Το χιόνι δεν την πειράζει,
το’ χει συνηθίσει. Είναι η πληγή στον ώμο που την πονά φριχτά.
Οι άλλοι έφυγαν, δεν
μπορούσαν να την περιμένουν. Για την ακρίβεια την εγκατέλειψαν. Αυτή είναι η
σωστή λέξη: την εγκατέλειψαν.
Αν δεν είχε την πληγή στον
ώμο, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Μπορούσε να τα βγάλει πέρα και μόνη της. Το χιόνι
και το κρύο δεν είναι τίποτα. Δηλαδή σχεδόν τίποτα. Όσο να’ ναι καλύτερα να ήταν τώρα άνοιξη με καταπράσινο τον κόσμο
ή καλοκαίρι με τη ζέστη. Αλλά είναι χειμώνας βαρύς κι έχει παντού χιόνι, όπου
και να κοιτάξεις.
Και η πληγή μέρες τώρα δεν
λέει να κλείσει. Την πονά. Την πονά. Κι έχει μάλλον κακοφορμίσει. Δεν μπορεί να
βαδίσει εύκολα. Κάθε βήμα κι ένας πόνος βαθύς που τη διαπερνά ολόκληρη. Πόσο
μάλλον να τρέξει. Αυτό είναι πια αδύνατο. Στέκεται τώρα εκεί όρθια μέσα στο
χιόνι και δεν ξέρει τι θ’ απογίνει.
Οι άλλοι ούτε που φαίνονται
πια. Δεν μπορούσαν βέβαια να την περιμένουν. Ολοένα έμενε ξοπίσω αυτή,
κούτσαινε, σερνόταν, σερνόταν, την
άφησαν κι εκείνοι κι έφυγαν. Και τι παραπάνω να έκαναν, εδώ που τα λέμε. Να
στέκονται ολόγυρά της και να την κοιτάζουν, δεν είχε νόημα. Λοιπόν έφυγαν.
Τουλάχιστον να ζήσουν αυτοί.
Και οι εχθροί
παραμονεύουν πίσω από τα δέντρα. Τους
βλέπει καθαρά, έχουν ξεθαρρέψει πολύ με το κρύο. Μέρες τώρα τους ακολουθούσαν
βήμα βήμα με μια αυθάδεια προκλητική, καραδοκούσαν την ευκαιρία.
Να’ την την ευκαιρία, έγινε
τώρα η ίδια.
Οι άλλοι έφυγαν κι εκείνη έμεινε μόνη με την πληγή
στον ώμο να καίει σαν πυρωμένο σίδερο. Το αίμα πέφτει σταγόνα σταγόνα, δεν λέει
να σταματήσει. Ένα κομμάτι πέτσα κρέμεται. Βαθιά πληγή. Κάνει ένα βήμα κι ο
πόνος τη λιγώνει.
Αρχίζει να παγώνει, όσο περνά η ώρα. Σαν να κοκάλωσε σ’ αυτό το σημείο, δεν μπορεί
να κάνει βήμα. Τι θα γίνει τώρα, δεν ξέρει. Πάγωσε και το μυαλό της. Θα μείνει
εκεί μέσα στο χιόνι με την πέτσα της να κρέμεται και τη δύναμή της να φεύγει
λίγη λίγη.
Να’ τοι οι εχθροί.
Ήρθαν κοντά
λες και δεν συμβαίνει τίποτα. Την παρακολουθούν σιωπηλά. Τη γυροφέρνουν
από κάποια απόσταση ακόμα. Τους βλέπει και δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αυτοί
κόβουν βόλτες γύρω γύρω. Θα πλησιάσουν κι άλλο. Όσο στέκεται έτσι ξυλιασμένη
μέσα στο χιόνι, αυτοί θα έρχονται όλο και πιο κοντά.
Ήρθαν πιο κοντά.
Είχε ξανασυμβεί και άλλοτε
αυτό. Αρκετές φορές. Τότε όμως ήταν γερή κι έφευγε μαζί με τους άλλους. Ήταν
φυσικό. Να μην πεθάνουν όλοι, όχι βέβαια. Να πεθάνει ο ένας. Ναι, είναι λογικό.
Τώρα ήρθε η σειρά της. Έβλεπε τους δικούς της να φεύγουν και δεν είχε δύναμη να
τους ακολουθήσει. Αλλά ό,τι ήταν η ίδια, ό,τι μπορούσε να είναι, ήταν μόνο
εκεί, ανάμεσά τους.
Γιατί να είναι κανονισμένα έτσι τα πράγματα, κανονισμένα από
την άσχημη μεριά…
Οι εχθροί έχουν τα μάτια καρφωμένα πάνω της. Το βλέπουν
βέβαια πως είναι πληγωμένη και κάνουν μεγάλη χαρά.
Και τώρα δεν πονά πια πολύ. Είναι
καλύτερα έτσι. Δεν πονά και δεν μπορεί να κάνει βήμα. Ας έρθουν πια, το’ χει
πάρει από ώρα απόφαση.
Έχει δει με τα ίδια της τα
μάτια ανάλογες σκηνές: τα κογιότ πέφτουν πάνω στην ξεμοναχιασμένη, ανήμπορη
άλκη και την καταξεσκίζουν. Είναι τυφλωμένα από την πείνα και την
καταξεσκίζουν. Το’ χει δει κάμποσες φορές με τα ίδια της τα μάτια. Το κοπάδι
δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Έφευγαν τρέχοντας μακριά και σε λίγο τα ξεχνούσαν
όλα.
Γιατί να είναι έτσι άσχημα
κανονισμένα τα πράγματα...
Δεν πονά καθόλου τώρα, λες κι
έκλεισε ξαφνικά η πληγή. Αλλά η πέτσα κρέμεται εκεί στον ώμο κι από μέσα το
κρέας είναι μαύρο και σάπιο.
Γονατίζει, ξαπλώνει στο χιόνι
με ανακούφιση. Το χιόνι είναι ζεστό, της αρέσει το άγγιγμά του.
Από στιγμή σε στιγμή τα
κογιότ θα δώσουν ένα σάλτο και θα βρεθούν πάνω απ’ το λαιμό της.
Κλείνει τα μάτια με κόπο και
με κάποια παράξενη γλύκα.
Τι ήταν αυτό το επεισόδιο και
πώς να το ονομάσει;
Δεν έχει σημασία. Άλλωστε
τώρα όπου να’ ναι τελειώνει.
Κι αυτό το απέραντο λευκό δεν είναι βέβαια το χιόνι. Αυτό το απέραντο λευκό είναι η αρχή του παραδείσου.
Το διήγημα αναρτήθηκε στο:
http://logotaxidi.blogspot.gr/2013/07/blog-post_5.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου