30/5/25

Τσεκούρι ή τόξο;

 


Είσαι ( υπολογίζω) εξήντα τόσο χρονών και πριν σαράντα, σαράντα πέντε χρόνια με το μυαλό που κουβάλαγες τότε έβγαινες στους δρόμους και κυνηγούσες τους ιδεολογικούς σου αντιπάλους – τρομάρα σου, είχες και ιδεολογία στα δέκα εφτά, δέκα οχτώ σου χρόνια.

 

Μεγάλωσες, μορφώθηκες, έπηξε το νερουλό σου μυαλό και έγινες ένας σοβαρός άνθρωπος και λογικός που ξέρει τι λέει, όταν μιλά, έχει επιχειρήματα, σέβεται τον συνομιλητή του, δεν τον διακόπτει, δεν φωνάζει, έχει άποψη και την εκθέτει ψύχραιμα.

 

Κι όμως οι ιδεολογικοί σου αντίπαλοι συνεχίζουν να θυμίζουν στον κόσμο τι έκανες, όταν ήσουν ένας άμυαλος νεαρός. Δεν έχουν οι άνθρωποι άλλο επιχείρημα.

 

Εν τω μεταξύ για τους δικούς τους κυνηγούς κεφαλών - που γέρασαν κι  αυτοί και δεν ξέρω, αν έβαλαν μυαλό - τσιμουδιά.



28/5/25

Ας είχα τώρα

 

Ας είχα τώρα μια ψευδαίσθηση,


μια αυταπάτη,


μια αυθυποβολή.



27/5/25

Καλά φάγαμε

 

 Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, χορέψαμε, ταξιδέψαμε, ερωτευτήκαμε, τραγουδήσαμε, ονειρευτήκαμε.

Τώρα κάνουμε βόλτες στα ιατρεία.



Τι χειρότερο

 

-Τι χειρότερο μπορεί να πάθεις από το να πεθάνεις;

-Να μην πεθάνεις.


Τα λάθη

 

"Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα"

~ Νίκος Καζαντζάκης

Αυτό κάνω κάθε βράδυ από παιδί, Νίκο Καζαντζάκη. Διορθώνω τα λάθη του Θεού. Αλλά την άλλη μέρα τα λάθη είναι πάλι εκεί.



26/5/25

Τώρα

 

 

 

Το "τώρα" είναι ο μόνος χρόνος που βιώνουμε.


Το "πριν" (ένα δευτερόλεπτο ή ένας αιώνας πριν) είναι ήδη κάτι χαμένο για πάντα.


Το "μετά" (ένα δευτερόλεπτο ή ένας αιώνας μετά) είναι κάτι άγνωστο και χωρίς σχήμα και για πολλούς δεν θα γίνει ποτέ "τώρα".

.

Η ζωή μας κυλά πάντα στο "τώρα" του ενός δευτερολέπτου και τελειώνει πάντα σε ένα τέτοιο "τώρα".


 

 

22/5/25

Οράτιος, Ωδές, βιβλίο ΙΙ, Ωδή 18, απόσπασμα

 

Η μια μέρα σπρώχνει την άλλη


και κάθε νέα σελήνη βαδίζει στο χαμό της...


 

 

truditur dies die


novaeque pergunt interire lunae...


 

Οράτιος, Ωδές, βιβλίο ΙΙ, Ωδή 18, απόσπασμα.


 

Μετάφραση: Καίτη Βασιλάκου.



16/5/25

Παρελθόν

 





Δεν θα’ θελα να επιστρέψω,


να ξαναζήσω όσα έζησα.


Είναι καλύτερα να τα θυμάμαι


ως ανάγλυφα της μνήμης,


όπως εκείνα τα κακοφτιαγμένα


τα μεσαιωνικά


με τα κοντά, άσχημα ανθρωπάκια.



12/5/25

Φοράς σταυρό, Σατανά;

 

 

Πέντε μέρες περιπλανιόμουν σε ένα τρομακτικό κόσμο. Ο κόσμος που ήξερα είχε χαθεί, τώρα ζούσα σε έναν άλλον άγνωστο κόσμο, βουβό, έρημο, δεν υπήρχε άνθρωπος πουθενά, δεν υπήρχαν φυτά, ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι, δεν υπήρχαν ζώα, δεν υπήρχε τίποτα εξόν από ένα άσπρο τοίχο.

