Η επιθυμία να γράψεις είναι ίδια με την επιθυμία να κάνεις έρωτα.
Κάτι μέσα σου σε ξεσηκώνει, νιώθεις ανήσυχος, νευρικός, στο μυαλό σου περιφέρεται η επιθυμία αδιευκρίνιστη ακόμα, κάνεις διάφορα άλλα, άσχετα πράγματα, αλλά δεν ηρεμείς, η επιθυμία μέσα σου σε καλεί να κάνεις κάτι άλλο και μερικές φορές δεν ξέρεις τι είναι αυτό το άλλο.
Και όπως η φύση οδηγεί το οιστρηλατημένο ζώο στο ζευγάρωμα και την ανακούφιση, το ίδιο και η ανάγκη να γράψεις σε οδηγεί ασυνείδητα πολλές φορές να πιάσεις το μολύβι και να βγάλεις από μέσα σου ένα λεκτικό χείμαρρο που θα σου χαρίσει ηδονή και μετά ανακούφιση.
Γιατί γράφετε; Είναι η κλασική ερώτηση που απευθύνεται σε συγγραφείς και οι απαντήσεις μπορεί να είναι διαφορετικές κατά περίπτωση, όμως η αληθινή απάντηση είναι μία: ο συγγραφέας γράφει, γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Υπάρχει μέσα
του μια έντονη ανάγκη να εκφραστεί, είναι τόσο δυνατή που μοιάζει πολύ με τη
λίμπιντο. Δεν ησυχάζει, αν δεν περάσει στο χαρτί αυτό το σκοτεινό κουβάρι
συναισθημάτων και ιδεών που αναδεύονται μέσα του και ζητούν την έξοδό τους στο
φως.
Πολλές φορές στο παρελθόν έπαιρνα μεγάλες αποφάσεις, να μην
ξαναγράψω τίποτα, εφόσον ό,τι έγραφα, το έκρυβα στα συρτάρια μου και δεν το
ανακοίνωνα σε κανέναν. Ποιος ο λόγος να κάθομαι και να γράφω; αναρωτιόμουν
θυμωμένη με τον εαυτό μου που δεν αποφάσιζε να δημοσιεύσει τίποτα. Τα συρτάρια
μου ήταν γεμάτα ιστορίες, ποιήματα, διηγήματα, μισοτελειωμένα μυθιστορήματα που
δεν τα έβλεπε κανείς. Ποιος ο λόγος να χάνω την ώρα μου με κάτι που κανείς
άλλος εκτός από μένα δεν πρόκειται ποτέ να διαβάσει; αναρωτιόμουν.
Έκλεινα τα
κιτάπια μου και για πολύ καιρό αρνιόμουν να ασχοληθώ με αυτή την παράξενη διαστροφή
μου. Μετά, όπως ακριβώς νιώθει κανείς, όταν έχει πολύ καιρό να κάνει έρωτα,
άρχιζε πάλι η επιθυμία να με γυροφέρνει. Είχε ξανά μαζευτεί υλικό μέσα μου και
απαιτούσε πιεστικά να βγει έξω. Υπάκουα και - όπως ο ξαναμμένος ερωτικά
άνθρωπος - κάθιζα πάλι στο γραφείο μου και έγραφα. Έτσι, με την πάροδο των
χρόνων τα συρτάρια μου είχαν γεμίσει με κάθε λογής χειρόγραφα.
Ύστερα μπήκε
ο υπολογιστής στη ζωή μου και τα χειρόγραφα μεταφέρθηκαν επιμελώς στον σκληρό
δίσκο. Άνοιγα τον υπολογιστή και διάβαζα ό,τι είχα γράψει. Άλλα μου άρεσαν,
άλλα όχι. Και η διαστροφή συνεχιζόταν. Νέα κείμενα προστέθηκαν, απευθείας στον
υπολογιστή πια, και η συλλογή μου αύξαινε και πλήθαινε, όσο περνούσε ο καιρός.
Κάποτε ήρθε
τέλος πάντων το πλήρωμα του χρόνου και τα κείμενά μου άρχισαν να δημοσιεύονται.
Είχε έρθει η ώρα που η μοναχική πράξη της γραφής βρήκε το σύντροφο που περίμενε
επί χρόνια: το αναγνωστικό κοινό.
Όμως εδώ
ελλοχεύει και ο κίνδυνος: ο συγγραφέας γοητευμένος από τη σχέση του με το κοινό
μπορεί να γλιστρήσει σε εύκολα τεχνάσματα για να κρατήσει τον εραστή του.
Μπορεί να αφήσει στην άκρη τα θέματα που τον καίνε και να διαλέξει ωραία,
περιποιημένα και νοικοκυρεμένα θεματάκια που ξέρει πως θα αρέσουν στο κοινό
του. Θέλει να διατηρήσει αυτή την ερωτική σχέση με κάθε κόστος. Η γραφή του όμως
έτσι μπορεί να αλλοιωθεί, όπως αλλοιώνεται η φυσική ομορφιά της ερωμένης με τα
πολλά ψιμύθια και τα στολίδια. Ο συγγραφέας λοιπόν πρέπει να έχει το νου του,
πρέπει να παραμείνει ο εαυτός του, ακόμα κι αν δεν αρέσει κάποιες φορές στο
κοινό του.
Προσωπικά τα
θέματα που με συγκινούν είναι αυτά των εσωτερικών διαδρομών. Το υποκείμενο
βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά ο κόσμος είναι το πλαίσιο, το απαραίτητο
ντεκόρ, για να ξεδιπλώσει το υποκείμενο τις προσωπικές του αγωνίες, τις απορίες
ή τα τραυματικά του βιώματα. Τα πρόσωπα που το περιβάλλουν λειτουργούν προς την
ίδια κατεύθυνση επίσης, δηλαδή προβάλλουν με τον τρόπο τους τις εσωτερικές
συγκρούσεις του υποκειμένου και τις τριβές του με τον εξωτερικό κόσμο. Ο
εξωτερικός κόσμος είναι ένα πεδίο δοκιμασίας, όπου το υποκείμενο άλλοτε
καταφέρνει να επιβιώσει με μικρές απώλειες και άλλοτε συντρίβεται.
Παράλληλα ο
εξωτερικός κόσμος γίνεται αντικείμενο μελέτης του υποκειμένου: πώς και γιατί
είναι έτσι δομημένος; Καθώς οι παρατηρήσεις του το οδηγούν σε απαισιόδοξα
συμπεράσματα, αναπτύσσει ένα περίεργο κυνισμό, μια στάση άμυνας απέναντι σε
αυτό που δεν μπορεί να καταλάβει, αλλά που είναι υποχρεωμένο να υπομείνει.
Θα έλεγα ότι
πολλά από τα κείμενά μου είναι φιλοσοφικές αλληγορίες, ιστορίες τοποθετημένες
στον κόσμο του φανταστικού που υπαινικτικά υποδηλώνουν τον παραλογισμό και τη
σκληρότητα του πραγματικού κόσμου. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τα ποιήματά
μου.
Το τελευταίο
μου βιβλίο, οι «Σκοτεινοί έρωτες» (Γιόα – Κέβιν) προσπάθησε να ξεφύγει από αυτή
τη γραμμή. Πρόκειται για δυο καθαρά ερωτικές νουβέλες. Πάλι όμως και σ’ αυτές
το μικρόβιο ενυπάρχει. Ο έρωτας εδώ βιώνεται μέσα σε ένα κόσμο ξένο, εχθρικό,
έτοιμο να του επιτεθεί και να τον καταστρέψει.
Επανερχόμενοι στην αρχική ερώτηση: «γιατί γράφετε;» η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αυτή: γράφω, επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, επειδή είμαι ερωτευμένη με τη γραφή.
Γι’
αυτό, όταν γράφω, βρίσκομαι σε μια κατάσταση ηδονής. Όταν το έργο τελειώσει,
έχει τελειώσει και ο οργασμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου