18/6/25

Συνέντευξη

 



 

-Ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή σας;

-Δεν ήρθε ακόμη αυτή η στιγμή.

-Μα είστε ήδη μια ηλικιωμένη γυναίκα. Πότε περιμένετε να σας έρθει;

-Δεν ξέρω. Μπορεί να έρθει την επόμενη ώρα, αύριο, σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα, σ’ ένα χρόνο…

-Μάλιστα. Τότε να αντιστρέψω την ερώτηση: Ποια ήταν η πιο δυστυχισμένη στιγμή στη ζωή σας;

-Να σκεφτώ λίγο… Δώστε μου λίγο χρόνο…

-Όσο θέλετε…

…………………………………………...

-Αργείτε όμως. Δεν είχατε δυστυχισμένες στιγμές στη ζωή σας;

-Πώς, πώς…Απλά δεν μπορώ να ξεδιαλέξω μία που να ήταν πράγματι η χειρότερη.

-Εντάξει, πείτε μου μία, όποια σας έρθει στο μυαλό.

-Ένα βράδυ που στάθηκα στο μπαλκόνι και κοίταζα γύρω μου.

-Τι άσχημο είχε αυτή η στιγμή;

-Τίποτα. Όλα ήταν όμορφα, τα φύλλα των δέντρων σάλευαν ελαφρά στο δροσερό αεράκι, υπήρχε ησυχία, κάποια παράθυρα απέναντι είχαν φως, κανείς δεν περνούσε από τον δρόμο, ούτε άνθρωπος ούτε αυτοκίνητο. Ήταν μια πολύ όμορφη βραδιά.

-Δεν καταλαβαίνω. Γιατί εκείνη τη στιγμή εσείς νιώσατε δυστυχισμένη;

-Δεν ξέρω. Ένιωσα μια πολύ βαθιά δυστυχία. Αυτό το θυμάμαι με σιγουριά.

-Μα γιατί;

-Ίσως γιατί ήμουν ολομόναχη μέσα σε ένα όμορφο κόσμο. Ή έστω σε μια στιγμή που ο κόσμος έδειχνε όμορφος. Δεν αντεχόταν αυτό.


(Μικρές ιστορίες)



17/6/25

"εθέλουσι μόρους τ' έχειν"




 

«γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ’ ἔχειν,

καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.»


Σε πολύ ελεύθερη μετάφραση μια και ο Ηράκλειτος αποκαλείται σκοτεινός. Και είναι πράγματι:

Γεννήθηκαν και ζουν. Και θέλουν να αποχτήσουν μελλοθάνατους. Πεθαίνουν κι αφήνουν πίσω τους παιδιά που θα πεθάνουν κι αυτά κάποια στιγμή.

Κανείς δεν σκέφτεται, όταν αποχτά παιδιά, ότι θα πεθάνουν κάποτε. Χαρές και γέλια για τη νέα ζωή που ήρθε στον κόσμο.

Και που θα γίνει τροφή στον θάνατο.



13/6/25

Εγώ δεν έκανα τίποτα

 




Έτσι ξαφνικά στην Τετάρτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου τότε αποφάσισα να γίνω καλή μαθήτρια. Από το 15 πήγα στο 17 και την άλλη χρονιά στο 18.

 

Γιατί το έκανα; Δεν ξέρω, μου άρεσε η ιδέα.

 

Για το μέλλον μου είχα κάπως θολά σχέδια, οπωσδήποτε πολλή διασκέδαση, έρωτες, ωραία ρούχα, ταξίδια, ξενύχτια, γενικώς καλοπέραση. Για Πανεπιστήμιο και σπουδές καμιά σκέψη. Εγώ ήθελα μια τρελή, ξέφρενη ζωή.

 

Με πίεζαν οι φίλες μου:

-Εσύ, καλή μαθήτρια, και δεν θα δώσεις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο; Εδώ θα δώσουμε εμείς με πιο χαμηλή βαθμολογία και δεν θα δώσεις εσύ;

-Εσείς κάνετε φροντιστήριο τρία χρόνια. Εγώ είμαι άσχετη.

 

Πέρα βρέχει. Να τελειώσω το σχολείο και να ριχτώ στη ζωή, να τη φάω, να την καταβροχθίσω, να ζήσω όλα μου τα όνειρα. Τι σπουδές και πράσιν’ άλογα…

 

Μου λέει ένα απόγευμα ο μπαμπάς:

-Κόρη μου, θέλω να σπουδάσεις. Διάλεξε όποια επιστήμη θέλεις, δεν με ενδιαφέρει αυτό. Αλλά θέλω να σπουδάσεις.

 

Το είπε ο μπαμπάς, ας μην του χαλάσω το χατίρι. Έκανα δυο μήνες ταχύρρυθμο φροντιστήριο, θεωρητικές επιστήμες εννοείται, και ήρθε η ώρα που έπρεπε να πάμε να δηλώσουμε σε ποιες σχολές θέλουμε να μπούμε.

 

Ιδέα δεν είχα. Ρώταγα τα άλλα κορίτσια:

-Εδώ που λέει "Φιλοσοφική σχολή" τι σπουδάζεις;

-Αρχαιολογία, Ιστορία, Φιλολογία, τέτοια.

-Α, μ’ αρέσει αυτό.

 

Έβαλα πρώτη τη Φιλοσοφική Αθηνών.

 

Και σιγά μην περάσω δηλαδή, αλλά, αφού το θέλει ο μπαμπάς, θα του κάνω τη χάρη να δώσω εξετάσεις.

 

Ήρθε ο καιρός των εξετάσεων, όλοι οι υποψήφιοι έτρεμαν, εγώ ατάραχη. Αφού δεν θα περάσω, γιατί να αγχώνομαι; Εντάξει, αυτούς τους δύο τελευταίους μήνες διάβασα λιγάκι, κάπου τρεις ώρες την ημέρα. Τα απογεύματα με μια μισότρελη φίλη μου γυρίζαμε στην Αθήνα και πιάναμε γνωριμίες. Ετοιμαζόμουν για τη μεγάλη ζωή που με περίμενε, φλερτ, διασκέδαση, ποτό, τσιγάρα, ξενύχτια. Εγώ αυτό ήθελα, όχι σπουδές και τέτοια.

 

Αχ, που’ σαι νιότη που’ λεγες πως θα γινόμουν άλλος!

 

Μπήκα στο Πανεπιστήμιο, στη Σχολή που ήθελα και με καλή σειρά μάλιστα.

 

Μπήκα στο Πανεπιστήμιο, άλλαξε ο ψυχισμός μου, αναδύθηκαν τα βασανιστικά ερωτήματα, άλλαξαν οι αξίες μου, άλλαξαν οι ιδέες μου, έγινα ένα μελαγχολικό άτομο και η ξέφρενη ζωή έσβησε από το μυαλό μου.

 

Έτσι πορεύτηκα στη ζωή.

 

Τίποτα δεν επιδίωξα. Με πήρε η ζωή από το χεράκι και μου είπε: "Αυτό τον δρόμο θα ακολουθήσεις". "Μάλιστα", είπα εγώ υπάκουα.

 

 Δεν έκανα τίποτα εγώ. Ήρθαν όλα μόνα τους και με βάλανε στον δρόμο που ακολούθησα. Δεν πέρασα κι άσχημα. Μάλλον πληκτικά. Γιατί εγώ ήμουν ένα αγριοκάτσικο που το έδεσαν για να μη χοροπηδά κι αυτό ησύχασε. Άλλοι μ’ έδεσαν. Εγώ δεν έκανα τίποτα. Η ζωή που έζησα επιλέχτηκε από τυχαίους παράγοντες.

 

Έτσι δεν τραγούδησα ποτέ σε πίστα, όπως ονειρευόμουν.

Ούτε λιάστηκα δίπλα σε πολυτελείς πισίνες.

Ούτε ξενύχτησα με ανέμελες παρέες.

Ούτε φόρεσα όμορφα, μοδάτα ρούχα.

 

Όλα στη ζωή μου έγιναν από μόνα τους.

Εγώ απλά ακολούθησα.





 

12/6/25

Η φωτογραφία


Κοίταξα τη φωτογραφία σου στο διαδίκτυο.


Έμεινα στην αρχή ακίνητη και προσπαθούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που έβλεπα. Ήσουν εσύ, εντάξει, αυτό το καταλάβαινα. Λιγάκι γερασμένος ίσως, γκρίζοι οι καστανοί σου κρόταφοι, το πρόσωπό σου χαμογελαστό, πάντα φορώντας τα γυαλιά σου, ήσουν εσύ, καμιά αμφιβολία.


Σε κοίταζα λοιπόν κι έλεγα από μέσα μου: Είναι αυτός που κάποτε αγάπησα πολύ, που ακόμα αγαπώ, που πάντα θ’ αγαπώ.


 Κι όμως εσύ δεν ήσουν.


 Άνοιξα την καρδιά μου, σ’ έψαξα, σε βρήκα, σ’ έβαλα δίπλα στη φωτογραφία σου και είπα: αυτή η φωτογραφία στο διαδίκτυο δείχνει ένα άβαταρ, ένα ακριβές αντίγραφο του αγαπημένου μου. Όμως αυτή η φωτογραφία δεν δείχνει εκείνον που αγάπησα.


 Κλείνω τα μάτια και σε βλέπω, κάθεσαι στο γραφείο σου. Θυμάμαι τα πουκάμισά σου, τις γραβάτες σου, τα χέρια σου θυμάμαι, τα δάχτυλά σου που δεν φορούσαν βέρα, τα μάτια σου που, όταν καμιά φορά έβγαζες τα γυαλιά σου, μου φαίνονταν αλλιώτικα, τα χείλια σου.


Θυμάμαι που η ψυχή μου ερχόταν και κολλούσε πάνω σου, ήθελε να τρυπήσει το πουκάμισό σου, να μπει πιο μέσα, να ακουμπήσει το κορμί σου.


Θυμάμαι ακόμα το ρολόι στον τοίχο σου που ήθελες να μου χαρίσεις, τα τηλέφωνά σου που κουδούνιζαν, το λάπτοπ πάντα ανοιχτό μπροστά σου και κείνη την ατμόσφαιρα του ονείρου που αιωρούνταν στο δωμάτιο, τον έρωτά μου που σε τύλιγε απελπισμένα κι ήσουν εσύ μια ευτυχία ανεκπλήρωτη κι ήσουν εσύ το ασύλληπτο όραμά μου.


Τώρα αυτή εδώ η φωτογραφία λέει άλλα. Μου λέει πως είσαι  ένας ξένος μακρινός που κάπου βρέθηκες, σε κάποιο ακροατήριο μίλησες και κάποιος χωρίς αισθήματα σε φωτογράφησε, σε ανέβασε στο διαδίκτυο, χιλιάδες μάτια μπορούν τώρα να σε δουν, μετά να προσπεράσουν, να σε ξεχάσουν, έγινες μια εικόνα δίχως τίποτα από πίσω της.


Όμως αυτός που εγώ αγάπησα, που αγαπώ, που πάντα θα αγαπώ είναι καλά προφυλαγμένος στην καρδιά μου και κάθε τόσο της δίνει ένα φιλί, μια χαρακιά μικρή, ένα χάδι.


Αυτός που αγαπώ εγώ είναι ένας Άλλος.



 

 


11/6/25

Σιγή

 







Το νιώθεις  από την απέραντη σιγή.

 

 Κανένα τρίξιμο


ή βόμβος μακρινός


ή μια φωνή στο βάθος του ορίζοντα,


το νιώθεις


ότι σήμερα είναι μια μέρα


διαφορετική.


 

Κάπου υπάρχουν βέβαια οι άνθρωποι


με τον γνωστό τους θόρυβο,


δεν είναι δύσκολο να φανταστείς


τον σαματά τους,


τα τρανταχτά τους γέλια


και τα ευφυολογήματά τους.



 

Και το ρολόι στον τοίχο


αμείλικτο


μετρά στιγμή με τη στιγμή τον χρόνο,


αδιάφορο για εορτές και πανηγύρεις,


ψυχρό και αμετάκλητο μετρά


μέρες που έρχονται


και μέρες που παρέρχονται,


θορύβους, κρότους και ψιθυρισμούς,


ζωές που φθίνουν


και γιορτές που τελειώνουν.


 

Ο ήλιος έδυσε.


 

Ανέτειλε ο νέος ήλιος


και θρυμματίστηκε η σιγή.


Πάλι, ξανά ο αγώνας


για το μεγάλο Τίποτα.



 

 

9/6/25

Νωρίς απόγευμα Σαββάτου

 





Νωρίς απόγευμα Σαββάτου,


μόλις χωρίσαμε


και η πόλη είναι άδεια,


μόλις χωρίσαμε


και η καρδιά μου είναι άδεια.



Έχει ακόμα πολύ φως


και είναι ζεστά,


αταίριαστα όμως και τα δύο


στη σκοτεινή και κρύα σκέψη μου.



Κάποιοι πάνε,


κάποιοι έρχονται.



Μόλις χωρίσαμε


και δεν σου είπα


πόσο σ’ αγαπώ,


δεν ήθελα να σε τρομάξω.



Μου άρεσε τόσο


το αμέριμνό σου βλέμμα.



7/6/25

Η Πόπη

 




 

Δεκαετία του ΄60.

 

Η Πόπη, θερμό κορίτσι, ξεκίνησε νωρίς-νωρίς να παίζει με τους νεαρούς και κάποιο βράδυ σε μια έρημη παραλία έχασε την παρθενιά της. Από τότε περνούσε ακόμη πιο ωραία με τους νεαρούς, μόνο που δεν πρόσεχε κι έμεινε έγκυος.

 

Στο σπίτι ξέσπασε η τραγωδία. Ο υπεύθυνος νεαρός αρνήθηκε να την παντρευτεί και οι γονείς της την πήγαν στον γιατρό κι έκανε έκτρωση.

 

Η Πόπη ακάθεκτη όμως συνέχισε την ερωτική ζωή της. Δεν κρατιόταν η κοπέλα και έπρεπε επειγόντως να παντρευτεί, σκέφτηκαν οι γονείς της, να ησυχάσει, να ησυχάσουν κι εκείνοι και να πάψουν τα κουτσομπολιά στη μικρή τους πόλη.

 

Βρήκαν ένα καλό παιδί από χωριό, «θα τον πάρεις και θα πεις κι ένα τραγούδι», της είπαν, τι να κάνει το Ποπάκι, είπε το ναι.

 

Την πήγαν στην Αθήνα, έκανε ο γιατρός την παρθενορραφή και γύρισε η Πόπη στην πόλη τους παρθένα. Έγινε ο γάμος στην εκκλησία, αλλά δεν έγινε στο νυφικό κρεβάτι. Όσο κι αν προσπάθησε ο γαμπρός, ο παρθενικός υμένας δεν υποχωρούσε και η Πόπη φώναζε πως πονάει.

 

Πέρασαν μερικές μέρες, το φρούριο της Πόπης παρέμενε άπαρτο – μάλλον σε ατζαμή γιατρό είχαν πέσει – άντε πάλι στην Αθήνα, σε άλλο γιατρό αυτή τη φορά. Ο δεύτερος παρθενικός υμένας της Πόπης παραδόθηκε στο νυστέρι του γιατρού και το φρούριο έπεσε επί τέλους.

 

Ο γάμος ολοκληρώθηκε τελικά, ευτυχής ο σύζυγος, ευτυχείς οι γονείς της Πόπης, η Πόπη δεν ξέρουμε πόσο ευτυχής ήταν.

 

Αργότερα έκανε κι ένα παιδάκι, φτυστό ο μπαμπάς του. Μετά έκανε κι άλλο ένα παιδάκι, φτυστό ο φίλος του μπαμπά του.

 

Αχ, Ποπάκι, Ποπάκι αδιόρθωτο!


(Μικρές ιστορίες)



3/6/25

Καταβροχθίζοντας τα "Κεριά"

 



 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, χρήστης των ΜΚΔ, ανεβάζει πού και πού κάποιο ποίημά του ελπίζοντας ότι θα αρέσει στους διαδικτυακούς φίλους του.

 

Προ καιρού έπεσα πάνω σε ένα ποίημά του με τον τίτλο «Κεριά»:

 

 

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας

σα μιά σειρά κεράκια αναμένα –

χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

 

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,

μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·

τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,

κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

 

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,

και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.

Εμπρός κυττάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.

 

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω

τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,

τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

 

 

Από κάτω είχε καμιά τριανταριά λάικ και μερικά σχόλια (η ορθογραφία διατηρείται):

 

Ελένη Α.

Γιατί τόση απαισιοδοξία; Η ζωή είναι όμορφη. Προσπάθησε να τη χαρείς και ξέχνα τα σβηστά κεριά.

 

Σοφία Β.

Κι εγώ το ίδιο νιόθω. Πόσο σας καταλαβαίνω!

 

Στρατής Γ.

Το μέλλον είναι άγνωστο.

 

Ρένα Δ.

Πρέπει να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Να τον αγκαλιάσεις, να του πεις τρυφερά λόγια. Ο εαυτός σου έχει ανάγκη από αγάπη.

 

Κούλα Ε.

Δεν καταλαβαίνω τι εννοείται. Τι σχέση έχει η ζωή με κεριά;

 

Γιώργος Ζ.

Έτσι είναι, φίλε μου, συμφωνώ. Τι να κάνουμε, ο καθένας κι η μοίρα του.

 

Μαρούλα Η.

Αν χριάζεσται βοήθια να απευθινθίται σε κάποιον ιδικό. Ψιχολόγο, ψιχαναλυτή. Έτσι ένιοθα κι εγώ, αλλά ο ψιχολόγος μου με βοήθησε πολί. Τώρα είμε καλίτερα.

 

Τέτα Θ.

Η μοναξιά σκοτώνει την ψυχή. Δύσκολα όμως βρίσκει κανείς σήμερα αληθινούς φίλους.

 

Γιάννης Ι.

Γιατί φοβάσε τα σβησμένα κεριά; Πολύ παράξενο το βρίσκο.

 

Έβαλα μια καρδούλα στο ποίημα κι έφυγα τρέχοντας.