18/4/25

Καλλίμαχος 183

 

 

 

Ορκίστηκε στην Ιωνίδα ο Καλλίγνωτος


ότι ποτέ δεν θα έχει φίλη ή φίλο καλύτερους από εκείνη.


Το ορκίστηκε. Αλλά αλήθεια λένε πως οι όρκοι οι ερωτικοί


να μπουν στα αφτιά των αθανάτων δεν μπορούν.


Τώρα αυτός καίγεται από αρσενική φωτιά.


Αλλά για το άτυχο κορίτσι όπως οι Μεγαρείς


ούτε κουβέντα ούτε θύμηση.



*

Μεταφορά στα Νέα Ελληνικά: Καίτη Βασιλάκου.




Ο τελευταίος στίχος παραπέμπει στον χρησμό που δόθηκε στους Μεγαρείς, όταν κάποτε, θεωρώντας ότι ήσαν οι καλύτεροι των Ελλήνων, ρώτησαν το μαντείο των Δελφών τίνες κρείττονες τυγχάνοιεν (ποιοι είναι οι καλύτεροι). Η απάντηση του μαντείου, αφού προηγουμένως απαριθμούσε διάφορους άλλους, κατέληγε ως εξής: 


"ὑμεῖς δ᾽, ὦ Μεγαρεῖς, οὔτε τρίτοι οὔτε τέταρτοι / οὔτε δυωδέκατοι οὔτ᾽ ἐν λόγῳ οὔτ᾽ ἐν ἀριθμῷ".


 

μοσε Καλλίγνωτος ωνίδι μήποτ κείνης


ξειν μήτε φίλον κρέσσονα μήτε φίλην.


μοσεν· λλ λέγουσιν ληθέα τος ν ρωτι


ρκους μ δύνειν οατ ς θανάτων.


νν δ μν ρσενικ θέρεται πυρί, τς δ ταλαίνης


νύμφης ς Μεγαρέων ο λόγος οδ ριθμός.

.

 

https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/literature/browse.html?text_id=453



17/4/25

Και τώρα εσείς...

 

Και τώρα εσείς


ετοιμαστείτε να με προδώσετε


κι έπειτα ανάμεσα στα αγριεμένα πλήθη


σαν φοβισμένα σκυλιά να ανακατευτείτε.


 

Μα στους αιώνες που έρχονται


θα γίνετε διάσημοι,


οι οπαδοί μου εκατομμύρια


θα κυριέψουν ολόκληρη τη Γη


και θα με στέψουν βασιλιά του Κόσμου.


 

Για χάρη μου


όπως και για δική σας χάρη,


σας το λέω από τώρα,


θα γίνουν οι μεγαλύτερες  θηριωδίες


στο όνομα της αγάπης.


 

Κι εγώ το ξέρω:


Άδικα σταυρώνομαι.



14/4/25

Πώς να χάσετε κιλά με κακό τρόπο

 

 


 

Μετά την προθανάτια εμπειρία μου και όλα τα σχετικά που με επανέφεραν στη ζωή ( να εξηγούμαστε, παράταση μου δόθηκε, το τέλος είναι εκεί πιο κάτω και κάθεται ήσυχο και με περιμένει), τελικά άρπαξα και έναν κορονοϊό στο ΚΑΤ και δεν το πήρα είδηση, νόμιζα πως τα συμπτώματα ήταν από την περιπέτειά μου.

 

Μου κόπηκε η όρεξη μαχαίρι. Έβλεπα φαγητό και γύριζα αλλού τα μούτρα μου. Έπεφτα να κοιμηθώ νηστική και διόλου δεν μ’ ένοιαζε. Γύρισα σπίτι μου, τα ίδια.

 

Κάποια στιγμή σε μια εξέταση είδα πως είχα κολλήσει Κόβιντ. Ελαφρός, διακριτικός, κύριος, δεν μπορώ να πω. Καμιά άλλη ενόχληση δεν είχα πλην της ανορεξίας – και εδώ που τα λέμε δεν με πείραζε καθόλου, άντε να φύγουν και μερικά κιλά, ευκαιρία ήταν.

 

Τέλος πάντων, πέρασε η θύελλα, συνήλθα- δηλαδή συνέρχομαι, έχω ακόμα κάτι κατάλοιπα- κοιτάζω στον καθρέφτη, βλέπω ένα σώμα αδυνατισμένο. Χμ… για να δω, αν μου κάνουν εκείνα τα παντελόνια που κάθονται άπρακτα στις κρεμάστρες εδώ και κάποια χρόνια και τα κοιτάζω με πόνο ψυχής. Τα φοράω, μου κάνουν και είναι και χαλαρά. Τρελάθηκα από τη χαρά μου.

 

Για να δω κι εκείνα τα μπουφάν και τα παλτά που κρέμονται στις ντουλάπες μου αχρηστευμένα από τα λίπη μου. Τα φοράω και είναι τέλεια, κουμπώνουν και πέφτουν πάνω μου με χάρη σαν καινούργια.

 

Τι χαρά ήταν αυτή, Παναγία μου!

 

Βέβαια θα μου πείτε ότι αδυνάτισα με τον χειρότερο τρόπο. Εντάξει, αλλά να που βγήκε και κάτι καλό από αυτή την τρομερή ιστορία.

 

Βγαίνω τώρα και φορώ αυτά τα ρούχα με τέτοιο καμάρι, λες και είναι καινούργια. Δέκα και πάνω χρόνια είχα να τα φορέσω. «Θα τα βάλω, αν αδυνατίσω ποτέ», σκεφτόμουν και τα κοίταζα με καημό, όποτε άνοιγα τη ντουλάπα μου.

 

Και προχθές που βγήκα για καφέ, πάω να σηκωθώ από τη θέση μου και γλιστρά το παντελόνι μου και πέφτει ως τους αστραγάλους. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς εκεί γύρω και δεν έγινα ρεζίλι. Το μαζεύω στα γρήγορα και γυρίζω σπίτι κρατώντας το διακριτικά από τη μέση..

 

Και μη μου λέτε να τρώω τώρα για να δυναμώσω. Τρώω καθημερινά κρέας και άλλα συνοδευτικά, τρώω και φρούτα, όλα με μέτρο, παίρνω τις βιταμίνες και τα χάπια μου.

 

Δεν θα τα ξαναπάρω αυτά τα κιλά.

 

Τέλειωσε!

Και θα χάσω κι άλλα.



12/4/25

Μόνη

 

Ήταν μοναχική,


γιατί έτσι της άρεσε.


Τώρα είναι μόνη.



11/4/25

Κατάθλιψη

 

Η κατάθλιψη δεν είναι δυστυχία.

Έχει τον δικό της τόπο, ένα τόπο ζοφερό, ξερό, βουβό, χωρίς ζωή, ένα τόπο που θυμίζει θάνατο.

 

Η δυστυχία έχει μέσα της ζωή. Έχει κραυγές πόνου, κοπετό, κλάμα, βογκητά, έχει ζωή που παλεύει να επιβιώσει, που θέλει να νικήσει τη δυστυχία, άσχετα αν μπορεί ή όχι.

 

Η κατάθλιψη δεν έχει τίποτα από αυτά. Τυλιγμένη στη σιωπή στέκεται ακίνητη στο νεκρό τοπίο της και κοιτάζει, χωρίς να βλέπει τίποτα.

 

Υπάρχει, αλλά είναι σαν να μην υπάρχει.

 

Πέρα, μακριά ξέρει ότι συμβαίνουν πράγματα, μικρά και ασήμαντα ή μεγάλα και σοβαρά. Δεν την ενδιαφέρουν. Ζει, γιατί έτυχε να ζει. Μέσα της είναι πεθαμένη, γι’ αυτό δεν έχει νόημα να φωνάξει, να απλώσει το χέρι για βοήθεια, να αφήσει κραυγές πόνου. Βρίσκεται πέρα από αυτά.