 

Ζούσα ακίνητη μπροστά σε έναν άσπρο τοίχο, μέρες τώρα χωρίς διακοπή κοίταζα τον τοίχο που πάνω του ήταν κρεμασμένο ένα μαύρο πράγμα.

 

Κάποιες στιγμές άνοιγαν ξαφνικά μεγάλα φώτα κι έβλεπα μπροστά μου κάποιον. Μου έχωνε στο στόμα κάτι χάπια και μετά έφευγε, τα φώτα έσβηναν κι εγώ βρισκόμουν πάλι μπροστά στον άσπρο τοίχο. Ώρες ατέλειωτες μπροστά στον άσπρο τοίχο με κείνο το μαύρο πράγμα να κρέμεται πάνω του.

 

Ο κόσμος μου είχε χαθεί. Ο κόσμος που ήξερα, που όλα μου τα χρόνια είχα ζήσει μέσα του δεν υπήρχε πια. Από δω και πέρα αυτή θα ήταν η ζωή μου: να στέκομαι ακίνητη μπροστά στον άσπρο τοίχο.

 

Τρόμος. Τρόμος βαθύς. Τρόμος γι’ αυτή την καταδίκη μου  που δεν ήξερα γιατί μου είχε επιβληθεί. Τρόμος. Βρισκόμουν στο βασίλειο του Εωσφόρου.

 

Όταν άναβαν ξαφνικά τα φώτα, έβλεπα κάποιον να με μπουκώνει φάρμακα και να μου λέει γλυκά λογάκια. Υπάλληλος του Εωσφόρου. Δεν προλάβαινα να πω λέξη. Μου έχωνε τα φάρμακα στο στόμα, τα κατάπινα κι έπειτα τα φώτα έσβηναν. Ξανά ο άσπρος τοίχος κι εγώ ακίνητη μπροστά του.

 

Εδώ θα έμενα για πάντα. Σε μια παράξενη Κόλαση που δεν είχε πόνο, είχε τρόμο. Ζούσα μέσα σε ένα ασύλληπτο τρόμο. Αυτή θα ήταν η ζωή μου από δω και πέρα.

 

Βαθιά απελπισία.

 

Την τελευταία φορά που άναψαν τα φώτα, στεκόταν από πάνω μου ένας νεαρός με τα χάπια στο χέρι. Μου έλεγε γλυκά λογάκια ο βασανιστής μου, με κορόιδευε ο υπάλληλος του Εωσφόρου. Και στο λαιμό του κρεμασμένος ένας ασημένιος σταυρός.

 

Φοράς σταυρό, Σατανά; Προσπάθησα να πω, αλλά δεν τα κατάφερα. Μου έχωσε τα χάπια στο στόμα μιλώντας μου γλυκά κι έπειτα έφυγε. Τα εκτυφλωτικά φώτα έσβησαν κι εγώ βρέθηκα ξανά μπροστά στον τοίχο.

 

Ή έχω τρελαθεί ή έχω μπει σε ένα κόσμο ξένο προς τον δικό μου, σκέφτηκα. Δεν ξέρω ποιο από τα δύο ισχύει.

 

Το βράδυ της τέταρτης μέρας με μπούκωσαν με πιο ελαφρά χάπια. Το πρωί της πέμπτης μέρας ξύπνησα και είδα τον ξάδερφό μου να μπαίνει στο δωμάτιο. Είχα επιστρέψει στον κόσμο μου.

 

Θέλω να φύγω τώρα! Του είπα. Τώρα! Τώρα!

 

Ετοίμασαν το εξιτήριο και βγήκα από εκείνο το κολαστήριο.

 

Πέρασαν μέρες για να συνέλθω από τον τρόμο μου.

 

(Αληθινή ιστορία)



10/5/25

Ο αετός

 


Χρόνια ένας αετός

 

κάθεται στον ώμο μου.

 

Και χθες το όρνεο μού έκρωξε:


 

Άδικα περιμένω,

 

σε βαρέθηκα.

 

Ποτέ δεν θα πετάξεις.



9/5/25

Το 14% και το 86%

 


Όταν μιλάμε μεταξύ μας, όταν σχολιάζουμε, χαιρόμαστε ή θυμώνουμε με ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, ας μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στο 14% του παγκόσμιου πληθυσμού που, όπως και να το κάνουμε, καλοπερνά σε σύγκριση με το υπόλοιπο 86% που ζει στον ίδιο με μας πλανήτη αλλά σε άλλο κόσμο.

 

Ακόμα και οι φτωχοί στον δικό μας κόσμο είναι διαφορετικοί από τους φτωχούς του 86%. Διότι εκεί, όταν λέμε ότι πεινάνε, εννοούμε κυριολεκτικά ότι πεινάνε. Εδώ σε μας φτωχός λογίζεται αυτός που δεν του φτάνουν τα λεφτά να πληρώσει πχ τον λογαριασμό της ΔΕΗ. Ακόμα και ο πιο φτωχός στον δικό μας κόσμο ένα πιάτο φαΐ την ημέρα μπορεί να το εξασφαλίσει.

 

Βέβαια πότε πότε θυμόμαστε και αυτό το 86% και φωνάζουμε και αγανακτούμε, μετά όμως ξεχνιόμαστε πάλι και φωνάζουμε και αγανακτούμε με τα προβλήματα του δικού μας κόσμου. Βασικά ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι κόσμος είναι αυτό το  14%, στο οποίο έχουμε βολευτεί.

 

Τι πληροφορούμαστε από τα ΜΜΕ; Πληροφορούμαστε για γεγονότα που συμβαίνουν στο 14% του παγκόσμιου πληθυσμού και μόνο, αν συμβεί κάτι πολύ σοβαρό ή πολύ τραγικό στον υπόλοιπο πληθυσμό, μας το λένε κι αυτό. Είναι σαν να ζούμε σε μια φούσκα, ενώ έξω από αυτήν απλώνεται ένας πολύ μεγάλος κόσμος, για τον οποίο δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτα.

 

Καλό όμως είναι να θυμόμαστε ότι αποτελούμε ισχνή μειοψηφία και ότι ανατολικά και νότια από μας ζουν τα περισσότερα δισεκατομμύρια της ανθρωπότητας με άλλους βάρβαρους νόμους, άλλη βάρβαρη ηθική, άλλες βάρβαρες συνήθειες, άλλη βάρβαρη ιδεολογία και πραγματική βάρβαρη φτώχεια.

 

Και όταν λέμε «ο κόσμος μας», πρέπει να εννοούμε αυτό το 86%, γιατί αυτός είναι ο πραγματικός βάρβαρος κόσμος μας. Που ζει στην πραγματική φτώχεια, εξαθλίωση και πείνα και είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους λίγους πλούσιους που ζουν εκεί. Αυτοί είναι που ανοίγουν την πόρτα στο 14% να μπει μέσα και να πάρει ό,τι λαχταρά η ψυχή του.

 

Όταν ο άλλος σου λέει «παρακαλώ, περάστε, πάρτε ό,τι θέλετε και δώστε και σε μας το μερίδιό μας», εσύ θα μπεις μέσα και θα αρπάξεις ό,τι μπορείς. Και οι ελάχιστοι πλούσιοι του 86% περνούν ζωή χαρισάμενη και έχουν συνηθίσει στην αθλιότητα του τόπου τους. Δεν τους καίγεται καρφί. Έτσι είναι η ζωή, λένε κυνικά.

 

Έτσι είναι, να το ξέρουμε κι εμείς που νομίζουμε ότι όλος ο κόσμος συμπυκνώνεται στο 14% του οικοπέδου που λέγεται Γη.



8/5/25

Ζούμε

 

Ζούμε σ’ ένα κομματάκι χρόνου,


σ’ ένα κομματάκι γης.


Μπορεί να είναι μηδαμινό,


όμως είναι δικό μας.




7/5/25

Σήκω, ψυχή μου

 






Γιατί, ψυχή μου,


ζάρωσες και δεν μιλάς;


Γιατί το σώμα μου


πάει κι έρχεται αμέριμνο,


τρώει, πίνει, κοιμάται, ξυπνά


και συ,  ψυχή μου, κάθεσαι


σε μια γωνιά και τρέμεις;


 

Θέλω τα μάγια να λυθούν,


να σε δω ξανά ολόφωτη


να υψώνεσαι


με τη ρομφαία σου στο χέρι,


σε θέλω  ατρόμητη


να σπαθίζεις κάθε φόβο.


 

Σήκω,


πάρε  τα όπλα σου,


είσαι πάντα εσύ,


κυνική και άφοβη,


σήκω, ψυχή μου,


τίποτα δεν είναι πιο φοβερό


από τον φόβο,


κάρφωσε την καρδιά του,


σκίσε την.


 

Ψυχή μου εσύ,


η μόνη περιουσία μου,


κάνε με πάλι περήφανη.



 



4/5/25

Τα παγκάκια

 



Όταν ήμουν νέα, αντιπαθούσα τα παγκάκια.

Δεν ξέρω πόσο στραβά το είχα πάρει το θέμα, αλλά θεωρούσα ότι τα παγκάκια είναι για όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και τι να κάνουν οι έρμοι, αράζουν σε ένα παγκάκι και κοιτάζουν τον κόσμο συμβιβασμένοι με την κατάστασή τους.

 

Μου έλεγε η μητέρα μου «ας καθίσουμε σ’ αυτό το παγκάκι να ξεκουραστούμε». Στράβωνα εγώ τα μούτρα μου. Μα δεν υπάρχουν τόσα μαγαζιά (δεν τα λέγαμε τότε καφετέριες) να καθίσουμε σαν άνθρωποι, να πιούμε την πορτοκαλάδα μας αξιοπρεπώς, παρά καθόμαστε σαν κακομοίρηδες στα παγκάκια λες και δεν έχουμε τρεις δραχμές για το αναψυκτικό μας; Αλλά την ξέρω τη μάνα μου τι τσιγκούνα είναι, προτιμά το παγκάκι από το να δώσει τρεις δραχμές.

 

Κάναμε λοιπόν βόλτες και καθόμασταν στα παγκάκια. Αίσχος! Μεγάλη ταπείνωση! Ευτυχώς, άμα ήταν και ο μπαμπάς μαζί, καθόμασταν σαν άνθρωποι σε κανένα καφενείο.

 

Τέλος πάντων, τα παγκάκια τα απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι. Δεν τα χώνευα. Ποτέ δεν κάθισα σε παγκάκι, όσο με βαστούσαν τα πόδια μου.

 

Και κάποτε ήρθε ο πανδαμάτωρ – καταλαβαίνετε ποιον εννοώ – και έχασα τη δύναμή μου, κουραζόμουν, δεν άντεχα το πολύ περπάτημα. Έψαχνα γύρω μου να βρω μέρος να καθίσω να ξεκουραστώ και τα παγκάκια με κοιτούσαν προκλητικά.

 

Πήγαινα κατά πάνω τους χωρίς άλλες σκέψεις, καθόμουν και άφηνα έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ευλογημένα παγκάκια! Καθόμουν όση ώρα ήθελα και, όταν ένιωθα ξανά δυνατή, σηκωνόμουν και συνέχιζα τη διαδρομή μου.

 

Τώρα, μετά από επίμονες εξερευνήσεις, γνωρίζω όλα τα παγκάκια της περιοχής μου κι ακόμα παραπέρα. Όταν είναι να ξεκινήσω το περπάτημα – γιατί πρέπει να περπατώ, αλλιώς θα πετρώσω – σχεδιάζω τη διαδρομή μου με βάση τα παγκάκια.

 

Στον τάδε δρόμο έχει τρία παγκάκια στη σειρά. Στον από πάνω έχει ένα. Στον από κάτω έχει δύο και μια στάση λεωφορείου με παγκάκι, τέλεια! Στον από πέρα έχει ένα. Πιο κάτω έχει μερικά κοντά το ένα στο άλλο. Είναι και οι στάσεις των λεωφορείων που με εξυπηρετούν. Γενικά ξέρω τα πάντα σχετικά με τα παγκάκια και τις στάσεις λεωφορείων σε μια ακτίνα ενός χιλιομέτρου.

 

Όχι πως περπατώ ένα χιλιόμετρο κάθε φορά, αλλά να ξέρω, αν χρειαστεί, πού να ξεκουράσω τα ταλαιπωρημένα πόδια μου. Σε κάθε περίπατο χρησιμοποιώ ένα δυο παγκάκια.

 

Και τι θα γινόμουν χωρίς αυτά; Δεν θα μπορούσα να αλλάζω δυο και τρεις καφετέριες στον περίπατό μου. Μια καφετέρια, όποτε βγαίνω να περπατήσω,  είναι αρκετή.

 

Ευλογημένα παγκάκια! Σας ευγνωμονώ.




2/5/25

Κυνικό

 

Τη μελαγχολία πώς την ξεφορτώνεσαι


που κάθε βράδυ στήνει καρτέρι


κι έρχεται να σου κάνει συντροφιά;


Πώς ξεφορτώνεσαι κι αυτές τις αδελφές της,


τη δυσθυμία, την ακεφιά,


κι εκείνη την άλλη την τρομακτική


που έρχεται και θρονιάζεται στον χώρο σου βουβή


κοιτάζοντάς σε με τα παγερά της μάτια,


χειρότερη απ’ όλες;


(Για την κατάθλιψη μιλώ).


