-Την αγαπώ κι αυτή ούτε που με λογαριάζει, σημασία δεν μου
δίνει, είπε πικραμένος ο Σάκης και κατέβασε το δέκατο ποτήρι κρασί. Δεν με
λογαριάζει σας λέω! Μόνο το δικό της θέλει να γίνεται!
Εμείς οι υπόλοιποι παρακαθήμενοι στο δείπνο ξεροκατάπιαμε. Η
Εύα, η γυναίκα του, με αινιγματικό βλέμμα πηγαινοερχόταν σιωπηλή και μας
σερβίριζε.
-Γυναίκα δολοφόνος, δολοφονεί ψυχές αυτή, δεν είναι
άνθρωπος! Συνέχισε ο Σάκης και γέμισε πάλι το ποτήρι του.
Και πώς να διαχειριστείς τώρα μια τέτοια άβολη κατάσταση; Να
κατηγορεί αυτός μπροστά μας τη γυναίκα του με τόσο βαριές κατηγορίες κι εκείνη
μιλιά, μόνο με αινιγματικό βλέμμα να πηγαινοέρχεται και να μας κοιτάζει κατ’
ευθείαν στα μάτια χωρίς ντροπή, χωρίς συστολή, χωρίς θυμό, χωρίς τίποτα…
Αφύσικες καταστάσεις.
-Εγώ για χάρη της όλα τα εγκατέλειψα, ό,τι ήθελε εκείνη,
ό,τι γούσταρε, ποτέ δεν της χάλασα χατίρι, βασίλισσα την είχα τη σκληρόκαρδη!
Βόγκηξε ο Σάκης. Κι αυτή ούτε μια στάλα αγάπης ούτε μια τρυφερή ματιά ούτε έναν
καλό λόγο!
Η Εύα κάθισε απέναντί του και τον κοίταξε βουβή. Κι εμείς
όλοι οι υπόλοιποι ομοίως βουβοί.
Μα κι αυτή η ευλογημένη να μη βγάζει λέξη, να μην
υπερασπιστεί τον εαυτό της, κάτι να πει, μια δικαιολογία ή έστω να του
αντιγυρίσει καμιά κατηγορία, παρά να κάθεται εκεί αμίλητη και αδιάφορη να τον
ακούει να τη βρίζει… περίεργα πράγματα…
Φάγαμε ανόρεχτα το φαγητό μας, ενώ ο Σάκης συνέχιζε
ακάθεκτος τον μονόλογό του, παράπονα πάνω στα παράπονα, μόνο που δεν έκλαιγε
δηλαδή. Και η Εύα άγαλμα, απαθής, αδιάφορη και αινιγματική.
-Τι άλλο να κάνω δηλαδή για να μ’ αγαπήσει; Θέλει να με
πεθάνει; Θέλει να με δει να ψυχομαχώ στα πόδια της γονατιστός; Έχει καρδιά αυτή
ή μια πέτρα στη θέση της καρδιάς της;
Και δώσ’ του να πίνει και να μοιρολογεί.
Μας έκατσε το φαγητό στο στομάχι. Τι να πεις και πώς να
τοποθετηθείς σε μια τέτοια άχαρη περίπτωση…
Αν τουλάχιστον η γυναίκα του έλεγε κάτι, θα μπορούσαμε να
επέμβουμε με λόγια συμβιβαστικά, παρηγορητικά, συμβουλευτικά, κάτι θα βρίσκαμε
να πούμε.
Αλλά τώρα τι; Η Εύα πάντα με αινιγματικό βλέμμα να μας
κοιτάζει, ο Σάκης να κοπανιέται κι εμείς στη μέση αμήχανοι να μην ξέρουμε πώς
να φερθούμε. Και έπρεπε να είμαστε και ευγενικοί, διότι το ζεύγος μάς είχε
καλέσει σε δείπνο και πήγαμε εμείς με τα λουλούδια μας, με τα γλυκά μας και με
καλή διάθεση και να τώρα που βρεθήκαμε σ’ αυτή την άβολη θέση, να κατηγορεί ο Σάκης
τη γυναίκα του που ήταν ξαδέλφη ενός από τους καλεσμένους κι εμείς να μη
μπορούμε να την υπερασπιστούμε, εφόσον αυτή παρέμενε μουγκή.
Μα αλήθεια ήταν τόσο γαϊδούρα αυτή η ξαδέλφη και δεν το είχε
πάρει χαμπάρι κανείς;
Εμείς, για να πούμε την αλήθεια, τον Σάκη θεωρούσαμε ολίγον αλήτη.
Που σε ένα άλλο τραπέζι προ καιρού σε μια ταράτσα κατάπινε τη μια μετά την άλλη
τις μπίρες και μετά έριχνε τα άδεια μπουκάλια επιδεικτικά κάτω στον δρόμο, να
πέσει κανένα στο κεφάλι κάποιου
διερχόμενου και να μας τρέχουν ύστερα στην αστυνομία. Και καμάρωνε κι από πάνω
ο Σάκης και μας κοίταζε θριαμβευτικά.
Είχε γεμίσει κάτω ο δρόμος άδεια μπουκάλια μπίρας, θα ήταν
και πολλά σπασμένα, αλίμονο στον διαβάτη που θα περνούσε από κει. Κι εμείς τα κωθώνια
δεν λέγαμε τίποτα, διότι ο Σάκης μπορεί να γελούσε τώρα που έριχνε στον δρόμο
τα μπουκάλια, αλλά, αν τολμούσαμε να του κάνουμε παρατήρηση, δεν ξέραμε τι μας
περίμενε, έτσι νταής που ήταν.
Τέλος πάντων, τώρα εδώ στο δείπνο δεν πέταγε κάτω τίποτε,
αλλά έπινε το κρασί σαν νεροφίδα και δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Τέτοιος καημός για
την άσπλαχνη γυναίκα που περιφρονούσε τον έρωτά του, άσπλαχνη, άκαρδη, σκληρή
κι αυτός να λιώνει από έρωτα για χάρη της, πόνος βαρύς κι ασήκωτος εδώ που τα
λέμε...βρε τον Σάκη τον έρμο…
Και η Εύα μουγκή.
Φάγαμε το γλυκό μας στα γρήγορα και σηκωθήκαμε. Δεν ήταν
βραδιά αυτή δείπνου, ήταν κάτι ανεκδιήγητο, κάτι αλλοπρόσαλλο κι εμείς
σαστισμένοι, μπερδεμένοι, ευχαριστήσαμε τυπικά τους οικοδεσπότες και φύγαμε
άρον άρον.
-Μα είναι δυνατόν να είναι τόσο σκληρή η Εύα; ρώτησα τον
ξάδελφό της, όταν βγήκαμε στον δρόμο.
-Ποια Εύα; έκανε αυτός συγχυσμένος. Για τη γκόμενά του
μιλούσε ο παλαβός.
(Η ιστορία είναι αληθινή.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου