15/12/25

Πριν ένα χρόνο

 

Σήμερα, 15/12/2025

 

Σε δέκα μέρες κλείνει ένας χρόνος από το ατύχημά μου.

Νομίζω πως συνέβη χθες.

Βέβαια τώρα είμαι καλά.

Έχω κάτι σημάδια στα γόνατα. Στην αρχή ήταν μεγάλες πληγές. Τώρα είναι μεγάλα σημάδια. Θα σβήσουν ελπίζω κάποτε. Αυτά τα σημάδια είναι τα μόνα που μου έμειναν από εκείνο το ατύχημα.

 

Δεν το θυμάμαι με τρόμο, το θυμάμαι εντυπωσιασμένη. Γι’ αυτό το φέρνω συχνά στο μυαλό μου. Οι γιατροί απορούσαν πώς έμεινα ζωντανή – είμαι και μεγάλη στην ηλικία, μια άλλη στη θέση μου δεν θα είχε επιζήσει, η δοκιμασία ήταν πολύ ζόρικη.

 

Μετά από ώρες ατέλειωτες παλεύοντας με τα νερά - είχε πια νυχτώσει και είχα ανάψει το φως - ήρθε και ένα νέο χτύπημα, αυτή τη φορά από την Κόλαση: τα νερά είχαν διαποτίσει τον πίνακα του ηλεκτρικού και τα φώτα έσβησαν. Είχα μείνει στο σκοτάδι.

 

Θυμάμαι πως άναψα ένα κερί και συνέχισα τον αγώνα. Λίγο αργότερα γλίστρησα πάνω στα νερά κι έπεσα κάτω. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά γλιστρούσα συνέχεια στα νερά. Προσπάθησα πολύ. Πάντα γλιστρούσα. Άρχισα τότε να σέρνομαι. Για ώρες. Δεν ήταν εύκολο το σούρσιμο. Είχα χάσει τις δυνάμεις μου.

 

Πολλές ώρες. Πόντο πόντο. Κάποια στιγμή θυμήθηκα το κερί που άναβε στην κουζίνα.  Μην πάρω και φωτιά, σκέφτηκα, μετά το ξέχασα.

 

Πόσες ώρες σερνόμουν; Από το παράθυρο θυμάμαι ότι είδα τη μέρα να σβήνει κι εγώ είχα διανύσει τη μισή απόσταση για να φτάσω ως την πόρτα. Πολλές ώρες επομένως.

 

Μετά σκέφτηκα ότι κι αν ποτέ έφτανα ως την πόρτα, δεν θα μπορούσα να σηκωθώ για να την ανοίξω. Επομένως:

 

«Θα πεθάνω», σκέφτηκα.

«Πεθαίνω», σκέφτηκα.

 

Σταμάτησα κάθε προσπάθεια. Ήταν μάταιο.

Ήμουν ήρεμη, καμιά αγωνία.

 

Έχασα τις αισθήσεις μου κι έμεινα έτσι δυο μέρες.

 

Συνολικά είχα μείνει τέσσερις μέρες χωρίς τροφή και νερό, τις δύο πρώτες με συνείδηση, τις άλλες δύο αναίσθητη.

 

Όταν με βρήκαν και με σήκωσαν και με τύλιξαν σε μια κουβέρτα, είχα απλανές βλέμμα και ψιθύριζα λόγια που κανείς δεν μπορούσε να ακούσει.

 

Μετά πάλι αναίσθητη.

 

Ξύπνησα – δεν ξέρω πότε, δεν το έμαθα ποτέ – σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου δεμένη χεροπόδαρα. Είχα πάθει ντελίριο.

 

Ξανά κενό.

 

Μετά ήρθε ο εαυτός μου και με βρήκε.

Επανήλθα σ’ αυτό που λέμε ζωή.

 

Πριν ένα χρόνο όλα αυτά και είναι σαν να έγιναν χθες.



Τα βράδια που φεύγεις

 




Τα βράδια που φεύγεις


νιώθω μόνη,


ένα κουρελάκι


στον απέραντο κόσμο.


Παγώνει η καρδιά μου


κι η μοναξιά μου


στέκεται ασάλευτη από πάνω μου.


Με κοιτάζει με μάτια ψυχρά,


περιμένει αμίλητη


να σηκωθώ,


να κλείσω όλους τους δρόμους


που οδηγούν σε σένα


κι ύστερα βουβή


και πάντα ψυχρή


με οδηγεί στο κρεβάτι μου.


 

Είμαι υπάκουη όμως.


Και ήσυχη.


Πρώτα αποκοιμιούνται


τα οράματά μου,


έπειτα κι εγώ.



14/12/25

Ιμιτλερίμ - σαράντα χρόνια μετά

 



 

Σαράντα χρόνια μετά, σε συναυλία στο Ηρώδειο.

 

Παραδοσιακό τραγούδι Τουρκίας & Ιωνίας Μικράς Ασίας

Διασκευή: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεύει: Ζαχαρίας Καρούνης.

ΧΟΡΩΔΙΑ:

Οι ψάλτες: Ανδρεάδης Θανάσης, Κολοβός Κωνσταντίνος, Κουμεντάκης Λάζαρος, Τρασάνης Χάρης.


(Από το διαδίκτυο:

Το "Ιμιτλερίμ" είναι τουρκική λέξη που σημαίνει "οι δικοί μου" ή "οι δικοί μου άνθρωποι", αλλά εδώ ακούγεται ως κραυγή πόνου για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας που ξεριζώθηκαν και που το τραγουδούσαν με τις λέξεις που θυμούνταν από τον τόπο τους κοιτάζοντας τα παράλια.)

 

Βρίσκω αυτή τη διασκευή του Σταύρου Ξαρχάκου ανώτερη από την πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού του. Μας θυμίζει ψαλμό μέσα σε εκκλησία που τον ακούει κανείς με κατάνυξη και βαθιά συγκίνηση.

 

Ο Ζαχαρίας Καρούνης εξαιρετικός. Το ίδιο και οι ψάλτες που τον συνοδεύουν.

 

Ακούστε το, χωρίς να κάνετε τίποτε άλλο.

 

https://www.youtube.com/watch?v=iQX_z9R0jhQ&list=RDiQX_z9R0jhQ&start_radio=1

 

 

13/12/25

Οσφραίνομαι άρρητα άλλα

  




Κι όμως εγώ


οσφραίνομαι άλλα,


άρρητα άλλα.



Τυχαίο δεν είναι


που άνθισαν μέσα μου


τα δηλητηριώδη μου λουλούδια. 


11/12/25

Αδύναμη

 

Ξενυχτώ.


Περνά αργά η ώρα


και δεν έχω κι ένα θεό


να τον παρακαλέσω


να μ’ απαλλάξει από αυτό,


πρέπει μονάχη μου


να το παλέψω


και νιώθω αδύναμη.


 

Μέσα μου ένας δαίμονας


τρώει αθόρυβα τα σπλάχνα μου.


Μη με αποστρέφεσαι, μου λέει,


είμαι εγώ που γράφω τους στίχους σου.


Πρέπει αντίθετα να μ’ αγαπάς.


 

Πώς να τον αγαπήσω όμως,


έτσι όπως είμαι  μισοφαγωμένη.



 

10/12/25

Ο σωσίας

 

 

Έρχεται κάθε μήνα συνεπής και πληρώνει τα κοινόχρηστα. Λαϊκός άνθρωπος, συνεσταλμένος.


Όμως  κάτι  οσμίζεται.

Τα μάτια της που απότομα σκουραίνουν, οι ουσίες της που εκκρίνονται εκείνη τη στιγμή, κάτι οσμίζεται και στέκει αναποφάσιστος για λίγα δευτερόλεπτα.

Φεύγει έπειτα σιωπηλός και  αμήχανος.

 

Εκείνη κλείνει πίσω του την πόρτα εξουθενωμένη.


Κάθε φορά η ίδια ιστορία: μια σκοτεινή ορμή που την ταράζει,  μια φευγαλέα αίσθηση ηδυπάθειας, μια ξαφνική εκφυλότητα, μόνο και μόνο επειδή αυτός ο ξένος μοιάζει με Κείνον.


Με Κείνον τον Άλλον.


(Μικρές ιστορίες)



8/12/25

Κουβέντα με τον Χάρο

 



Ήρθε, με κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του.
Του είπα: Αν ήρθε η ώρα, θα σ’ ακολουθήσω.
Έμεινε σιωπηλός.
Εγώ πάλευα, τέσσερις μέρες πάλευα.
Με κοίταζε που πάλευα τέσσερις μέρες.
Μετά βαρέθηκε, έκανε στροφή κι έφυγε.

*

Ακούω τώρα βογκητά, σκιές περνούν από δίπλα μου,
τις συλλαμβάνω με την άκρη του ματιού μου.
Είναι όλοι αυτοί που ετοιμάστηκαν να με υποδεχτούν
στη σκοτεινή τους κατοικία και τώρα απογοητευμένοι
ψάχνουν τον δρόμο της επιστροφής τους.
Χωρίς αιτία αναστατώθηκε ο Κάτω Κόσμος.
Κι Εκείνος με τα κόκκινα μάτια οφείλει να λογοδοτήσει,
γιατί δεν επιτέλεσε το καθήκον του.
Δεν ξέρω πώς θα δικαιολογηθεί.

*

Κεραυνούς ρίχνουν τα άγρια πνεύματα,
μεγάλη σύγχυση στο δικαστήριο.
Εξαγριωμένες οι σκιές ζητούν την καταδίκη του.
Ένοχος! φωνάζουν οι σκιές
Κι Εκείνος με τα κόκκινα μάτια -τον βλέπω –
κάθεται σκυφτός, μένει βουβός.
Θα καθίσω δίπλα του,
θα γυρίσει να με κοιτάξει,
θα κλαίω και θα του κρατώ τα χέρια
κι Εκείνος θα αφήσει κόκκινα δάκρυα να κυλήσουν
στο παγωμένο του πρόσωπο.
Σε λυπήθηκα, θα μου πει με βραχνή φωνή,
και τώρα πρέπει να πληρώσω.
Θα κλαίμε μαζί.

------------------------------------------------------------------------

Δημοσιεύτηκε στο Stigma Logou - Disability της Χριστίνας Λιναρδάκη.


6/12/25

Η σκύλα

 

Σε δύο μέρες φυλακή,


με καταδίκασε η λογική μου.


«Κι αν χρειαστεί»,


μου είπε,


«θα μείνεις μέσα μια βδομάδα.


Τέρμα οι βόλτες


και τα πέρα δώθε.


Μπογιές, κραγιόν και σκουλαρίκια


μακριά!


Σε θέλω βρόμικη


να τριγυρίζεις στα δωμάτια.


Κι άσε τα κλάματα


κι αυτές τις αηδίες.


Τέτοια καμώματα


εμένα δεν με συγκινούν».


 

Φυλακισμένη με κρατά


η σκύλα,


μέχρι να ημερώσω,


να ξαναγίνω αυτή που ήμουν,


να σκέφτομαι τον θάνατο.



 

5/12/25

Καλά που υπάρχει και η ποίηση

 

Καλά που υπάρχει και η ποίηση,


να βγάλουμε τα σωθικά μας,


να ανασάνουμε.


 

Κι έπειτα σοβαροί,


απροσπέλαστοι


να συζητάμε


για μεγάλα θέματα.


 

Εγώ είμαι αυτός,


θα λέμε,


τον ποιητή μην τον ακούτε,


είναι σε παραλήρημα.





Ο Ορφέας στον Άδη

 



Είμαι ο Ορφέας, ο μουσικός.

 

Όλος ο κόσμος ξέρει την περιπέτειά μου. Πώς κατέβηκα στον Άδη ζωντανός για να φέρω πίσω την αγαπημένη μου Ευρυδίκη και πώς από μια άστοχή μου κίνηση την  έχασα για δεύτερη φορά. Έγινε θρύλος η ιστορία  αυτή, πέρασε στη μνήμη των ανθρώπων και η μια γενιά την αφηγείται στην επόμενη σαν παραμύθι.

 

Αλλά  δεν είναι παραμύθι, είναι μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή.

 

Πρέπει όμως να διευκρινίσω μια λεπτομέρεια: η κίνηση που έκανα, δεν ήταν άστοχη, δεν έγινε  από ανοησία μου. Ούτε παρασύρθηκα από την  ορμή του έρωτά μου. Όταν γύρισα να κοιτάξω την Ευρυδίκη…αλλά καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή.

 

Είχα κατέβει στο ζοφερό βασίλειο του Πλούτωνα και υπάκουος στην εντολή που είχα λάβει, στεκόμουν με την πλάτη μου στραμμένη προς το Έρεβος.  Περίμενα  σκυφτός ώρα πολλή.  Ρεύματα  παγωμένου αέρα διαπερνούσαν το κορμί μου κι άκουγα γύρω μου παράξενα θροΐσματα και συριγμούς. Ένας άλλος μπορεί και να λιποθυμούσε από τον τρόμο του. Όμως εγώ καμιά ανησυχία δεν είχα. Μόνο αδημονία.  Αδημονία  και απέραντη αγάπη για την Ευρυδίκη.

 

 Κάποια στιγμή  ένιωσα πίσω μου την παρουσία της.

 

-Έμαθα πως με ζήτησες, Ορφέα, άκουσα τη φωνή της να μου ψιθυρίζει.

 

Ρίγησα.

 

-Θέλεις, μου είπαν, να με πάρεις μαζί σου, να με ανεβάσεις στο φως. Τόσο πολύ με αγαπάς λοιπόν;

 

Προσπάθησα να απαντήσω, το στόμα μου ανοιγόκλεισε, όμως δεν βγήκε ήχος απ’ τα χείλη μου. Αγαπημένη μου Ευρυδίκη, σκέφτηκα, αλλά δεν μπόρεσα να της το πω.

 

Για λίγο μείναμε σιωπηλοί μέσα σε κείνον τον κόσμο του θανάτου. Μετά αυτή είπε:

 

-Πάλι κλαις, Ορφέα;

 

Έκλαιγα.

 

-Δεν άλλαξες λοιπόν καθόλου, άντρα μου.

 

Όμως αλλάζει η αγάπη; Αλλάζει; Δεν αλλάζει. Προσπάθησα να της το πω, τα χείλη μου ανοιγόκλεισαν, αλλά ήχος δεν βγήκε από μέσα μου.

 

-Ας μην καθυστερούμε τότε, ψιθύρισε αυτή. Ας ξεκινήσουμε για το αντίστροφο ταξίδι μας.

 

Σκούπισα τα δάκρυά μου.

 

-Ναι, καλή μου,  ψέλλισα, ας ξεκινήσουμε.

 

Και προχώρησα πρώτος για την επώδυνη ανάβαση. Για αρκετή ώρα ανεβαίναμε βουβοί.

 

-Οι φίλοι μας μάς περιμένουν, Ευρυδίκη,  είπα κάποια στιγμή, όταν πια είχα κυριαρχήσει στη συγκίνησή μου.

 

Περίμενα να πει κάτι, να δείξει τη χαρά της, εκείνη όμως έμεινε σιωπηλή.

 

-Οι γυναίκες έχουν στρώσει κιόλας τα τραπέζια, στόλισαν το σπίτι  με γιρλάντες κι έφτιαξαν τις μελόπιτες που  τόσο σου άρεσαν, συνέχισα.  Οι άντρες έσφαξαν μοσχάρια και αρνιά, τα ψήνουν τώρα  έξω στην αυλή μας κι έχουν ανοίξει το πιο παλιό κρασί απ’  τα κελάρια τους. Μεγάλη γιορτή μάς περιμένει, αγαπημένη μου, τώρα που σε φέρνω πίσω στη ζωή.

 

-Ναι, είπε αυτή και η φωνή της ακούστηκε  παγερή.

 

Έτσι ήταν πάντα η Ευρυδίκη, λιγομίλητη κι απόμακρη. Κι όταν εγώ την έλουζα με τα γλυκόλογα και τα τραγούδια μου, εκείνη στύλωνε κάπου μακριά το βλέμμα κι έπεφτε σε  σιωπή.

 

Δεν ξαναμίλησα. Ορκίστηκα όμως από μέσα μου πως τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη ευκαιρία που μου είχαν δώσει οι θεοί, θα ήμουν πιο προσεχτικός, δεν θα την κούραζα με την πολυλογία μου.

 

Η ανάβαση ήταν δύσκολη. Ριπές ψυχρού αέρα με χτυπούσαν στο πρόσωπο και ακατανόητες σκιές με προσπερνούσαν σαν ομίχλη. Κάπου από τα βάθη ερχόταν ένα ασταμάτητο υπόκωφο βουητό, λίγο απειλητικό, λίγο κλαψιάρικο. Λες και υπέφερε ο κόσμος των νεκρών με αυτή την παραβίαση  που του έκανα,  λες και είχε οργιστεί με τη βεβήλωσή μου.

 

Ανεβαίναμε σιωπηλοί.

 

Πλησιάζαμε  τώρα στο στόμιο του Άδη. Έβλεπα κιόλας το μακρινό φως του ήλιου, μια δειλή ακτίνα ζωής, όταν εκείνη με φωνή ανεπαίσθητα τρυφερή με ρώτησε:

 

-Και ο Αρέτας; Είναι κι αυτός ανάμεσα στους φίλους που με περιμένουν;

 

Εκείνη τη στιγμή κοκάλωσα. Νόμιζα πως εδώ, σ’ αυτό τον κόσμο του θανάτου, όπου αναστρέφονται τα πάθη και τα λάθη των ανθρώπων, θα τον είχε πια ξεχάσει. Πως η θυσία που έκανα για χάρη της – ποιος άλλος είχε κάνει  κάτι παρόμοιο ποτέ; -  θα τη συγκινούσε επί τέλους. Πως τώρα, σ’ αυτή τη δεύτερη ζωή της, θα ένιωθε για μένα λίγη αγάπη. Αλλά είχα κάνει λάθος.

 

Αλλάζει η αγάπη; Δεν αλλάζει. Ούτε στον Κάτω Κόσμο δεν μπορεί να ξεχαστεί.

 

Κοίταξα μπροστά. Στο βάθος διέκρινα αχνό το φως του Πάνω Κόσμου.


Νέες ταπεινώσεις λοιπόν με περίμεναν εκεί έξω. Και νέα λυπητερά τραγούδια στις ερημιές, παρέα με τα θηρία. Η θυσία μου είχε πάει στα χαμένα.

 

Τότε ήταν που γύρισα και την κοίταξα.



*

Αναρτήθηκε στις logodiadromes.gr  

https://logodiadromes.gr/%ce%bf-%ce%bf%cf%81%cf%86%ce%ad%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ac%ce%b4%ce%b7-%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%83%cf%85%ce%b3%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%ad%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%af/