 

Μα αυτοκτονώντας φυσικά.


Τις σκοτώνεις μαζικά


και ησυχάζεις.



1/5/25

Στο μυαλό είναι ο στόχος και ο καλός και ο κακός

 

 

Σε γνωστό ποίημα της Κατερίνας Γώγου υπάρχει η φράση «στο μυαλό είναι ο στόχος». Η φράση αυτή αναπαράγεται κάθε τόσο υπονοώντας ότι σκοτεινές δυνάμεις και κυρίαρχες στην κοινωνία που ζούμε στοχεύουν να αλλοιώσουν την αυθεντικότητα της σκέψης μας και να μας μετατρέψουν σε δούλους μιας ιδεολογίας που εξυπηρετεί τους ισχυρούς αποκτώντας  μια συμπεριφορά που δεν συνειδητοποιούμε ότι είναι ξένη προς τον εαυτό μας και τα δικά μας συμφέροντα.

 

Σωστός στίχος και πολύ ώριμος.

 

Μόνο που εξαιρεί όλους τους άλλους πλην των ισχυρών, ενώ εμείς ξέρουμε ότι στο μυαλό είναι ο στόχος όλων μας, ισχυρών και μη.

 

Φυσικά στο μυαλό είναι ο στόχος και εκεί στοχεύουν γονείς, δάσκαλοι, φίλοι, γνωστοί και συγγενείς, γείτονες, συνεργάτες, γραφιάδες, ποιητές, καλλιτέχνες κάθε είδους, εκεί στοχεύουμε όλοι.

 

Και όχι με κακό σκοπό όλοι εμείς. Βέβαια μπορεί να ανιχνεύσουμε περίεργους σκοπούς στη λεγόμενη στρατευμένη τέχνη. Εκεί κι αν είναι ο στόχος στο μυαλό. Μα είναι για καλό, θα πει κανείς. Ναι, είναι για καλό σύμφωνα με την άποψη του στρατευμένου καλλιτέχνη και όσους τον πιστεύουν. Για τους υπόλοιπους είναι για κακό.

 

Αλλά όταν η μαμά λέει στο παιδάκι της «μη λες ψέματα, δεν είναι σωστό, μην κλέβεις, δεν είναι σωστό, μη δέρνεις το γειτονάκι, δεν είναι σωστό» και άλλα παρόμοια, στο μυαλό του παιδιού της είναι ο στόχος.

 

Όταν μεγάλοι πια διαβάζουμε Ντοστογιέφσκι ή Καζαντζάκη ή Καβάφη ή Ελύτη, στο μυαλό μας είναι ο στόχος των συγγραφέων και των ποιητών.

 

Όταν ο δάσκαλος μαθαίνει ορθογραφία στους μαθητές του, στο μυαλό τους είναι ο στόχος του.

 

Όταν βλέπουμε τη φίλη μας να το παρακάνει με το φαγητό, με το τσιγάρο ή το πιοτό και τη συμβουλεύουμε ή και τη μαλώνουμε για τις υπερβολές της, στο μυαλό της είναι ο στόχος μας.

 

Στο μυαλό είναι ο στόχος παντού και πάντοτε. Και γι’ αυτό προχωρούμε βήμα βήμα προς το καλύτερο.

 

Κάποιοι θέλουν να αλλάξουν τη σκέψη μας προς το χειρότερο. Υπάρχουν παραδείγματος χάριν θεατρικά έργα ή κινηματογραφικές ταινίες που μπαίνουμε στην αίθουσα ανύποπτοι και βγαίνουμε με τη σκέψη μας αλλοιωμένη προς το χειρότερο. Και μάλιστα δεν το καταλαβαίνουμε. Και πάμε και ξαναπάμε σε τέτοιες παραστάσεις και ταινίες, ώσπου ο στόχος έχει κάνει τη δουλειά του και έχει πετύχει να αλλάξει το μυαλό μας.

 

Εδώ ισχύει η παροιμία:

 

«Λέγε -λέγε το κοπέλι

κάνει τη γριά και θέλει».

 

Αλλά πολλά είπαμε και ο νοών νοείτο, όπως θα έγραφε και ο ανορθόγραφος που ο δάσκαλος απέτυχε στον στόχο του.