16/2/25

Κακίες

 


 

Έρχονται πολλές στιγμές – που όλο γίνονται και περισσότερες – που νιώθω μια απίστευτη βαρεμάρα με τη μουρμούρα των λογίων μας που θέλουν να φωτίσουν υπό τη δική τους οπτική γωνία σύγχρονους και παλιότερους λογοτέχνες.

 

Αν είναι ζωντανοί λογοτέχνες, δεν χρειάζεται να διαβάσεις τίποτα. Ξέρεις εκ των προτέρων. Αν είναι μακαρίτες, μπορεί να διαβάσεις κάποιες ιδέες του γράφοντος λογίου, γνωστές επαναλήψεις αλλά με άλλα λόγια.

 

Γιατί γράφουν αυτοί οι άνθρωποι; Ποιος τους διαβάζει; Προφανώς οι όμοιοί τους. Ωραία, το θέμα έχει ταχτοποιηθεί, γράφουν και διαβάζουν ο ένας τον άλλον και η ζωή προχωρεί.

 

Όχι όμως η κανονική ζωή.

Η κανονική ζωή βρίσκεται τους δρόμους και είναι γεμάτη κανονικούς ανθρώπους.

 

Βγήκα χθες ελαφρώς χολωμένη κι έκανα τη βόλτα μου, κάθισα και ήπια τον καφέ μου και για πρώτη φορά αποφάσισα να κάνω αυτό που κάνουν οι συγγραφείς: κοίταξα τους ανθρώπους. Και για πρώτη φορά δεν τους κοίταξα αφηρημένα και αδιάφορα. Και για πρώτη φορά ένιωσα γι’ αυτούς συμπάθεια.

 

Κορίτσια, μαμάδες, μεσόκοποι αγνώστου ταυτότητος περνούσαν από μπροστά μου, τεχνίτες με λερωμένα ρούχα, μετανάστες, ένας νεαρός κρατούσε μια ανθοδέσμη για την καλή του, ένας μπαμπάς με την κόρη του πάρκαραν μπροστά μου, σε λίγο τους είδα να επιστρέφουν με λουλούδια και γλυκά -για τη μαμά βέβαια -ψηλόλιγνοι νεαροί έκαναν βόλτα με τον σκύλο τους.

 

Απέναντι μαγαζιά, παιχνίδια, δώρα, μπιζού, ξηροί καρποί, κομμωτήριο, μανικιούρ-πεντικιούρ. Τα αυτοκίνητα κατέβαιναν  αργά.

 

Πόσο θα’ θελα να τους μοιάσω. Να γίνω κάποια από αυτούς. Να πετάξω, να αδειάσω το σπίτι μου όχι από τους κλασικούς συγγραφείς, αλλά από όλους αυτούς που τριγυρίζουν γύρω τους και γράφουν και ξαναγράφουν και στην ουσία τίποτε δεν γράφουν.

 

Αλλά βλέπεις η μοίρα αυτή τη θέση μού επιφύλασσε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: