27/6/24

34. Ο διάβολος μέσα τους ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Μερικά κορίτσια στην τάξη εμείς οι υπόλοιπες τα περιφρονούμε, είναι κουτά και δεν παίρνουν τα γράμματα. Όπως η Μαρία παραδείγματος χάριν. Είναι πολύ χαζή και όλο λάθος απαντήσεις δίνει στον δάσκαλο. Μια μέρα που κάναμε γεωγραφία, αυτός τη ρώτησε ποια είναι η πρωτεύουσα της Βουλγαρίας και η Μαρία φοβόταν κι έτρεμε και είπε «Η Σοφία». Σκάσαμε στα γέλια εμείς. Τόσο ζώο είναι που δεν ξέρει πως τη λένε Σόφια και όχι Σοφία.

 

Αλλά πιο βλάκας ακόμα είναι η Ουρανία. Αυτή είναι και πολύ φτωχή, έρχεται στο σχολείο με κάτι παλιόρουχα και κάθεται μοναχή της, δεν μιλά σε κανέναν και κανείς δεν της μιλά. Και δεν καταλαβαίνει τίποτα από όσα λέει ο δάσκαλος, είναι τελείως χαζή.

 

Μάζεψα μια μέρα στο διάλειμμα τη Βαρβάρα, την Ελένη και την Αλεξάνδρα και τους είπα ότι πρέπει να βοηθήσουμε την Ουρανία που είναι φτωχή, έτσι δεν μας λένε στα θρησκευτικά, ότι πρέπει να βοηθάμε τους φτωχούς; «Και τι να κάνουμε δηλαδή;» ρώτησε η Ελένη. «Να της πάρουμε κανένα τετράδιο, μερικά μολύβια, τέτοια», είπα. «Με τι λεφτά;» «Από το χαρτζιλίκι μας».

 

Εμένα οι γονείς μου δεν μου έδιναν λεφτά εκτός πολύ σπάνια, αλλά άμα μαζεύαμε όλες μαζί αυτά που είχαμε, κάτι θα μπορούσαμε να αγοράσουμε. Τους άρεσε η ιδέα μου κι από τότε κάθε λίγο και λιγάκι παίρναμε κάτι στην Ουρανία. Της αγοράσαμε τετράδια, μολύβια, μια ξύστρα, μια γομολάστιχα, κάτι ξυλομπογιές, μια πένα, στο τέλος δεν είχαμε τι άλλο να της πάρουμε. Μας άρεσε πολύ αυτό το νέο παιχνίδι που είχαμε βρει και δεν μας πείραζε που δεν είχαμε χαρτζιλίκι.

 

Η Ουρανία έπαιρνε ό,τι της δίναμε κι έμενε βουβή. Παρέα δεν την κάναμε φυσικά, γιατί εκτός από φτωχή είναι και χαζή και δεν την παίζουμε. Αλλά δεν μας είπε και ποτέ ένα ευχαριστώ. Καθόταν εκεί στο θρανίο μόνη της, άνοιγε τα τετράδια που της είχαμε χαρίσει, έγραφε με τα μολύβια μας, τα έξυνε με την ξύστρα μας, έσβηνε με τη γομολάστιχά μας, ζωγράφιζε με τις μπογιές μας.

 

Και μια μέρα, έτσι που την έβλεπα με απλωμένα μπροστά της όλα μας τα δώρα, σκέφτηκα πως αυτή είχε πιο πολλά πράγματα από όσα είχα εγώ και αυτό δεν μου άρεσε. Το είπα και στα κορίτσια: «Η Ουρανία έχει από όλα τώρα κι εμείς έχουμε λιγότερα. Και ένα ευχαριστώ δεν μας έχει πει». Θύμωσαν κι αυτές.

 

Στο άλλο διάλειμμα τής τα πήραμε πίσω όλα, δεν της αφήσαμε τίποτα. Τα μοιραστήκαμε μετά μεταξύ μας κι εγώ απόχτησα νέες ξυλομπογιές, γιατί οι δικές μου κόντευαν να τελειώσουν. Η Ουρανία δεν είπε τίποτα, καθόταν κι έβλεπε που της παίρναμε πίσω τα δώρα μας και δεν μιλούσε. Αλλά έτσι είναι αυτή, δεν μιλά ποτέ.


***

Στη φωτογραφία: Χανιά, 1958.



(Συνεχίζεται)



25/6/24

Μετά από έναν έρωτα μεγάλο





 

Μετά από έναν έρωτα παράφορο, μεγάλο, οργιαστικό, γεμάτο τρέλα, αυτός ογδόντα χρονών σήμερα, αυτή εβδομήντα πέντε, έχουν τέσσερις δεκαετίες να συναντηθούν.

 

Τίποτα δεν έμεινε από εκείνον τον θυελλώδη έρωτα. Πότε πότε θυμούνται κάτι και αμέσως μετά το  ξεχνούν.

 

Χρόνια τώρα ζουν διαφορετικά, έχουν άλλες συντροφιές, λένε άλλα πράγματα, άλλα ζητήματα απασχολούν τον καθένα.

 

Ένα μόνο πράγμα κάνουν επιμελώς και οι δύο: τρέχουν στους γιατρούς.


(Μικρές ιστορίες)


22/6/24

Έρχονται οι ψυχές

 






Έρχονται οι ψυχές


κάθε φορά που τις θυμόμαστε,


στέκονται πέτρινες απέναντί μας


αρνούμενες να εναρμονιστούν


στη θλίψη μας,


τα δάκρυά μας δεν τις συγκινούν


και βιάζονται,


θέλουν να φύγουν


και όσο τις κρατάμε αιχμάλωτες,


εκείνες δυσανασχετούν.


 

Παίζουμε τούτο το παιχνίδι άσκεφτα,


δεν ξέρουμε


πως οι ψυχές πολύ ταλαιπωρούνται


μ’ αυτό το πήγαιν’ έλα,


πως τους θυμίζουμε συνέχεια


κάτι που θέλουν να ξεχάσουν,


δεν ξέρουμε


πόσο βαριά είναι η αγάπη μας


γι’ αυτές,


πόση ανάγκη έχουν


να λύσουν τα δεσμά τους,


να πετάξουν μακριά.



 

20/6/24

Τρεις τρόποι για να αποχτήσει η ποίηση τη χαμένη αξία της

 





 

Είναι γνωστό τοις πάσιν ότι ποιητικές συλλογές δεν αγοράζει πλέον κανείς. Οι ποιητικές συλλογές μόνο χαρίζονται.

 

Ο δεχόμενος το δώρο αυτό χαμογελά υποχρεωμένος και λέει πολλά ευχαριστώ στον ποιητή δωρητή, ενώ μέσα του σκέφτεται πώς θα το ξεφορτωθεί με κάπως κομψό τρόπο. Ένας τέτοιος τρόπος είναι να το χαρίσει κι αυτός με τη σειρά του σε κάποιο παιδάκι που θα το μουτζουρώσει αμέσως με τις μπογιές του.

 

Ας το πάρουμε απόφαση. Σε μια χώρα που ένας στους τρεις γράφει ποιήματα και οι άλλοι δύο δεν ανοίγουν ποτέ βιβλίο, το μέλλον της ποίησης διαγράφεται σκοτεινό.

 

Ας μην απελπιζόμαστε ωστόσο. Υπάρχουν λύσεις. Προσωπικά έχω σκεφτεί τρεις, αλλά σίγουρα θα υπάρχουν κι άλλες. Δεν εννοώ πάντως να δέρνουμε όσους δεν διαβάζουν ποιήματα. Υπάρχουν κι άλλες λύσεις πιο διπλωματικές και πιο πολιτισμένες.

 

Πρώτη λύση: Βραβεύουμε τους συλλέκτες ποιητικών συλλογών. Οι ποιητές δεν χρειάζεται να βραβευτούν, αυτοί είναι ταγμένοι να γράφουν ποιήματα. Αλλά οι συλλέκτες είναι μια άλλη, πολύ εκλεκτή κατηγορία. Οι άνθρωποι πετάνε τα λεφτά τους και αγοράζουν οποιαδήποτε ποιητική συλλογή εκδοθεί. Μερικοί μάλιστα αγοράζουν όλα τα αντίτυπα της συλλογής, με αποτέλεσμα οι ανταγωνιστές τους να μην μπορούν να έχουν ούτε ένα αντίτυπο.

 

Τεράστιες κούτες με ποιητικές συλλογές στοιβάζονται στα υπόγειά τους και οι συλλέκτες περήφανοι ενημερώνουν τη σχετική Επιτροπή που έχει επί τούτου συσταθεί για τα νέα αποκτήματά τους.

 

Στο τέλος του χρόνου η Επιτροπή Συλλεκτών ποιητικών συλλογών απονέμει τα βραβεία της στους δέκα καλύτερους συλλέκτες. Τα βραβεία είναι πλουσιοπάροχα, διότι ποιος συλλέκτης είναι τόσο βλάκας, ώστε να αγοράζει αφειδώς βιβλία με ποιήματα που ποτέ δεν θα διαβάσει, αν δεν έχει κάποιο όφελος;

 

Είναι λοιπόν χρηματικά βραβεία που ισοσκελίζουν κάπως τα έξοδα αγοράς, αλλά είναι και η φήμη που συνοδεύει έκτοτε τους βραβευθέντες συλλέκτες, η δημοσιότητα, οι υψηλές γνωριμίες και σχέσεις και - πού ξέρεις; - η είσοδος στην πολιτική και μια λαμπρή στη συνέχεια πολιτική καριέρα.

 

Οι ποιητές ας γράφουν εν τω μεταξύ τα ποιήματά τους, αφού έχουν τόση όρεξη.

 

Δεύτερη λύση:

Αυτή είναι λίγο ζόρικη. Η κυβέρνηση απαγορεύει τη συγγραφή και την έκδοση ποιημάτων. (Εδώ υπάρχει σχέδιο, θα το δείτε παρακάτω). Σε μια εποχή που η τεχνολογία τρέχει ραγδαία, η χώρα δεν έχει ανάγκη από νεφελώδεις ποιητές αλλά από πρακτικούς ανθρώπους που θα ξέρουν να χειρίζονται τα δαιδαλώδη ηλεκτρονικά μηχανήματα και από άριστους οικονομολόγους που θα έχουν την ικανότητα να οραματίζονται το μέλλον και να σχεδιάζουν τα σωστά οικονομικά προγράμματα προς όφελος της χώρας και των πολιτών. Οι ποιητές είναι κηφήνες που αερολογούν αποψιλώνοντας τα πολύτιμα δάση μας για την παραγωγή χαρτιού που θα φιλοξενήσει την ατέλειωτη και ανεξήγητη γκρίνια τους.

 

Απαγορεύεται επομένως η έκδοση ποιητικών συλλογών και ανθολογιών. Αποσύρονται όλα τα βιβλία που περιέχουν ποιήματα. Αν συλληφθεί πολίτης να διαβάζει ποιήματα ή ακόμα χειρότερα να γράφει ποιήματα, περνά από δίκη και μένει στη φυλακή για ένα δυο χρονάκια.

 

Καταλαβαίνετε τι έχει να γίνει. Αρχικά πορείες, διαμαρτυρίες, ξύλο με την αστυνομία, φωτιές, συλλήψεις και τα λοιπά γνωστά. Μετά θα αδειάσουν όλα τα βιβλιοπωλεία από βιβλία ποιημάτων που θα τρέξει ο κόσμος να αγοράσει, πριν τεθεί σε ισχύ ο νόμος. Τα ποιήματα θα φυλαχτούν σε ασφαλή μέρη, οι δε ποιητές θα ξεσπαθώσουν και θα γράψουν τα ωραιότερα ποιήματα της ζωής τους. Θα κυκλοφορούν λαθραία από χέρι σε χέρι και θα απαγγέλλονται σε μυστικές συναντήσεις με δάκρυα στα μάτια.

 

Όλοι οι πολίτες πλην ελαχίστων αναίσθητων θα διαβάζουν ποιήματα στα κρυφά, θα τα αποστηθίζουν και θα τα ψιθυρίζουν  στο αφτί του διπλανού τους στα παγκάκια μέσα στα πάρκα και στις πλατείες, στα καφέ, στα μπαρ, στις ταβέρνες, ακόμα και στα μπουζουξίδικα. Πλήθος νέων ποιητικών συλλογών σε μορφή χειρογράφων κυρίως  θα κυκλοφορεί λαθραία από χέρι σε χέρι.

 

Μετά από τρία χρόνια η κυβέρνηση θα άρει τον νόμο, όπως το είχε σχεδιάσει εξάλλου από πριν, και τότε… ω, τότε θα γίνει ο μεγάλος χαμός!

 

Τα πλήθη έξαλλα θα βγουν στους δρόμους κραδαίνοντας τα χειρόγραφα ποιήματα που έχουν με κίνδυνο αποχτήσει, θα ξεκινήσουν αμέσως οι εκδόσεις και ο κόσμος θα αγοράζει ποιητικές συλλογές με το κιλό, θα πραγματοποιούνται ποιητικές εκδηλώσεις σε στάδια, σε πλατείες, σε δρόμους, σε πάρκα, σε μαγαζιά, παντού τέλος πάντων και τρεις στους τρεις Έλληνες θα διαβάζει μανιωδώς ποίηση. Επίσης τρεις στους τρεις Έλληνες θα γράφει πυρετωδώς ποιήματα.

 

Αναγέννηση! Η ποίηση θα αναδυθεί από τις στάχτες της και για τα επόμενα 20-30 χρόνια θα θριαμβεύει στις καρδιές μας. Μετά θα υπάρξει κάποια κόπωση, αλλά ως τότε βλέπουμε.

 

Τρίτη λύση και τελευταία:

Το κόλπο του Καποδίστρια με τις πατάτες.

Ειδικές εξασκημένες ομάδες στρατού ξηράς, θαλάσσης και αέρος θα κάνουν διαρρήξεις σε όλα τα βιβλιοπωλεία και θα κλέβουν βιβλία με ποιήματα. Μόνο βιβλία με ποιήματα. Τα άλλα δεν θα τα πειράζουν. Η λεία τους θα αποθηκεύεται σε ειδικούς χώρους, όπου κανείς δεν θα έχει πρόσβαση πλην του υπουργού Παιδείας.

