξερες ότι ήσουνα Θεός;
Τσάρλι.
Έλα ντε!
Πώς το ήξερε; Ποιος του το είπε; Μήπως δεν το ήξερε και το έμαθε αργότερα, όταν
του το είπαν οι άνθρωποι που έπλασε; Μήπως οι άνθρωποι έφτιαξαν τον Θεό και
μετά του είπαν ότι είναι Θεός; Εδώ είναι
φανερός ο προβληματισμός περί αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού.
- Αγαπητέ Θεέ, στις απόκριες θα ντυθώ
διάβολος. Σε πειράζει;
Μάρνιε.
Μάρνιε.
«Αγαπητέ Θεέ, προσωπικά εγώ δεν έχω τίποτα εναντίον αυτού του πλάσματος που έφτιαξες για να μας παρασύρει στο Κακό. Θα έλεγα μάλιστα ότι το συμπαθώ. Τώρα εσύ, αν δεν το χωνεύεις, άλλο θέμα. Μήπως θα ήθελες να ντυθώ Θεός; Αλλά ξέρω ότι αυτό δεν μας το επιτρέπεις».
- Αγαπητέ Θεέ, η
δασκάλα λέει ότι οι μέρες άλλοτε μικραίνουν κι άλλοτε μεγαλώνουν. Δεν
μπορείς να καταλήξεις σε μια απόφαση;
Μίντι.
Μίντι.
Η Μίντι
απαιτεί από τη φύση μια αρμονία που δεν υπάρχει. Το μυαλό του ανθρώπου
αναπαύεται στην αρμονία, γι’ αυτό, όταν δεν τη βρίσκει, την εφευρίσκει. Η
απουσία της αρμονίας τον ταράσσει. Η Μίντι θεωρεί ακόμα υπεύθυνο το Θεό.
Αργότερα θα θεωρήσει υπεύθυνο το Διάβολο.
- Αντί ν' αφήνεις τους ανθρώπους να πεθαίνουν και να
φτιάχνεις άλλους, γιατί δεν κρατάς αυτούς που έχεις τώρα;
Τζέιν.
- Αντί ν' αφήνεις τους ανθρώπους να πεθαίνουν και να
φτιάχνεις άλλους, γιατί δεν κρατάς αυτούς που έχεις τώρα;
Τζέιν.
Απλές και
σταράτες κουβέντες. Τι νόημα έχει αυτή η αέναη αλλαγή, αυτή η φασαρία, όπου
συνεχώς πεθαίνουν και γεννιούνται, πεθαίνουν και γεννιούνται οι άνθρωποι, τα
ζώα, τα φυτά και τίποτα δεν μένει σταθερό; Τα πάντα ρει, είπε ο Ηράκλειτος και
η Τζέιν κάποια στιγμή θα το μάθει και θα σταματήσει να ρωτά. Θα συμβιβαστεί με
την ιδέα της φθοράς και του θανάτου, μια ιδέα που η Φιλοσοφία δεν μπορεί πάντως
να τη χωνέψει.
Αγαπητέ Θεέ, είναι
καλύτερα τ' αγόρια από τα κορίτσια; Ξέρω πως είσαι αγόρι, αλλά
προσπάθησε να είσαι δίκαιος.
Σύλβια.
Σύλβια.
Και εδώ
μπαίνει το κρίσιμο ερώτημα περί του φύλου του Θεού. Είναι άνδρας; Γιατί γυναίκα
αποκλείεται να είναι. Δεν έχει φύλο, λένε οι σοφοί. Ναι, αλλά τότε γιατί στη γλώσσα
μας και στην εικονογραφία μας παριστάνεται ως άνδρας; Δεν θα έπρεπε να έχει ένα
όνομα που να μη δηλώνει φύλο, δηλαδή ένα όνομα που θα παίρνει το άρθρο «το»;
Και μήπως εκείνοι οι Μουσουλμάνοι που δεν απεικονίζουν το Θεό τους κάνουν καλά
τελικά;
Αλλά έχουμε
και δεύτερο πολύ σοβαρό θέμα στην ερώτηση της Σύλβιας: Τα δύο φύλα είναι ίσα;
Είναι ανώτεροι οι άνδρες από τις γυναίκες; Η μικρή Σύλβια βλέπει ότι τα αγόρια
έχουν μια πιο ευνοημένη θέση στο περιβάλλον της και αυτό της προκαλεί απορία.
Είναι δυνατό να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Και αν ναι, για ποιο λόγο; Κι αν ο Θεός είναι «αγόρι», θα δώσει μια
αμερόληπτη απάντηση άραγε; Αυτοί που κάνουν κουμάντο γενικά είναι αμερόληπτοι;
- Αγαπητέ Θεέ, ελπίζω να μην έχουν καμιά
ιδιαίτερη αξία τα
μυρμήγκια, γιατί τα πατάω όλη την ώρα.
μυρμήγκια, γιατί τα πατάω όλη την ώρα.
Ντένις.
Υπάρχουν θρησκείες, αρχαίες
και νεότερες, που απαιτούν από τους πιστούς τους να μην πειράζουν κανένα
ζωντανό πλάσμα και να προσέχουν πού πατάνε για να μη σκοτώσουν από λάθος ένα
μυρμήγκι. Ο Ντένις με την παιδική του απλότητα συλλαμβάνει ένα πολύ σοβαρό
θέμα, φιλοσοφικό και θρησκευτικό: κατά
πόσο έχουμε το δικαίωμα να αφαιρούμε τη ζωή από τα άλλα πλάσματα. Κατά πόσο η
αξία ενός πλάσματος έχει σχέση με τον χώρο που καταλαμβάνει το σώμα του στον
τρισδιάστατο κόσμο μας.
Δεν ξέρω πώς πρέπει να
απαντούμε σε τέτοιου είδους παιδικές ερωτήσεις. Ίσως θα ήταν καλύτερα να τις
αφήναμε αναπάντητες ή ακόμα καλύτερα να τις πολλαπλασιάζαμε και να αφήναμε τα
παιδιά να συνεχίσουν να απορούν. Γιατί, τι να πεις σε ένα παιδί που
αναρωτιέται, αν είναι κακό να πατά τα μυρμήγκια; Τι να του πεις, όταν απορεί
που πεθαίνουμε; Καλύτερα να μείνει με την απορία. Καλύτερα να έχει κενά το
μοντέλο του κόσμου που του περνάμε. Αυτά τα κενά θα χρειαστεί κάποια στιγμή,
όταν ωριμάσει, να τα καλύψει μόνο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου