30/11/10

Μικρό διήγημα: "Οι φωνές"


Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, το Κολοσσαίο γεμάτο τουρίστες.
 Σπρώχτηκε ανάμεσα στα πλήθη και προχώρησε. Χαλάσματα, μισογκρεμισμένα κελιά, φωνές απ’ όλες τις γλώσσες.
 Μα πώς; αναρωτήθηκε, δεν υπάρχει τίποτε το φοβερό εδώ. Μόνο κάτι αδέσποτα γατιά φιλήσυχα, κάτι σαν  εκφυλισμένες απολήξεις των αρχαίων λεόντων.
 Περπάτησε με επιμονή στους χωμάτινους διαδρόμους ανάμεσα στις αλλόγλωσσες φωνές. Έκανε συνειδητή προσπάθεια. Τίποτα. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο χαρούμενος φάνταζε ο κόσμος. Ήλιος ωραίος, μεσογειακός, άνοιξη. 


Μετά ξετρύπωσε ένα μπαρ χωμένο σ’ ένα κελί, Colosseum bar, έγραφε μια κακή επιγραφή και δίπλα ένας ζωγραφιστός ρωμαίος κεντυρίων.
Μπήκε.
 Εδώ γερμανοί, γάλλοι, άγγλοι κι αμερικανοί έπιναν καφέ και φλυαρούσαν. Αργότερα ήρθαν και κάτι ασιάτες. Μετά κάτι μελαψοί και μαύροι.
 «Thank you», είπε ο σερβιτόρος σε μια αμερικάνα δίπλα της και η αμερικάνα συγκατένευσε. «Το ήξερα πως θα σας άρεσε ο χυμός μας» . Η αμερικάνα χαμογέλασε ελαφρά.
 Ύστερα μπήκαν τρεις αφρικανές καλοντυμένες και κουβέντιαζαν κι αυτές αγγλικά. «Ελάτε εδώ», φώναξε η μία στις άλλες κι έδειξε κάτι ξύλινους πάγκους.
 Πέρασαν μπροστά από το οπτικό πεδίο της και εξαφανίστηκαν.
 Από την άλλη μεριά ένας γερμανός κάτι έλεγε χαμηλόφωνα στη γερμανίδα του.
 Μετά όρμησαν μέσα στο μπαρ ένα τσούρμο κίτρινοι και ανάλαφροι που μιλούσαν πολύ πολιτισμένα στη μακρινή τους γλώσσα. Από τον τόνο τους  κατάλαβε ότι αστειεύονταν.
 Λοιπόν, είμαστε όλοι πάλι εδώ, σκέφτηκε πίνοντας σιωπηλή τον καφέ της και παρατηρώντας τους  άλλους. Σαν φαντάσματα ερχόμαστε και τριγυρνούμε εδώ, στον τόπο όπου  αποσπαστήκαμε βίαια από το σώμα μας. Μόνο που έχουμε ξεχάσει το θλιβερό συμβάν.
 Κάποιοι από πίσω γελούσαν. Και γιατί όχι. Πιο κάτω θα έβλεπε ασφαλώς και κανένα ζευγαράκι να φιλιέται  ανάμεσα στα ερείπια. Και απέναντι ο τεράστιος σταυρός των πρωτοχριστιανών. Εντελώς διακοσμητικός.
 Πλήρωσε και βγήκε έξω.
 Χάζεψε τα κελιά. Ανέβηκε στο πάνω διάζωμα. Ξανακατέβηκε. Περπάτησε γύρω γύρω. Προσπάθησε, προσπάθησε, έκανε φιλότιμες προσπάθειες.
 Τίποτα.
 Ίσως έφταιγε ο χαρούμενος ήλιος.
 Κάθισε σε μιαν άκρη.
Οι άλλοι έπαιρναν φωτογραφίες.
 Ίσως έφταιγαν οι χαρούμενες φωνές τους.
Τελικά μόνο αυτές τις φωνές άκουγε. Οι άλλες είχαν σβήσει όπως φαίνεται οριστικά.
 Λοιπόν, η φρίκη είχε τελειώσει. Η τυραννία, το αίμα, η σαρκοβόρα χαρά των θεατών, όλα αυτά είχαν τώρα γίνει συμπυκνωμένο υλικό για την Ιστορία.
 Αυτό είναι καλό, σκέφτηκε. Σε τελική ανάλυση είναι καλό. Στο κάτω κάτω πρέπει μερικές φορές η μνήμη να εξασθενεί και να απορρίπτει.
 Σηκώθηκε να φύγει.
Πριν βγει στο δρόμο, γύρισε κι έριξε μια τελευταία ματιά.
Όλα είχαν τελειώσει. Τίποτα πια δεν είχε απομείνει εκτός από αυτά τα μουγκά ερείπια.
 Παρασύρθηκε από ένα κύμα τουριστών και βγήκε έξω με ανάλαφρη καρδιά. Το Κολοσσαίο μεταβλήθηκε αμέσως σε τουριστική ανάμνηση.
 Το βράδυ βόλταρε στο Τραστέβερε ανάμεσα σε άλλα εύθυμα πλήθη, κάτι γιόρταζε η Ρώμη και ήταν γεμάτη φώτα και πυροτεχνήματα.
Την επομένη περιπλανήθηκε στα μαγαζιά, ψώνισε ωραία ρούχα και διάφορα αναμνηστικά. Ύστερα τις άλλες μέρες επισκέφθηκε την αρχαία αγορά, πολλά μουσεία, εκκλησίες, όλα υπέροχα και θαυμαστά.
 Γύρισε στην πατρίδα  φορτωμένη εντυπώσεις, καρτ ποστάλ,  ψώνια και φλύαρες διηγήσεις. 
 Κι έτσι δεν άκουσε τις φωνές.
Δεν τις άκουσε ούτε κι αυτή που τις αναζήτησε.
 Εκείνες τις φωνές του τρόμου και της αγωνίας που ξεριζωμένες περιπλανιούνται από τότε στον κόσμο και ψάχνουν για ευαίσθητα αυτιά.
 «Βοήθεια!» φωνάζουν ακόμα σ’ όλες τις γλώσσες σ’ όλα τα αμφιθέατρα του κόσμου, αλλά εκείνη δεν τις άκουσε.
 Τις νόμιζε από καιρό για πεθαμένες.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μας παρασύρει όλους κάτι και δεν ακούμε τις φωνές που νομίζαμε πεθαμένες, μας παρασύρει όλους κάτι και συχνά δεν βλέπουμε ούτε αυτό που είναι μπροστά στα μάτια μας. Έχουμε το μυαλό μας αλλού... Για να το πω όσο πιο απλά μπορώ, στις επιδιώξεις μας. Ανήκω στη σχολή που πιστεύει ότι ρόλος της λογοτεχνίας είναι να αφυπνίζει και βρήκα πολύ καλό το σύντομο διήγημα σου. Να είσαι καλά

Τάκης

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Γεια σου, Τάκη, σ' ευχαριστώ για το σχόλιο.

AKG είπε...

Όμως, Καίτη, κουφοί εντελώς δεν είμαστε.
Αλλά, (συγγνώμη κιόλας για το ασύνδετο), όταν λένε: "Κουφός είσαι; Βγάλε το μαϊντανό από τα αυτιά!" μήπως πράγματι εννοούν ότι οι φωνές αυτών που κυκλοφορούν παντού γύρω μας σα μαϊντανοί (αλλά στην πραγματικότητα είναι "παράγοντες") και κρώζοντας μας αναλύουν τα πάντα περισπούδαστα, και μας φλομώνουν με τη βαθύτητα των φληναφημάτων τους, και μας πρήζουν τα τύμπανα των αυτιών μας με τα σφυροκοπήματα της σαχλαμάρας τους, και εκεί πάνω στο πόνο μας χώνονται οι μαϊντανοί και φυτρώνουν και μέσα στα αυτιά μας, και μετά είμαστε σχεδόν κουφοί, και μετά δεν επιτρέπεται να βγάλουμε τους μαϊντανούς από τα αυτιά μας, διότι ο μαϊντανός πάει παντού και όμορφα "ακούγεται", και μας νοστιμίζει την άχαρη γεύση της ζωής μας, και τώρα η ζωή μας είναι "νόστιμη" με τους μαϊντανούς στα αυτιά, μήπως αυτό είναι που έχουμε πάθει;

Καίτη Βασιλάκου είπε...

AKG, οι μαϊντανοί είναι που δεν ακούνε τις φωνές του κόσμου, επειδή ακούνε μόνο τις δικές τους φωνές. Ξέρω βέβαια γιατί το έγραψες αυτό, αλλά δυστυχώς κανείς μαϊντανός δεν πρόκειται να σε διαβάσει.