 

Στην αρχή ο κόσμος θα εκπλαγεί, όμως σιγά σιγά θα αρχίσει να υποψιάζεται ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει εδώ. Στις παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών θα γίνεται πανζουρλισμός και όλοι καλού κακού θα αγοράζουν το σχετικό βιβλίο, πριν εξαφανιστεί από την αγορά. Στα βιβλιοπωλεία που ακόμα δεν έχουν διαρρηχθεί ή που μόλις έχουν παραλάβει μια νέα ποιητική συλλογή ο κόσμος θα κάνει ουρές περιμένοντας υπομονετικά στον ήλιο ή στη βροχή να έρθει η σειρά του να αγοράσει το πολύτιμο αντίτυπο.

 

Τι κρύβεται επιτέλους μέσα στις σελίδες του και κάποιοι θέλουν να το κλέψουν; Θα το ξεφυλλίσουν με προσοχή και θα διαβάσουν τα σχετικά ποιήματα. «Μα πρόκειται για αριστουργήματα!» θα αναφωνήσουν στο τέλος, «πρόκειται για ανεκτίμητο θησαυρό! Τώρα εξηγούνται οι κλοπές. Κάποιοι εξυπνότεροι από μας το έχουν καταλάβει. Η ποίηση είναι μεγαλειώδης τέχνη!»

 

Ο κόσμος θα αρχίσει με μανία να διαβάζει ποιήματα, ενώ οι κλοπές θα συνεχιστούν για αρκετό καιρό, μέχρι να συνειδητοποιήσουν όλοι την ανεκτίμητη αξία της ποίησης.

 

Κατόπιν τα κλαπέντα βιβλία θα διανεμηθούν στους φτωχούς συμπολίτες μας που δεν θα έχουν την πολυτέλεια να αγοράσουν μια ποιητική συλλογή και θα προτιμήσουν αντ’ αυτής να αγοράσουν πατάτες.

 

Εξάλλου το ποθούμενο αποτέλεσμα θα έχει συντελεσθεί. Ο κόσμος θα έχει αγαπήσει την ποίηση και οι ποιητικές συλλογές θα πωλούνται πλέον ακριβά λόγω της μεγάλης ζήτησης.

 

Πόσο θα κρατήσει αυτό είναι άγνωστο. Αλλά εν τω μεταξύ θα έχουν βρεθεί και άλλα κόλπα νέα για προσέλκυση του αναγνωστικού κοινού της ποίησης.



19/6/24

33. Παιχνίδια με φαντασία ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

 

Στα διαλείμματα εκτός από το κυνηγητό με τη Βαρβάρα παίζουμε καμιά φορά και ιστορίες μαζί με τα άλλα κορίτσια της τάξης. Πάμε στα πεύκα που είναι σε μιαν άκρη της αυλής και εκεί ετοιμάζουμε την ιστορία στα γρήγορα και μετά την παίζουμε. Εγώ παίζω έναν νεαρό που πάει να ζητήσει το χέρι της Αλεξάνδρας, αλλά ο γονείς της με διώχνουν με τις κλωτσιές. Σκάμε στα γέλια κάθε φορά, όταν η Βαρβάρα και η Ελένη που κάνουν τους γονείς φωνάζουν «Ουστ! Φύγε αποδώ!» κι εγώ γλιστρώ πάνω στις πευκοβελόνες και κυλιέμαι κάτω τάχα πως με κλώτσησαν.

 

Μια μέρα όμως τους την έσκασα, δεν ξέρω τι με έπιασε, είχα ακούσει ένα παραμύθι και μου άρεσε πολύ και αποφάσισα να τις κοροϊδέψω. Τις μάζεψα από την πίσω μεριά του σχολείου και τους είπα «Έχω ένα φοβερό μυστικό και δεν ξέρω, αν πρέπει να σας το πω». Αυτές ήθελαν να το μάθουν και επέμεναν και τότε τους είπα «Είμαι μια βασιλοπούλα και με έχουν κλέψει από το παλάτι μου δυο κακοί άνθρωποι και μ’ έφεραν εδώ».

 

Νόμιζα πως ήξεραν το παραμύθι και πως θα καταλάβαιναν ότι τις κορόιδευα, αλλά αυτές δεν το ήξεραν. «Ψέματα λες» είπε η Ελένη. Η Αλεξάνδρα όμως που είναι και λίγο χαζή με κοίταζε απορημένη κι εγώ πήρα θάρρος. «Αλήθεια σας λέω! Ζούσα σε ένα ωραίο παλάτι μαζί με τους γονείς μου που είναι βασιλιάδες, αλλά μια μέρα ήρθε ένας πραματευτής και με ξεγέλασε, έλειπαν οι γονείς μου και ήμουν μόνη στο παλάτι και κατέβηκα να του ανοίξω την πόρτα και τότε αυτός με άρπαξε και μ’ έφερε εδώ και τώρα ζω μαζί του και μαζί με τη γυναίκα του. Δεν είναι οι γονείς μου αυτοί που λένε πως είναι γονείς μου».

 

Πάλι αυτές με κοίταξαν καχύποπτα, δεν ήθελαν να το πιστέψουν, αλλά εγώ έβλεπα, πως αν επέμενα, θα τις έκανα να το πιστέψουν. Και άρχισα να λέω διάφορα και πήρα κι ένα λυπητερό ύφος και παρά λίγο να έβαζα και τα κλάματα. «Και γιατί δεν πας στη χωροφυλακή να τους το πεις;» ρώτησε η Ελένη που ήταν η πιο δύσπιστη.  «Γιατί με απειλούν πως, αν το πω πουθενά, θα με σκοτώσουν. Γι’ αυτό κι εσείς δεν πρέπει να το πείτε σε κανέναν». Αυτό ήταν, με πίστεψαν επιτέλους και με κοίταζαν κι αυτές πολύ λυπημένες, τόσο λυπημένες που τις λυπήθηκα. Δεν ήξερα τι να κάνω, να συνεχίσω να τις κοροϊδεύω και να νομίζουν πως είμαι βασιλοπούλα ή να τους πω την αλήθεια.

 

Τελικά αποφάσισα να τους πω την αλήθεια. «Ψέματα είναι!» φώναξα κι έβαλα τα γέλια. Κι αυτές σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω τους χαμογέλασαν ανακουφισμένες. 

Ευτυχώς δεν μου κράτησαν κακία.




***


Στη φωτογραφία: Χανιά, τέλη της δεκαετίας του 1950.



(Συνεχίζεται)





18/6/24

Ερημιά

 






 

Το εκκλησάκι ερημικό. Και η παραλία έρημη. Και η ψυχή του πιο έρημη ακόμα.

 

Ήταν η εποχή της καθαίρεσης του Θεού. Καθαιρέθηκε ο Θεός και δεν μπήκε τίποτα στη θέση του. Ένα χάος εγκαταστάθηκε εκεί όπου άλλοτε φτεροκοπούσαν οι άγγελοι.

 

Προχώρησε, μπήκε στο εκκλησάκι, χάζεψε τις εικόνες σκυθρωπός. Εκεί που ήταν τα κεριά για τους πιστούς είδε το πιατάκι με τρία τέσσερα ευρώ και κάτι ψιλά.

 

Κοντοστάθηκε συλλογισμένος. Ύστερα τα μάζεψε και τα έβαλε στην τσέπη του.

 

-Δεν σου ανήκουν, μουρμούρισε φεύγοντας. Είσαι ανύπαρκτος.


(Μικρές ιστορίες)



14/6/24

Μαρτιάλης, ΧΙΙ.42

 





Τον ρωμαλέο Άφρονα παντρεύτηκε ο Καλλίστρατος


με τη μακριά γενειάδα,


όπως το συνηθίζει ο νόμος,


όταν παντρεύεται ο άντρας την παρθένα.


Ανάψανε λαμπρές οι δάδες,


τα πέπλα κάλυψαν το πρόσωπο,


δεν έλειψαν και τα νυφιάτικα τραγούδια.


Ακόμα και για προίκα έγινε κουβέντα.


Και δεν σου φαίνεται αυτό ακόμα, Ρώμη, αρκετό;


Μήπως και να γεννοβολήσει περιμένεις;


 

 

Barbatus rigido nupsit Callistratus Afro,


hac qua lege viro nubere virgo solet.


Praeluxere faces, velarunt flammea vultus,


nec tua defuerunt verba, Talasse, tibi.


Dos etiam dicta est. Nondum tibi, Roma, videtur


hoc satis? expectas numquid ut et pariat?

 

ΧΙΙ.42



13/6/24

32. Θρησκευτικά, ωδική και αγγλικά ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

                                                          

Ο φετινός μας δάσκαλος, ο διευθυντής δηλαδή, είναι ευαγγελικός, χριστιανός είναι βέβαια κι αυτός αλλά όχι σαν κι εμάς. Δεν ξέρω τι είδους χριστιανοί είναι οι ευαγγελικοί, πάντως το μάθημα των θρησκευτικών μάς το κάνει ένας άλλος δάσκαλος και όχι αυτός. Και μια φορά που ζωγράφισα τον Χριστό σταυρωμένο και ήταν πολύ ωραίος, πήγα και του τον έδειξα περιμένοντας να μου πει μπράβο, αλλά αυτός κοίταξε τη ζωγραφιά μου και μετά μου είπε «Ε, και;». Πολύ απογοητεύτηκα που δεν του άρεσε η ζωγραφιά μου, αλλά μπορεί να φταίει που είναι ευαγγελικός.

 

Παίζει όμως μαντολίνο και τραγουδά και μας μαθαίνει ωραία τραγούδια, όπως «Ο γέρο Δήμος πέθανε» που πεθαίνει ένας γενναίος κλέφτης στα βουνά και «Η αλεπού και ο κόρακας» που ο χαζός κόρακας κάνει κρα, κρα, κρα και του πέφτει το κρέας και το τρώει η αλεπού και «Οι κυνηγοί» που βγαίνουν τη νύχτα να κυνηγήσουν και λάμπει ο κρόταφος του φεγγαριού ψηλά. Έτσι το τραγουδούσα εγώ, αλλά μετά μου είπε η Βαρβάρα ότι το τραγουδώ λάθος, δεν λάμπει ο κρόταφος του φεγγαριού, λάμπει ωχρό το φως του φεγγαριού, αλλά δεν πειράζει, εμένα μου αρέσει να το λέω έτσι. Στο μάθημα της ωδικής περνάμε πολύ ωραία, ο δάσκαλος είναι καλός μαζί μας, δεν θυμώνει.

 

Δυο φορές την εβδομάδα μετά που σχολάμε, μερικά παιδιά μένουμε ακόμα μια ώρα και ο δάσκαλος μάς μαθαίνει αγγλικά, αλλά τον πληρώνουν οι γονείς μας, γιατί αγγλικά δεν έχει στο σχολείο. Είμαστε χωρισμένοι σε δυο ομάδες, στην πρώτη είναι οι προχωρημένοι και στη δεύτερη εμείς οι καινούργιοι.

 

Τα αγγλικά μού αρέσουν και τα μαθαίνω εύκολα, What is this? This is a book, this is a door, this is a pencil. Κάπως σαν μαγικές μου φαίνονται αυτές οι λέξεις και όλο κοιτάζω τα παρακάτω μαθήματα στο βιβλίο, αλλά έχουν πολλές άγνωστες λέξεις και απογοητεύομαι.

 

Από δίπλα οι προχωρημένοι διάβαζαν μια μέρα μια ιστορία στα αγγλικά και τη μετάφραζαν στα ελληνικά και όλο έλεγαν μια παράξενη φράση «Τι ωραίο το πύο!». Αυτό δεν μπορούσα να το καταλάβω, το πύο δεν είναι ωραίο, αηδιαστικό είναι, πώς τους φαινόταν ωραίο στα αγγλικά; Μετά μπήκα στο νόημα ότι έλεγαν «Τι ωραίο τοπίο!», αλλά άργησα πολύ, μέχρι να το καταλάβω.


***

Στη φωτογραφία: Περιοχή Μπάνια, γειτονική στα Ταμπακαριά, 1950. Από Μάρα Μανουρά.


(Συνεχίζεται)

 

 







4/6/24

Μάρκου Βαλέριου Μαρτιάλη Επιγράμματα (Επιλογή)

 





Έκδοση λατινικού κειμένου: D. R. Shackleton Bailey,

Μετάφραση: Καίτη Βασιλάκου,
Εισαγωγή: Γιώργος Πρέκας


***


«Θαΐδα, σε κανέναν δεν λες όχι,
αλλά, αν γι’ αυτό δεν ντρέπεσαι,
για τούτο ας ντρέπεσαι τουλάχιστον,
που όχι, Θαΐδα, σε τίποτα δεν λες».

 

Η παρούσα έκδοση απευθύνεται στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και για τον λόγο αυτόν τα περισσότερα επιγράμματα που επιλέχθηκαν είναι σατιρικά προκαλώντας ακόμα και σήμερα το γέλιο ή έστω το χαμόγελό μας.


Ο Μαρτιάλης έφερε το λατινικό επίγραμμα στην τελειότητα. Έγραψε πάνω από 1500 επιγράμματα, τα περισσότερα από τα οποία αναφέρονται σε αυτοκράτορες, αξιωματούχους, συγγραφείς, φιλοσόφους, δικηγόρους, δασκάλους, γιατρούς, μονομάχους, σκλάβους, εργολάβους και γενικά σε γνωστά πρόσωπα της κοινωνίας της εποχής του.


Η επιλογή στο παρόν βιβλίο έγινε κυρίως με βάση τους διάφορους τύπους ανθρώπων που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα με τη συμπεριφορά τους, των γυναικών μη εξαιρουμένων. Σε πολλά από αυτά χρησιμοποιεί εξαιρετικά ελευθεριάζουσα γλώσσα, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο για την εποχή του.


Έχει ενδιαφέρον ότι οι χαρακτήρες στα επιγράμματα του Μαρτιάλη δεν είναι απλώς παρόμοιοι με τους αντίστοιχους σημερινούς αλλά ακριβώς οι ίδιοι. Αυτός είναι ο λόγος που ο ποιητής παραμένει επίκαιρος, αν και μας χωρίζουν από το έργο του 20 αιώνες.  -- Κ.Β.


***


Θα το βρείτε στην Πολιτεία, την Πρωτοπορία, τον Ιανό, τον Ευριπίδη. Στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων "Απόπειρα", Ναυαρίνου 18-20, τηλ. 210 3640817. Θα σας το φέρει ο βιβλιοπώλης σας, αν του το παραγγείλετε.


3/6/24

Επίθεση στη Βομβάη (Hotel Mumbai) Η ταινία

 

 



 

Θυμάστε την τρομοκρατική επίθεση τζιχαντιστών στη Βομβάη στις 26-29 Νοεμβρίου του 2008;

 

Αν δεν την θυμάστε, θα σας τη θυμίσω εγώ με λίγα λόγια:

 

Οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από δέκα ενόπλους μιας  τρομοκρατικής οργάνωσης με έδρα το Πακιστάν. Οπλισμένοι με αυτόματα όπλα και χειροβομβίδες, οι τρομοκράτες στόχευσαν πολίτες σε πολλές τοποθεσίες στο νότιο τμήμα της Βομβάης, όπως ο σιδηροδρομικός σταθμός Chhatrapati Shivaji, το δημοφιλές Leopold Café, δύο νοσοκομεία και ένα θέατρο. 

Ενώ οι περισσότερες από τις επιθέσεις τελείωσαν μέσα σε λίγες ώρες, αφότου ξεκίνησαν, ο τρόμος συνέχισε να εκτυλίσσεται σε τρεις τοποθεσίες, όπου συνελήφθησαν όμηροι: το Nariman House, όπου βρισκόταν ένα εβραϊκό κέντρο επικοινωνίας και τα πολυτελή ξενοδοχεία Oberoi Trident και Taj Mahal Palace & Tower.

Μέχρι τη στιγμή που η αντιπαράθεση έληξε στο Nariman House το βράδυ της 28ης Νοεμβρίου, έξι όμηροι καθώς και δύο ένοπλοι είχαν σκοτωθεί. Στα δύο ξενοδοχεία, δεκάδες επισκέπτες και προσωπικό είτε παγιδεύτηκαν από πυρά είτε κρατήθηκαν όμηροι.

Οι ινδικές δυνάμεις ασφαλείας τερμάτισαν την πολιορκία στο Oberoi Trident γύρω στο μεσημέρι της 28ης Νοεμβρίου και στο παλάτι Ταζ Μαχάλ το πρωί της επόμενης ημέρας. Συνολικά, τουλάχιστον 174 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων 20 μέλη του προσωπικού, των δυνάμεων ασφαλείας και 26 ξένοι υπήκοοι, σκοτώθηκαν. Περισσότερα από 300 άτομα τραυματίστηκαν. Εννέα από τους δέκα τρομοκράτες σκοτώθηκαν και ένας συνελήφθη.

Ο Κασάμπ, ο τρομοκράτης που συνελήφθη, είπε στους ανακριτές ότι οι δέκα τρομοκράτες υποβλήθηκαν σε παρατεταμένη εκπαίδευση ανταρτοπόλεμου στα στρατόπεδα της Λασκάρ-ε-Τάιμπα. Αποκάλυψε επίσης ότι η ομάδα των τρομοκρατών είχε περάσει χρόνο στα κεντρικά γραφεία μιας δεύτερης και σχετικής οργάνωσης, Jamaat-ud-Dawa, στην πόλη Muridke, πριν ξεκινήσει για τη Βομβάη δια θαλάσσης.

Αφού ταξίδεψαν πρώτα σε ένα φορτηγό πλοίο υπό πακιστανική σημαία , οι ένοπλοι άρπαξαν ένα ινδικό αλιευτικό σκάφος και σκότωσαν το πλήρωμά του. Στη συνέχεια, μόλις βρέθηκαν κοντά στην ακτή της Βομβάης, χρησιμοποίησαν φουσκωτές λέμβους για να φτάσουν στην ξηρά. Σε εκείνο το σημείο χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες και ξεκίνησαν για τους αντίστοιχους στόχους τους.


Ο τρομοκράτης Κασάμπ δικάστηκε, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε δύο χρόνια αργότερα.  Επιπλέον ο David C. Headley, ένας Πακιστανός Αμερικανός, ομολόγησε την ενοχή του το 2011, ότι δηλαδή βοήθησε τους τρομοκράτες να σχεδιάσουν τις επιθέσεις και τον Ιανουάριο του 2013 καταδικάστηκε από ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ σε 35 χρόνια φυλάκιση.

 

https://www.britannica.com/event/Mumbai-terrorist-attacks-of-2008

 

Αυτά με λίγα λόγια.

 

Χθες είδα την ταινία του Anthony Maras «Επίθεση στη Βομβάη» που αναφέρεται στα γεγονότα που διεξήχθησαν στο ξενοδοχείο Ταζ Μαχάλ και καθηλώθηκα στη θέση μου ως το τέλος.

 

Ασφαλώς υπάρχει και μυθοπλασία εδώ, δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ, όμως η ταινία βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματικότητα και κερδίζει τον θεατή όχι τόσο με τους αλλεπάλληλους σκοτωμούς όσο με την αγωνία των πελατών και του προσωπικού του ξενοδοχείου να σώσουν τη ζωή τους.

 

Πήγα μετά να διαβάσω κριτική από τους καλούς μας κριτικούς και τι είδα; Απόλυτη περιφρόνηση για την ταινία. Ε, ναι, δεν ήταν Μπουνιουέλ. Μπέργκμαν, Φελίνι, έστω Σκορσέζε τέλος πάντων ή Σπίλμπεργκ, τι να κάνουμε τώρα…

 

Θύμωσα.

 

Πήγα στην αγγλική Βικιπαίδεια να δω τι λέει κι αυτή. Κι εδώ η έκπληξη. Οι κριτικοί την εκθειάζουν – και δεν είναι τόσο εύκολοι αυτοί οι Αμερικάνοι κριτικοί να ξέρετε – και μάλιστα η ταινία προτάθηκε για πολλά βραβεία και κέρδισε τέσσερα.

 

Είναι μια καλή ταινία. Και δεν είναι παραμύθι για τους φαν της δράσης και του σκοτωμού. Είναι μια ταινία που μας διηγείται μια πραγματικότητα.

 

Δείτε την και αγνοήστε τους κριτικούς μας. Οι άνθρωποι αυτοί αλλού πατούν κι αλλού βρίσκονται. (Εννοείται ότι υπάρχουν και εξαιρέσεις).


Και μια παρατήρηση:

--------------------------

Οι Ινδοί ως θύματα των αποικιοκρατών Άγγλων θα είχαν κάθε λόγο να κάνουν τρομοκρατικές επιθέσεις στη Βρετανία. Έχετε υπόψη σας καμία; Όχι, βέβαια! Διότι οι Ινδοί είναι ινδουιστές, δεν είναι μουσουλμάνοι.





2/6/24

31. Ιστορίες με δαίμονες ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 



 

Ο δάσκαλός μας κάνει ό,τι θέλει, επειδή είναι ο διευθυντής του σχολείου. Η παλιά μας δασκάλα όμως, η κυρία Άννα, ήταν πολύ καλή. Αυτή δεν μας μάλωνε, είχε υπομονή και μια φορά που ήμουν άταχτη, με σήκωσε όρθια στον τοίχο, αλλά εγώ συνέχισα να είμαι άταχτη και πήγαινα βηματάκι-βηματάκι πάνω κάτω στον τοίχο . Αυτή με κοίταζε αυστηρά, αλλά δεν μου έλεγε τίποτα και τότε εγώ ντράπηκα και σταμάτησα να πηγαινοέρχομαι.

 

Η κυρία Άννα είναι ιεραποστολίτισσα και όλο για τον Θεό μάς μιλούσε και για τους δαιμονισμένους που τους πάνε σε ένα μοναστήρι έξω από την πόλη και τους κάνει καλά ένας καλόγερος. Και πιο πολύ μου έκανε εντύπωση μια ιστορία που μας είχε πει για μια δαιμονισμένη που την πήγαν στην εκκλησία του μοναστηριού και ο καλόγερος προσπαθούσε να βγάλει τον δαίμονα από μέσα της, αλλά αυτός δεν έβγαινε και έβριζε τον καλόγερο, μέχρι που αυτός κάτι έκανε, είπε τη σωστή προσευχή και τότε ο δαίμονας βγήκε από τη γυναίκα την ίδια στιγμή κι έσπασε το τζάμι ενός παραθυριού και εξαφανίστηκε.

 

Όλο τέτοια μας έλεγε, ήθελε να μας μιλά συνέχεια για δαίμονες και για δαιμονισμένους. Μου έκαναν εντύπωση αυτές οι ιστορίες, αλλά δεν φοβόμουν. Ο μπαμπάς μου και η μαμά μου μού λένε ότι όλα αυτά είναι ανοησίες.

 

Όμως η κυρία Άννα ήταν πάντα ήρεμη και καλή μαζί μας και την αγαπούσαμε.


***

Στη φωτογραφία: Κουμ Καπί, 1950


(Συνεχίζεται)