 

Η κατάθλιψη είναι μια βαριά πλάκα που έχει πλακώσει κάποιον ζωντανό κι αυτός τη δέχεται αδιαμαρτύρητα.



10/4/25

Ποτέ πια

 

Στα νοσοκομεία


γεροί και άρρωστοι


ανακατεύονται ,


τρέχουν οι γεροί


με τα παράξενά τους εργαλεία στο χέρι,


ανταλλάσσουν μεταξύ τους στα γρήγορα τα νέα τους


και επαγγελματικώς ευγενικά


σηκώνουν τους αρρώστους από τα κρεβάτια τους


και τους καρφώνουν μες στη σάρκα


αυτά τα εργαλεία τα παράξενα.


 

Βογκούν οι άρρωστοι αναμαλλιασμένοι,


ξεπεσμένοι,


ασήμαντοι,


με σώματα που μίκρυναν


μέσα σε αυτά τα ευαγή ιδρύματα,


ανυπεράσπιστοι στις βουλές του Κυρίου τους


που μελετά με εμβρίθεια την περίπτωσή τους.


«Είναι για το καλό μου» σκέφτονται


κι όλο μικραίνουν τα κορμιά τους.


 

Όσο για την ψυχή τους,


αυτή έχει κρυφτεί στα άβατα της ύπαρξής τους


κι από ένα μικρό παραθυράκι βλέπει


τους γερούς, τους νέους, τους χαμογελαστούς,


τους γεμάτους όνειρα


και μαραζώνει:


Ποτέ πια, μονολογεί, ποτέ πια


δεν θα ξαναγίνω έτσι.


Τώρα θα με καρφώνουν όλοι αυτοί


με τα παράξενα εργαλεία τους


κι εγώ θα υπομένω μια ζωή


που πάει να δύσει.


Ποτέ πια δεν θα τρέξω ξένοιαστα


σε δρόμους και διαδρόμους.


Ποτέ, ποτέ πια.



 

9/4/25

Ο τρομοκράτης (τελευταίο απόσπασμα)

 5.

 

Ίσα που πρόλαβε να ντυθεί, όταν οι αστυνομικοί βρόντηξαν την πόρτα. Με δυο δρασκελιές έφτασε στην εξώπορτα και την άνοιξε. Οι αστυνομικοί όρμησαν μέσα.

 

-Δεν είναι εδώ! πρόλαβε να τους πει.

 

Αυτοί απλώθηκαν σε όλους τους χώρους με προτεταμένα τα όπλα τους.

 

Όταν ηρέμησε η κατάσταση, δώσαμε κάποιες εξηγήσεις, δεν ξέρω, αν μας πίστεψαν, μας κοίταζαν καχύποπτα, και πώς έχασε την ισορροπία της η κυρία, ρωτούσαν, είδαν μετά το μισοάδειο μπουκάλι ουίσκι και με κοίταξαν επιτιμητικά.

 

-Φοβόμουν, είπα, και ήπια μερικά ποτηράκια για να ξεπεράσω τον φόβο μου. Και ζαλίστηκα.

-Και πιαστήκατε από την κουρτίνα για να μην πέσετε;

-Ήθελε να δει τι γινόταν κάτω στον δρόμο, μπήκε στη μέση ο γιατρός.

 

Οι αστυνομικοί τον κοίταξαν κι αυτόν καχύποπτα.

-Είστε πιωμένος κι εσείς;

 

Δεν ήθελαν και πολύ για να καταλάβουν τι κάναμε εμείς εδώ μέσα, όση ώρα στην πολυκατοικία κυκλοφορούσε ο τρομοκράτης.

 

-Αντί να ανακρίνετε εμάς, δεν ψάχνετε καλύτερα για τον τρομοκράτη; Τώρα με αυτή την αναταραχή δεν ξέρουμε τι μπορεί να κάνει, είπα.

 

Δεν πρόλαβα να αποτελειώσω τη φράση μου και ακούστηκαν πυροβολισμοί από τα κάτω πατώματα. Οι αστυνομικοί όρμησαν στον διάδρομο κι εμείς μείναμε πάλι μόνοι.

 

-Προλαβαίνουμε για άλλη μια φορά, κυρία, είπε αυτός.

-Να με λέτε τσούλα, μου αρέσει περισσότερο, είπα.

 

Κλείδωσε την πόρτα και μ’ αγκάλιασε.  Μ’ έριξε στον καναπέ στην αίθουσα αναμονής και σήκωσε το φουστάνι μου.

 

Στο διάολο όλα, σκέφτηκα και αφέθηκα στα χέρια του.

 

Αργότερα μάθαμε ότι ο τρομοκράτης, με το που μπούκαρε η αστυνομία στο κτίριο, προσπάθησε να διαφύγει από ένα μπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Κάποιος νεαρός και αδέξιος αστυφύλακας τον είδε, έβγαλε το όπλο του και τον πυροβόλησε. Εντελώς συμπτωματικά η σφαίρα καρφώθηκε στο μέτωπό του και ο τρομοκράτης φορτωμένος με τα εκρηκτικά κρεμάστηκε σαν σακί στα κάγκελα.

 

 

Στην επόμενη επίσκεψη μου στον γιατρό κάναμε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Με εξέτασε, μου έκανε ερωτήσεις, εγώ απαντούσα, «πάτε πολύ καλά», μου είπε στο τέλος και συνταγογράφησε τα νέα μου φάρμακα.

 

-Θυμάστε τίποτα από την προηγούμενη επίσκεψή μου; ρώτησα.

-Όχι, είπε αυτός ψυχρά.

 

 

                                  ΤΕΛΟΣ



8/4/25

Ο τρομοκράτης (τέταρτη συνέχεια)

 4.


-Γίνεται κάτι εκεί πέρα ή άδικα βασανιζόμαστε εμείς εδώ;

-Σσστ! Μη μιλάτε!

-Ελάτε τότε κοντά μου. Η νύχτα είναι όλη δική μας, όπως φαίνεται. Τι ώρα είναι;

-Δύο και τέταρτο.

-Υπάρχει τίποτα να φάμε; Πείνασα.

 

Βγήκε από το δωμάτιο και σε λίγο επέστρεψε με ένα κουτί μπισκότα. Ανακάθισα στο κρεβάτι και πήρα ένα.

 

-Πάρτε κι εσείς.

-Δεν πεινάω.

 

Κάθισε δίπλα μου κρατώντας το κουτί. Έφαγα μερικά μπισκότα.

 

-Μήπως ο τρομοκράτης το’ σκασε κι εμείς εδώ είμαστε άδικα φυλακισμένοι; Είναι αφύσικη αυτή η σιωπή, είπα μπουκωμένη.

 

Μου έδωσε το κουτί με τα μπισκότα και πήγε ως την εξώπορτα πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Στάθηκε εκεί κολλημένος λίγη ώρα.

 

-Δεν ακούγεται τίποτα, είπε, όταν γύρισε.

 

Κοίταξε πάλι από το παράθυρο τον δρόμο κάτω:

 

-Κι αυτοί εκεί κάτω κάθονται ήσυχοι, δεν κάνουν τίποτα.

-Κάτι θα ετοιμάζουν.

-Ή μπορεί να περιμένουν απλώς. Η ντουντούκα σταμάτησε.

-Ας ξαπλώσουμε τότε κι ας περιμένουμε κι εμείς, είπα.

 

Έβγαλα το φόρεμα μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι.

 

-Γιατί το κάνατε αυτό;

-Ζεσταίνομαι.

 

Έμεινε ακίνητος για λίγη ώρα δίπλα στο παράθυρο. Δεν διέκρινα το βλέμμα του, ήμουν όμως σίγουρη ότι με κοίταζε.

 

-Σοβαρά τώρα, έχετε διάθεση για σεξ κάτω από αυτές τις συνθήκες; είπε μετά.

-Τις βρίσκω ιδανικές.

-Έχετε τρελαθεί.

 

Πήγε και κάθισε στην πολυθρόνα του. Για αρκετή ώρα μείναμε σιωπηλοί. Έπειτα σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Ένιωσα το χέρι του να χαϊδεύει τους μηρούς μου.

 

Ό,τι ακολούθησε έγινε μέσα σε απόλυτη σιωπή. Ευτυχώς το ιατρικό κρεβάτι μάς άντεξε. Και δεν έτριζε.


 

3.30 πμ. Είχε ήδη φύγει από μένα και καθόταν στην πολυθρόνα του σιωπηλός και ακίνητος. Ίσως μετάνιωνε. Ίσως ντρεπόταν. Ίσως σκεφτόταν τη γυναίκα του.

 

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και ντύθηκα. Έριξα μια ματιά από το παράθυρο. Όλοι ακίνητοι εκεί κάτω. Κάτι ετοίμαζαν σίγουρα. Ή μπορεί να περίμεναν να ξημερώσει για να βλέπουν καλύτερα.

 

-Γιατί ντύθηκες;

 

Γύρισα προς το μέρος του απορημένη.

 

-Γιατί μου μιλάτε στον ενικό;

 

Ένιωσα την αμηχανία του:

 

-Ο πληθυντικός δίνει μια ηδονική χροιά στο σεξ, συμπλήρωσα. Εξάλλου είμαστε δυο ξένοι.

 

Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Μετά σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου. Το γυμνό του σώμα διαγράφηκε μέσα στο ημίφως. Με γύρισε προς το παράθυρο και στάθηκε πίσω μου. Με άρπαξε με δύναμη, σήκωσε το φόρεμά μου και τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου με βία.

 

-Με βιάζετε, είπα λιγωμένη.

-Σας βιάζω, κυρία, και σας αρέσει πολύ αυτό.

 

Οι κουρτίνες κουνήθηκαν πέρα δώθε και κάποιοι από τον δρόμο το πρόσεξαν και στύλωσαν τα μάτια τους προς το μέρος μας. Κάποιος σήκωσε το χέρι και έδειξε το παράθυρό μας. Έγινε μια κάποια ταραχή.

 

-Έρχονται! είπα έντρομη.

-Σώπα, τελειώνω!

 

Προσπάθησα να ξεκολλήσω από πάνω του. Οι κουρτίνες συνέχισαν να κουνιούνται πέρα δώθε, όμως αυτός με κρατούσε γερά.

 

-Έρχονται, σου λέω!

 

- Μη μιλάτε, κυρία!  μουρμούρισε αυτός λαχανιασμένος.

 

-Θα μπουκάρει εδώ μέσα η αστυνομία και θα μας βρει κολλημένους σαν έντομα. Και εν τω μεταξύ ο τρομοκράτης είναι αλλού! 


-Τελειώνω, κυρία, τελειώνω! ψιθύρισε αυτός και τέλειωσε με πνιχτές ανάσες.


(Συνεχίζεται)



7/4/25

Ο τρομοκράτης (Ένα διήγημα σε πέντε συνέχειες)

 3


Η ώρα περνούσε και η σιωπή στο κτίριο συνεχιζόταν απειλητική.

 

-Πώς σας λένε; με ρώτησε ξαφνικά.

-Δεν το βλέπετε στο αρχείο σας;

-Αικατερίνη;

-Καίτη. Κι εσάς δεν σας φωνάζουν Μιχαήλ υποθέτω.

-Μιχάλη με λένε.

 

Έβαλε κι άλλο ουίσκι στα ποτήρια.

 

-Ας πεθάνουμε μεθυσμένοι, είπα και κατάπια μονορούφι και το δεύτερο ποτήρι..

-Μην είστε τόσο απαισιόδοξη. Θα τον βρουν σύντομα.

 

Κάτω στο δρόμο η βουή συνεχιζόταν και η ντουντούκα κάθε τόσο καλούσε σε τρεις γλώσσες τον τρομοκράτη να βγει έξω.

 

-Πού στο διάολο κρύβεται αυτός ο ποντικός; είπα αδειάζοντας το τρίτο ποτήρι μου.

-Πάντως, αφού δεν μας έχει ανατινάξει ακόμα, υπάρχουν ελπίδες, είπε ο γιατρός.

 

Η ώρα περνούσε αργά. Η αστυνομία επικοινώνησε πάλι μαζί μας, μας είπε να μη φοβόμαστε, να είμαστε όσο γίνεται ακίνητοι, αγάλματα δηλαδή, και ότι μάλλον ο τρομοκράτης κρυβόταν κάπου ψηλά, ίσως στον πέμπτο όροφο.

 

-Από πάνω μας δηλαδή, είπα ανατριχιασμένη.

 

Ο γιατρός έβαλε ξανά ουίσκι στα ποτήρια.

 

-Χαλαρώστε. Όλα θα πάνε καλά. Είναι θέμα χρόνου.

-Γιατί δεν μπαίνουν μέσα να τον ψάξουν;

-Γιατί μπορεί να ανατινάξει ολόκληρο το κτίριο. Προσπαθούν να τον πείσουν να παραδοθεί.

-Δεν παραδίνονται αυτοί.

 

Μείναμε σιωπηλοί. Ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει να κυλάει. Πετρωμένοι στις πολυθρόνες μας κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά μας. Ούτε να μιλήσουμε δεν μπορούσαμε.

 

-Μήπως πρέπει να βγάλουμε τα παπούτσια μας; ψιθύρισα κάποια στιγμή.

-Ναι, σωστή σκέψη.

 

Βγάλαμε τα παπούτσια μας με αργές, προσεχτικές κινήσεις και τα αφήσαμε σε μιαν άκρη.

 

Είχε ήδη πάει μία τη νύχτα και η κατάσταση παρέμενε στάσιμη. Τίποτα δεν γινόταν και μόνο το μπουκάλι με το ουίσκι άδειαζε σιγά σιγά. Τα κινητά μας αναβόσβηναν. Στείλαμε μήνυμα σε όσους ανησυχούσαν ότι είμαστε καλά και τα κλείσαμε.

 

-Δεν με πειράζει να πεθάνω, μουρμούρισα κάποια στιγμή. Νομίζω πως ό,τι είχα να κάνω σε τούτη τη ζωή το έκανα.

 

Ο άλλος έμεινε σιωπηλός. Δεν ήμουν σίγουρη, αν με κοίταζε.

 

-Θέλετε να ξαπλώσετε; με ρώτησε κάποια στιγμή. Ίσως σας πείραξε το ποτό.

 

Σηκώθηκε, χωρίς να περιμένει την απάντησή μου, και ήρθε προς το μέρος μου. Με πήρε απαλά στην αγκαλιά του και με μετέφερε στο ιατρικό κρεβάτι.

 

-Δεν είμαι μεθυσμένη, είπα.

-Σσσς, μη μιλάτε! Θα σας κάνει καλό, αν κοιμηθείτε λίγο.

 

Έκλεισα τα μάτια μου. Ύστερα τα άνοιξα.

 

-Δεν νυστάζω. Εξάλλου δεν θέλω να πεθάνω κοιμισμένη.

 

Αυτός στεκόταν από πάνω μου, μια σκιά.

 

-Μπορούμε όμως να κάνουμε σεξ για να περάσει η ώρα, συμπλήρωσα. Τρίζει αυτό το κρεβάτι;

 

Δεν απάντησε.

 

-Θα πεθάνουμε τη στιγμή του οργασμού μας. Δε είναι πολύ ποιητικό;

-Είστε μεθυσμένη.

-Εσείς δεν είστε;

 

Ένιωσα το χέρι του να χαϊδεύει στιγμιαία τη γάμπα μου.

 

-Με αγγίξατε ή μου φάνηκε;

 

Έφυγε από κοντά μου. Στάθηκε στο παράθυρο και κοίταζε κάτω πολλή ώρα.


(Συνεχίζεται)