Έτσι ξαφνικά
στην Τετάρτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου τότε αποφάσισα να γίνω καλή μαθήτρια.
Από το 15 πήγα στο 17 και την άλλη χρονιά στο 18.
Γιατί το έκανα; Δεν ξέρω, μου άρεσε η
ιδέα.
Για το μέλλον μου είχα κάπως θολά
σχέδια, οπωσδήποτε πολλή διασκέδαση, έρωτες, ωραία ρούχα, ταξίδια, ξενύχτια,
γενικώς καλοπέραση. Για Πανεπιστήμιο και σπουδές καμιά σκέψη. Εγώ ήθελα μια
τρελή, ξέφρενη ζωή.
Με πίεζαν οι φίλες μου:
-Εσύ, καλή μαθήτρια, και δεν θα
δώσεις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο; Εδώ θα δώσουμε εμείς με πιο χαμηλή
βαθμολογία και δεν θα δώσεις εσύ;
-Εσείς κάνετε φροντιστήριο τρία
χρόνια. Εγώ είμαι άσχετη.
Πέρα βρέχει. Να τελειώσω το σχολείο
και να ριχτώ στη ζωή, να τη φάω, να την καταβροχθίσω, να ζήσω όλα μου τα
όνειρα. Τι σπουδές και πράσιν’ άλογα…
Μου λέει ένα απόγευμα ο μπαμπάς:
-Κόρη μου, θέλω να σπουδάσεις.
Διάλεξε όποια επιστήμη θέλεις, δεν με ενδιαφέρει αυτό. Αλλά θέλω να σπουδάσεις.
Το είπε ο μπαμπάς, ας μην του χαλάσω
το χατίρι. Έκανα δυο μήνες ταχύρρυθμο φροντιστήριο, θεωρητικές επιστήμες
εννοείται, και ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάμε να δηλώσουμε σε ποιες σχολές
θέλουμε να μπούμε.
Ιδέα δεν είχα. Ρώταγα τα άλλα
κορίτσια:
-Εδώ που λέει "Φιλοσοφική σχολή" τι
σπουδάζεις;
-Αρχαιολογία, Ιστορία, Φιλολογία, τέτοια.
-Α, μ’ αρέσει αυτό.
Έβαλα πρώτη τη Φιλοσοφική Αθηνών.
Και σιγά μην περάσω δηλαδή, αλλά,
αφού το θέλει ο μπαμπάς, θα του κάνω τη χάρη να δώσω εξετάσεις.
Ήρθε ο καιρός των εξετάσεων, όλοι οι
υποψήφιοι έτρεμαν, εγώ ατάραχη. Αφού δεν θα περάσω, γιατί να αγχώνομαι;
Εντάξει, αυτούς τους δύο τελευταίους μήνες διάβασα λιγάκι, κάπου τρεις ώρες την
ημέρα. Τα απογεύματα με μια μισότρελη φίλη μου γυρίζαμε στην Αθήνα και πιάναμε
γνωριμίες. Ετοιμαζόμουν για τη μεγάλη ζωή που με περίμενε, φλερτ, διασκέδαση,
ποτό, τσιγάρα, ξενύχτια. Εγώ αυτό ήθελα, όχι σπουδές και τέτοια.
Αχ, που’ σαι νιότη που’ λεγες πως θα
γινόμουν άλλος!
Μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή που
ήθελα και με καλή σειρά μάλιστα.
Μπήκα στο Πανεπιστήμιο, άλλαξε ο
ψυχισμός μου, αναδύθηκαν τα βασανιστικά ερωτήματα, άλλαξαν οι αξίες μου,
άλλαξαν οι ιδέες μου, έγινα ένα μελαγχολικό άτομο και η ξέφρενη ζωή έσβησε από
το μυαλό μου.
Έτσι πορεύτηκα στη ζωή.
Τίποτα δεν επιδίωξα. Με πήρε η ζωή
από το χεράκι και μου είπε: "Αυτό τον δρόμο θα ακολουθήσεις". "Μάλιστα", είπα εγώ
υπάκουα.
Δεν έκανα τίποτα εγώ. Ήρθαν όλα μόνα τους και
με βάλανε στον δρόμο που ακολούθησα. Δεν πέρασα κι άσχημα. Μάλλον πληκτικά.
Γιατί εγώ ήμουν ένα αγριοκάτσικο που το έδεσαν για να μη χοροπηδά κι αυτό
ησύχασε. Άλλοι μ’ έδεσαν. Εγώ δεν έκανα τίποτα. Η ζωή που έζησα επιλέχτηκε από
τυχαίους παράγοντες.
Έτσι δεν τραγούδησα ποτέ σε πίστα,
όπως ονειρευόμουν.
Ούτε λιάστηκα δίπλα σε πολυτελείς
πισίνες.
Ούτε ξενύχτησα με ανέμελες παρέες.
Ούτε φόρεσα όμορφα, μοδάτα ρούχα.
Όλα στη ζωή μου έγιναν από μόνα τους.
Εγώ απλά ακολούθησα.