Το Υπερεγώ
μου με ειδοποίησε ότι σκοπεύει να με επισκεφθεί για μια μικρή ανάκριση και να
ετοιμάζομαι.
Τι ετοιμασία να κάνω δηλαδή; Να φορέσω τα καλά μου; Τίποτα δεν έκανα. Κάθισα στο γραφείο μου και διάβαζα γαλλικά. Κάποια στιγμή σήκωσα το κεφάλι και το είδα να κάθεται απέναντί μου. Δηλαδή δεν ήμουν σίγουρη, αν ήταν αυτό. Ένα γέροντα εκατό χρονών είδα, τελείως βιβλική μορφή, τα φρύδια του πέφτανε στα μάτια του και κρατούσε μια μαγκούρα. Πολύ απογοητεύτηκα. Αυτό το Υπερεγώ κουβαλούσα δηλαδή τόσα χρόνια στο κεφάλι μου;
Ο γέρος – ποιος ξέρει πόση ώρα καθόταν απέναντί μου – με παρατηρούσε βλοσυρά.
-Τι κάνεις τώρα εσύ εκεί, τι διαβάζεις; Με ρώτησε.
-Διαβάζω γαλλικά, απάντησα επιφυλακτικά.
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η γεροντική φάτσα. Ήδη ένιωθα υπόλογη για πολλά πράγματα, αν και δεν ήξερα ακριβώς για ποια.
-Τι γαλλικά και αηδίες στην ηλικία σου. Και το τσιγάρο ντουμάνι, βλέπω. Άσπρισαν τα μαλλιά σου και μυαλό δεν έβαλες.
Χμ, καθόλου καλά δεν ξεκινήσαμε. Είπα ωστόσο όσο πιο ευγενικά μπορούσα:
-Ό,τι μαθαίνει κανείς, καλό είναι. Εξάλλου τι να κάνω να περάσει η ώρα μου;