Η
Λάχεσις, η Άτροπος και η Κλωθώ
κάποτε
στάθηκαν στην κούνια μου από πάνω.
Ήτανε
νύχτα ανοιξιάτικη,
αλλά
έβρεχε
κι
η μάνα μου κοιμόταν παραδίπλα
και
κάθε τόσο αναστέναζε βαριά.
Έσκυψαν
από πάνω μου
οι
τρεις θεόρατες σκιές
και
είπε η Κλωθώ:
«Κάνεις
τη μάνα σου να αναστενάζει,
αμάρτημα
βαρύ αυτό
και
δεν σ΄το συγχωρώ.
Γι
αυτό πλέκω το νήμα της ζωής σου
όλο
κόμπους και το αφήνω
με
χυμένους πόντους.
Δύσκολα
χρόνια θα περάσεις
και
τη χαρά ποτέ σου δεν θα βρεις».
Έπειτα
είπε η Λάχεσις:
«Τι
περιμένεις να σου δώσω
μια
νύχτα ανοιξιάτικη που βρέχουν οι ουρανοί;
Μες
στην αντίφαση θα ζήσεις όλη τη ζωή σου,
γιατί
απόψε τα λουλούδια έπρεπε να ευωδιάζουν
κι
όχι να γέρνουν φυλλορροημένα στη λασπωμένη γη».
Η
Άτροπος δεν είπε τίποτα.
Το
χέρι μόνο άπλωσε
και χάιδεψε το πρόσωπό μου.
Έτσι
μες σε χυμένους πόντους
πέρασε
η ζωή μου,
με
κόμπους που έπρεπε να λύνω
κάθε
μέρα για να προχωρώ,
με
αισθήματα που αλληλοαναιρούνταν
μες
στις αντιφάσεις τους,
με
μέρες σκοτεινές
και
νύχτες ταραγμένες,
με
σχέδια που φτιάχνονταν
και
ακυρώνονταν αμέσως
και
με το χρόνο
στο
ίδιο σημείο πάντα
να
στριφογυρίζει σαν τυφλός.
Αλλά
όποτε γονάτιζα απελπισμένη,
όποτε
το μαχαίρι έπαιρνα
κι
ετοιμαζόμουν να σφαχτώ,
κάτι
αόρατο ψιθύριζε στο αυτί μου:
«Θέλω
να ζήσεις, έτσι αποφάσισα.
Και
σκέψου,
ούτε
η πρώτη είσαι ούτε η τελευταία
που
αδικήθηκε σ’ αυτή τη γη.
Μετά
από σένα έρχονται χιλιάδες».
2 σχόλια:
γλυκόπικρο τραγούδισμα με πολύ βαθύ νόημα. Μου άρεσε πολύ !!!
Ευχαριστώ, Νίκη.
Δημοσίευση σχολίου