Εδώ και λίγο καιρό έχει πέσει στα χέρια μου ένα παλιό
Αναγνωστικό της Έκτης Δημοτικού του 1932. Στο εξώφυλλο διαβάζω:
Δημοσθ. Ανδρεάδου
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΗΣ
ΣΤ΄ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Ανάμεσα στα πολλά και διάφορα κείμενα που μου κίνησαν το
ενδιαφέρον βρίσκεται και ένα με τον τίτλο:
«ΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑΙ ΕΝ ΖΑΛΟΓΓΩ». Εκεί λοιπόν αναφέρεται η
γνωστή ιστορία της θυσίας στο Ζάλογγο με κάποιες επί πλέον λεπτομέρειες που οι
περισσότεροι αγνοούμε.
Αντιγράφω το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει:
«Οι Σουλιώται, ιδόντες τον μέγαν κίνδυνον, απεφάσισαν να
δώσουν τέλος εις την ζωήν αυτών. Κανείς δεν ήθελε να παραδοθή. Οι άνδρες έσυρον
τα ξίφη των και επέπεσον κατά των Τούρκων ως λέοντες. Αι γυναίκες, φέρουσαι τα
τέκνα αυτών έμπροσθεν των βαράθρων, κατεφίλουν αυτά, έπειτα τα ελάμβανον από το
πόδι και τα εξεσφενδόνιζον εις την άβυσσον. Μετά τούτο ώρμων με την σπάθην εις
την χείρα κατά των Τούρκων και εμάχοντο ως λέαιναι. Αλλά πώς να σωθούν; Οι
Τούρκοι ήσαν πολυάριθμοι και είχον καταλάβει πάσας τας επικαίρους θέσεις. Όπου
και αν διηυθύνοντο οι Σουλιώται, εύρισκον παντού, εμπρός και οπίσω, δεξιά και
αριστερά, Τούρκους ετοίμους να επιπέσουν κατ’ αυτών. Όσοι άνδρες και γυναίκες
εκινδύνευον να συλληφθούν, εκρημνίζοντο εις τα βάραθρα και έπιπτον επί των
συντριμμάτων των τέκνων αυτών.
Αι πλείσται απέθνησκον κατακρημνιζόμεναι. Τινές,
περιπλεκόμεναι μεταξύ των δένδρων και των ακανθών και των θάμνων, των
ευρισκομένων κατά τα παράπλευρα των βαράθρων, έμενον εκεί επί τινα χρόνον και
απέθνησκον εκ της πείνης, της δίψης, των πόνων και του ψύχους».
Ο Χορός του Ζαλόγγου υπάρχει στη μνήμη μας ως το στερεότυπο
γενναίων και αδούλωτων γυναικών. Μας είναι αρκετό να ξέρουμε ότι οι
Σουλιώτισσες έπεσαν στον γκρεμό μαζί με τα παιδιά τους και σκοτώθηκαν, αντί να
παραδοθούν στους Τούρκους.
Οι λεπτομέρειες όμως είναι που κάνουν αληθινά τραγική αυτή
την ιστορία: «Αι γυναίκες, φέρουσαι τα τέκνα αυτών έμπροσθεν των βαράθρων,
κατεφίλουν αυτά, έπειτα τα ελάμβανον από το πόδι και τα εξεσφενδόνιζον εις την
άβυσσον».
Όμως το τέλος δεν ήταν ακαριαίο για όλες: «Τινές,
περιπλεκόμεναι μεταξύ των δένδρων και των ακανθών και των θάμνων, των
ευρισκομένων κατά τα παράπλευρα των βαράθρων, έμενον εκεί επί τινα χρόνον και
απέθνησκον εκ της πείνης, της δίψης, των πόνων και του ψύχους».
Δεν μπορώ να σχολιάσω τίποτε.
Ό,τι φαντάζομαι είναι φριχτό.
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου