Η μαμά κάθε τόσο με βάζει να της
κάνω θελήματα κι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου. Πιο κάτω στον χωματόδρομο είναι
ένα καφενείο που πουλά κρασί και η μαμά μού δίνει ένα μπουκάλι και με στέλνει
εκεί να μου το γεμίσουν. Όταν γυρίζω, πίνω στον δρόμο μερικές γουλιές, είναι
πολύ ωραίο.
Άλλοτε όμως με στέλνει πιο
μακριά, στον φούρνο. Με φορτώνει με μια μεγάλη λαμαρίνα που έχει μέσα
κουλουράκια και μου δίνει οδηγίες, τι να πω στον φούρναρη. Αυτό για μένα είναι
κάτι σαν τιμωρία και κάθε φορά της λέω ότι δεν θέλω να πάω, αυτή όμως με
στέλνει με το ζόρι.
Βάζω τη λαμαρίνα στο κεφάλι μου
και την κρατώ με τα δυο μου χέρια μη μου πέσει και περπατώ όλο τον χωματόδρομο,
κατεβαίνω, κατεβαίνω, φτάνω σε μια άλλη γειτονιά που δεν την ξέρω και μετά έχει
μια ανηφόρα έρημη, χωρίς σπίτια και ανεβαίνω, ανεβαίνω και φτάνω σε μια ξένη
γειτονιά, κοντά στην Ευαγγελίστρια, την εκκλησία, κι εκεί πια είναι ο φούρνος.
Αφήνω τη λαμαρίνα και γυρίζω πίσω. Και μετά πρέπει να ξαναπάω, όταν θα είναι
έτοιμα τα κουλουράκια, να φορτωθώ τη λαμαρίνα και να τη φέρω σπίτι. Και στον δρόμο συναντώ ένα ταμπάκη που όποτε με
βλέπει, κάνει ένα παράξενο ήχο με τα χείλια του που μοιάζει κάπως με τρίξιμο.
Πάντα το κάνει, όταν με βλέπει μόνη μου. Όταν είμαι με τη μαμά ή τον μπαμπά
μου, δεν το κάνει.
Η μαμά με βάζει να κάνω και δουλειές στο σπίτι, να πλένω πιάτα, να σκουπίζω και να σφουγγαρίζω, κι αυτό πια
δεν το θέλω με τίποτα και κλαίω κάθε φορά, αυτή φωνάζει, εγώ κλαίω, μετά
έρχεται ο μπαμπάς και του λέει ότι ήμουν άταχτη και ο μπαμπάς με κοιτάζει
απογοητευμένος και εγώ στενοχωριέμαι.
Με τη μαμά είναι αλλιώς, μπορεί
και να μη με αγαπάει, αλλά ο μπαμπάς με αγαπάει και δεν θέλω να του μιλά αυτή εναντίον μου. Η μαμά δεν του λέει
πώς έγιναν τα πράγματα, τα φουσκώνει και λέει και ψέματα κι εγώ θυμώνω, είναι
άδικο αυτό που κάνει, και τη διακόπτω και λέω την αλήθεια στον μπαμπά.
«Δικηγόρο θα σε κάνουμε» μου λέει τότε αυτή ειρωνικά. Κι εγώ θυμώνω τότε και
δεν λέω «η μαμά», λέω «αυτή» και η μαμά θυμώνει κι εκείνη και φωνάζει «μη με ξαναπείς αυτή!», αλλά εγώ αρνούμαι να
την πω μαμά.
Αρχίζουν μετά και οι δυο και
λένε, λένε, λένε, με βάζουν να ζητήσω συγγνώμη κι εγώ το κάνω για να
τελειώνουμε, αλλά το θεωρώ πολύ ταπεινωτικό, γιατί είμαι αθώα. Κάθε φορά τα
ίδια κάνουμε, το έχω τώρα συνηθίσει αυτό, αλλά δεν θέλω να μιλά η μαμά εναντίον
μου στον μπαμπά.
Μια μέρα γύρισα από το σχολείο
και πεινούσα πολύ, αλλά η μαμά δεν είχε ακόμα έτοιμο το φαγητό, το είχε στη
φουφού και έβραζε και μου είπε να περιμένω. Εγώ πεινούσα και δεν καθόμουν
ήσυχη, άνοιγα τα ντουλάπια να βρω τίποτα να φάω, η μαμά μού φώναζε να κάτσω
φρόνιμα και στο τέλος εκνευρίστηκε και πήγε να με αρπάξει από τα μαλλιά. Εγώ
φοβήθηκα και τραβήχτηκα κι έτσι δεν πρόλαβε να με αρπάξει από τα μαλλιά. Αλλά
τα νύχια της με γρατζούνισαν στο μάγουλο. Κρύφτηκα κάτω από το τραπέζι καλού
κακού κι αυτή έσκυψε και μόλις με είδε, σηκώθηκε κι έφυγε από το σπίτι και πήγε
δίπλα στης κυρίας Σοφίας. Εγώ έμεινα λίγη ώρα κάτω από το τραπέζι, μετά
ξεθάρρεψα και βγήκα, αλλά με έκαιγε το μάγουλό μου και κοίταξα στον καθρέφτη να
δω τι είχα.
Τρόμαξα μ’ αυτό που είδα, είχα
μια πληγή που άρχιζε από το αριστερό μου μάτι και κατέβαινε ως το στόμα και είχε γίνει από τα νύχια της μαμάς. Αλλά
δεν έτρεχε αίμα, γιατί με είχε γδάρει και είχε φύγει το δέρμα μου, αλλά είχε
μείνει κάτι σαν λεπτή τσίπα διάφανη και κρατούσε το αίμα και δεν το άφηνε να
χυθεί.
Έπειτα ήρθε η μαμά και ήταν πολύ
γλυκομίλητη μαζί μου και μου είπε να μην πούμε τίποτα του μπαμπά ούτε και στο
σχολείο να πω τίποτα, παρά να πω ότι έπεσα και με έγδαρε ένα ξύλο. Ήταν τόσο
καλή μαζί μου εκείνη τη φορά που της υποσχέθηκα ότι δεν θα το πω σε κανέναν.
Και δεν το είπα. Ούτε κι ο μπαμπάς το έμαθε ποτέ. Όταν με ρωτούσαν, έλεγα ότι
έπεσα.
Αλλά η πληγή έμεινε εκεί στο
μάγουλό μου πολύ καιρό, μετά ξεράθηκε κι έπεσαν τα κακάδια κι έμεινε ένα σημάδι
που έμοιαζε σαν δάκρυ που είχε στεγνώσει στο μάγουλό μου και με ρωτούσαν, γιατί
είχα κλάψει. Αλλά εγώ δεν είχα κλάψει.
Το έχω ακόμα το σημάδι κι ακόμα
με ρωτούν, γιατί έκλαψα. Δεν έκλαψα, τους λέω, είναι παλιό σημάδι από τότε που
έπεσα. Τη μαμά δεν την πρόδωσα, αν και αυτή ξέχασε γρήγορα το μυστικό μας κι
άρχισε πάλι να μου φωνάζει με το παραμικρό και να με κατηγορεί στον μπαμπά και
να του λέει αλλιώς τα πράγματα με υπερβολές και ψέματα.
***
Στη φωτογραφία: Τα Δικαστήρια. Εκεί στεγαζόταν και το Δασαρχείο, το γραφείο του πατέρα μου.
(Συνεχίζεται)