Νύχτα
Δευτέρας προς Τρίτη.
Είμαι
από χθες με ασπιρίνες, ο πόνος στο δόντι δεν υποχωρεί. Σήμερα πηγαινοερχόμουν
όλη μέρα στον οδοντογιατρό, έσπασε δυο θήκες, κόντεψε να μου συντρίψει το
κρανίο, τίποτα δεν έκανε. Τα μεσάνυχτα η νάρκωση πέρασε, ο πόνος ξανάρχισε. Δεν
μπορώ να κοιμηθώ.
Σηκώνομαι
από το κρεβάτι, πίνω αλκοόλ για να
μαραθεί ο πόνος και ξαφνικά τρελαίνομαι,
πάνε περίπατο όλες οι ψυχραιμίες μου.
Δεν σκέφτομαι τις κατεστραμμένες θήκες, δεν σκέφτομαι τον πόνο που με
τριβελίζει, ούτε τα νέα μαρτύρια που περιμένουν την οδοντοστοιχία μου.
Σκέφτομαι πως ξημερώνει Τρίτη και δεν θα μπορέσω να σε δω.
Αυτό
είναι τρέλα, είναι άβυσσος και φοβάμαι.
Όλη
νύχτα κόβω βόλτες στα δωμάτια, έχουν σαλέψει όλα μέσα μου, δεν είμαι πια εγώ.
Καπνίζω, παίρνω αποφάσεις, θα έρθω και θα σου τις πω. Θα σου πω:
Εδώ,
γιατρέ, ο πόνος μ’ έχει εξουθενώσει, δεν ξέρω τι με περιμένει αύριο κι αντί ν’
ανησυχώ γι αυτό, εγώ ανησυχώ μήπως και δεν
σε δω, άρρωστο είναι , θεότρελο είναι. Αυτό θα έρθω να σου πω.
Μετά
σκέφτομαι πως τίποτα πάλι απ’ ό,τι νιώθω, δεν θα μπορέσω να σου μεταδώσω. Θα
κάθομαι απέναντί σου και θα χαμογελώ και θα σου λέω πολύ πολιτισμένα: «είστε το κέντρο αναφοράς μου και δεν μου
αρέσει αυτό, ξέρετε».
Είναι
αφύσικο αυτό που μου συμβαίνει, δεν πολεμιέται τελικά, αυτό θεριεύει, πάει να
με καταπιεί, δεν είναι έρωτας αυτό το πράγμα, κάτι άλλο είναι, πολύ βαθύ, πολύ
δυνατό, πολύ αλλόκοτο, μ’ έχει βγάλει από τον εαυτό μου και δεν ξέρω τι με
κάνει.
Μου
έρχονται δάκρυα στα μάτια. Επιστρέφουν οι αυτοκτονικές σκέψεις, κομμένες
φλέβες, θα μπουν στο σπίτι και θα με βρουν
βουτηγμένη στο αίμα μου και νεκρή. Η Βασιλική έχει τα κλειδιά, αλλά τι
φταίει αυτή η καλή γυναίκα να περάσει τέτοια λαχτάρα, εξάλλου δεν θα
αυτοκτονήσω, μόνο το σκέφτομαι.
Κι
εσύ από δίπλα, η σκιά μου.
Μέσα
σ’ αυτό το σάλο είσαι το κέντρο εσύ, τέτοια ξεφτίλα με περίμενε στα χρόνια της
ωριμότητας, τέτοια εξάρτηση από έναν ξένο. Και ποιος είσαι εσύ που κρεμάστηκα
από πάνω σου, κρεμάστηκα από τις Τρίτες, έξι με έξι και σαράντα πέντε - «αυτά
για σήμερα, τα είπαμε», «πάρτε ογδόντα ευρώ, αντίο»- κόλλησα εδώ και δεν ξεκολλάω.
Οι
θήκες κατεστραμμένες, ο πόνος δεν υποχωρεί κι εγώ έχω αγωνία που δεν θα σε δω
αυτή την Τρίτη, σαλτάρω, δεν θα σε δω, χάνω το μυαλό μου, δεν θα σε δω, αυτό
μόνο με απασχολεί, όχι ο πόνος, όχι τα κατεστραμμένα δόντια μου, αυτό το
προσπερνώ, δεν θα σε δω και πώς να το κάνω, αν όχι αύριο, τότε τουλάχιστον την
Τετάρτη, έχω γαλλικά την Τετάρτη, στο διάολο τα γαλλικά, εσένα να δω, αυτό έχει
σημασία.
Να
σου τηλεφωνήσω τουλάχιστον, ν’ ακούσω τη φωνή σου.
Δεμένη,
αιχμάλωτη, ανίκανη να αντισταθώ.
Λύσε
με, σε παρακαλώ, λύσε με, λύσε με...
Απόσπασμα από τη νουβέλα μου "Αγαπημένε μου ψυχίατρε" (Απόπειρα)
Δημοσιεύτηκε στην : http://bibliotheque.gr/?p=15930
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου