Περνούν
οι ώρες και σωπαίνεις,
άσχημα
σβήνει αυτή η μέρα,
χωρίς
ελπίδα σβήνει,
χωρίς μια λέξη σου,
μέρα
χαμένη,
άχρωμη,
δεν
μου έδωσες τη δόση μου,
με
άφησες σε στέρηση,
μικρέ
δολοφόνε
των
παραισθήσεών μου.
Περνούν
οι ώρες και σωπαίνεις,
άσχημα
σβήνει αυτή η μέρα,
χωρίς
ελπίδα σβήνει,
χωρίς μια λέξη σου,
μέρα
χαμένη,
άχρωμη,
δεν
μου έδωσες τη δόση μου,
με
άφησες σε στέρηση,
μικρέ
δολοφόνε
των
παραισθήσεών μου.
Προ καιρού ανέφερα σε μια ανάρτησή μου τη χαρά, τον
ενθουσιασμό που νιώθω, όταν γράφω μια ιστορία μου, ένα διήγημα, μια νουβέλα,
ένα μυθιστόρημα (αυτό το τελευταίο όχι συχνά, προτιμώ τις νουβέλες).
Η ιστορία σε γενικές
γραμμές υπάρχει ήδη στο μυαλό μου, άσχετο αν στην πορεία παίρνει τους δικούς
της δρόμους και διαλέγει το τέλος που εκείνη θέλει – προς μεγάλη μου έκπληξη
μερικές φορές.
Δεν ισχύει το ίδιο με τα ποιήματα. Μολονότι δεν δηλώνω
ποιήτρια – η λέξη έχει σχεδόν χάσει το νόημά της – κατά καιρούς γράφω στίχους
που οι άλλοι βρίσκουν όμορφους. Κάποιοι αρέσουν και σε μένα.
Εδώ όμως η διεργασία είναι τελείως διαφορετική.
Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει κανένα προσχέδιο στο μυαλό μου. Δεν
υπάρχει τίποτα. Ανύποπτη ασχολούμαι με άλλα πράγματα και κάποια στιγμή νιώθω
μέσα μου ένα ελαφρό βράσιμο. Μπορεί να οφείλεται σε μια μακρινή ανάμνηση που
αναδύθηκε απροσδόκητα στη μνήμη μου Ή σε μια σκέψη μου για τον κόσμο τούτο τον
ανεξήγητο. Ή για ένα πρόσωπο που η εικόνα του γυροφέρνει στο μυαλό μου και μου
θυμίζει ότι υπάρχει ο έρωτας. Ή ίσως τίποτε από όλα αυτά, αλλά το βράσιμο
υπάρχει εντός μου και επιμένει. Κάτι που δεν έχει ακόμα μορφή θέλει να βγει
έξω, στον κόσμο των αισθητών, θέλει να υπάρξει και με αναγκάζει να μπω σε μια
ιδιότυπη κατάσταση, όπου δεν ξέρω τι θέλω ακριβώς.
Ποίημα! Λέω στον εαυτό μου, εδώ χρειάζεται ένα ποίημα για να
φύγει αυτό το βράσιμο κι ας μην ξέρω γιατί το νιώθω.
Το ποίημα γεννιέται μέσα σε λίγα λεπτά. Το αφήνω αμέσως και
φεύγω. Δεν μπορώ να το κρίνω. Δεν ξέρω, αν είναι καλό ή κακό. Θα το μάθω
αργότερα. Το βράσιμο πάντως έχει σταματήσει.
Μέρες αργότερα το ξανακοιτάζω. Δεν λέει τίποτα, σκέφτομαι
μερικές φορές. Άλλες φορές πάλι σκέφτομαι ότι δεν είναι και για πέταμα, αρκεί
να κάνω κάποιες διορθώσεις. Και άλλοτε νομίζω ότι έχω γράψει κάτι καλό.
Αντίθετα από τον πεζό λόγο, το ποίημα δεν ξεκινά με χαρά,
ξεκινά με αυτό το ελαφρό εσωτερικό βράσιμο και είναι άγνωστο πού θα βγάλει.
Αυτό που βγαίνει στο χαρτί είναι πάντα μια έκπληξη. Κι αν το
ποίημα είναι καλό, τότε έχει και ικανοποίηση.
Απομακρύνεσαι
και
στέρεψε ξαφνικά η πηγή,
έγινε
η αγάπη μου αποκαΐδια,
εσύ
ένα λουλούδι στον γκρεμό
κι
εγώ στην ερημιά ένα σκιάχτρο.
Είναι γνωστό ότι τα πεζοδρόμια στο κέντρο της Αθήνας έχουν
το κακό τους χάλι και η Λεωφόρος
Αλεξάνδρας δεν εξαιρείται από τον κανόνα. Πλάκες ορθώνονται, πλάκες βυθίζονται,
ανώμαλη η επιφάνεια και καλό είναι οι διαβάτες να ρίχνουν πότε πότε μια ματιά
κάτω, όταν περπατούν.
Εγώ το κάνω αυτό, αλλά, αν μια πλάκα του πεζοδρομίου είναι
μια ιδέα πιο ψηλά από την προηγούμενη, αυτό δεν μπορεί να το διακρίνει το μάτι,
το παπούτσι σκοντάφτει και…
…και έπεσα φαρδιά πλατιά κάτω, μπρούμυτα, χέρια πόδια
ανοιχτά και το πρόσωπό μου σε βίαιη σύγκρουση με την ύπουλα ανορθωμένη πλάκα.
Φαίνεται πως βογκούσα σαν μοσχάρι ακίνητη στο πεζοδρόμιο,
ανίκανη να κάνω την παραμικρή κίνηση. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια: προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου,
οι διαβάτες σπάνιοι. Βρέθηκαν ευτυχώς δυο χριστιανοί, ένας άνδρας και μια
γυναίκα, και με σήκωσαν από χάμω και με οδήγησαν σε κάτι σκαλάκια να καθίσω.
Τα κόκαλα ήταν εντάξει, αυτό είχε σημασία. Λίγο αίμα έτρεξε
από τη μύτη, ο άνδρας προσφέρθηκε να μου δώσει απολυμαντικό μαντηλάκι. «Ευχαριστώ,
έχω δικά μου», του είπα. Σκούπισα τη μύτη μου. Μια και είδαν ότι ήμουν γερή,
έφυγαν οι άνθρωποι, αφού πρώτα τους ευχαρίστησα για τη βοήθειά τους.
Έμεινα λίγο στα σκαλάκια ζαλισμένη και τρομαγμένη από την
πτώση, η μύτη σταμάτησε να βγάζει αίμα, ψάχτηκα λίγο, όλα καλά πλην ένα
βρόντηγμα στα γόνατα και ένα ελαφρό γδάρσιμο στον αριστερό αγκώνα - εντάξει,
φτηνά την έβγαλα – και έκανα να σηκωθώ.
Ναι, αλλά πώς; Έκανα διάφορα, γύριζα αριστερά, γύριζα δεξιά,
στηριζόμουν στα σκαλιά, έστριβα από δω, έστριβα από κει, τίποτα. Ήταν αδύνατο
να σηκωθώ από τα σκαλιά. Αν το επιχειρούσα, θα σωριαζόμουν πάλι κάτω με άγνωστα
αποτελέσματα.
Καλά, σκέφτηκα, θα περιμένω να περάσει κάποιος και θα τον
παρακαλέσω να με βοηθήσει. Κανείς δεν περνούσε. Μια Λεωφόρος Αλεξάνδρας άδεια, μέρες
που είναι.
Τελικά φάνηκε μια νεαρή κουνιστή και λυγιστή, όλο χάρη κι
εμορφιά.
-Σας παρακαλώ, είπα, μπορείτε να με βοηθήσετε να σηκωθώ;
Η κουνιστή και λυγιστή προχώρησε αδιάφορη και σταμάτησε στο
παρακάτω περίπτερο. Ήμουν αρκετά ταραγμένη για να θυμώσω, αλλά απόρησα με την
αναισθησία της.
Σε λίγο πέρασε ένας άνδρας γύρω στα σαράντα. Επανέλαβα την
παράκλησή μου και ο κύριος κούνησε το κεφάλι και προχώρησε στον δρόμο του. Πάλι
δεν θύμωσα, αλλά απόρησα.
Η επόμενη περαστική ήταν η γυναίκα που με είχε βοηθήσει,
όταν έπεσα κάτω. Μια παχιά, κουρασμένη γυναίκα που αναγνώρισα ότι ήταν πωλήτρια
σε κάποιο σουπερμάρκετ της γειτονιάς μου.
Ήρθε η γυναίκα, έβαλε τα δυνατά της, με σήκωσε. Την
ευχαρίστησα και ξεκίνησα να φύγω. «Να προσέχετε!» την άκουσα να μου λέει, καθώς
έφευγα.
Πήγα, έκανα τις δουλειές μου, γύρισα σπίτι μου. Και τότε
άρχισα να βράζω από θυμό για τα δυο ζώα που πέρασαν από μπροστά μου και δεν
έδωσαν σημασία στην παράκλησή μου.
Αυτά τα ζώα δεν κατάλαβαν ότι ήμουν σε δύσκολη θέση; Είδαν
καθισμένη στα σκαλιά μια γυναίκα και τι νόμισαν τα ζώα; Με πέρασαν για ζητιάνα;
Δεν είδαν ότι η εμφάνισή μου δεν είχε σχέση με την επαιτεία; Άκουσαν το «σας παρακαλώ»
και πήραν δρόμο τα ζώα; Με πέρασαν για τρελή τα ζώα; Δεν άκουσαν ολόκληρη τη
φράση μου τα ζώα; Πέρασαν τα ζώα από μπροστά μου και με προσπέρασαν, χωρίς να
ρίξουν μια πιο προσεχτική ματιά, χωρίς να ακούσουν ολόκληρη τη φράση μου;
Μετάνιωσα που δεν σκέφτηκα να πάω μέχρι το περίπτερο και να
περιλούσω τουλάχιστον το θηλυκό ζώο και να το φτύσω για τη συμπεριφορά του. Το
αρσενικό ζώο είχε πια απομακρυνθεί, δεν θα το έβρισκα.
Και τα δυο αυτά ζώα ήταν για πολλά χαστούκια.
Λυπάμαι πολύ που δεν τα έβρισα.
Πάνω
σε βράχο έρημο
κάθομαι κι αγναντεύω
και
περιμένω το καράβι σου
με
τα λευκά πανιά.
Κάθε
πρωί έρχομαι εδώ
γεμάτη
ελπίδα
για
το ανέλπιστο,
κοιτώ
τη θάλασσα
και
περιμένω, μέχρι να βραδιάσει.
Δεν
έχω αγωνία,
γιατί
ξέρω
πως
ποτέ καράβι δεν θα δω,
πως
πάντα η θάλασσα
ακύμαντη
και σιωπηλή
θα
στέκεται.
Το
ξέρω πως εσύ
σε
άλλα πέλαγα αρμενίζεις
και
στη δική μου θάλασσα
ποτέ
δεν πρόκειται να’ ρθείς.
Όμως
γλυκιά η ελπίδα
δεν
μ’ αφήνει
μες
στην πραγματικότητα
να
αφανιστώ.
Ξένος
σε ξένο κόσμο, ένα πρόσθετο και αχρείαστο εξάρτημα σε μια κατασκευή που δεν τον
αφορά.
Κ. Καβάφη: "Θάλασσα του πρωιού"
----------------------------------------------
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κι εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κι εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
... Σκέφτομαι
μερικές φορές πώς θα ήταν η ζωή μας, αν είχαμε συναισθήματα όπως οι Πατέρες. Θα
ήταν κάτι φοβερό.
Η
ιστορία του Homo Sapiens είναι γεμάτη από
εγκλήματα και αιματοχυσίες. Μια ατελείωτη κτηνωδία. Και μέσα σ’ αυτή την
κτηνωδία πάλευε το πνεύμα να ανοίξει δρόμο, να ξεπεράσει τα πρωτόγονα ένστικτα.
Αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο. Βλέπει κανείς μελετώντας την ιστορία των Προγόνων
φωτεινά διαλείμματα δημιουργίας που
είναι κυκλωμένα από ένα ανελέητο σκοτάδι...
"Homo Aeternus"
Εκδόσεις "Τύρφη"
Λευκές
μέρες,
δεν
συμβαίνει τίποτα,
η
πόλη άδεια,
ο
τόπος καίει,
το
σπίτι κλειστό,
τα
τηλέφωνα βουβά,
οι
φίλοι σκορπισμένοι,
στις
παραλίες στίφη.
Δεν
συμβαίνει τίποτα στη ζωή μου,
δεν
συμβαίνει τίποτα στη ζωή μου.
Και
τότε έρχεται η αρρώστια
να
μου κάνει συντροφιά.
Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει σε αυταρχικό καθεστώς, όσο κι αν
δεν το θέλει. Μπορεί να ακούγεται παράξενο, αλλά μπορεί να ταχτοποιήσει έτσι τη
ζωή του, ώστε να νιώσει ακόμα κι ευτυχισμένος.
Αν έχει μια δουλίτσα, ένα σπιτάκι, μια αγαπημένη, αν φτιάξει
οικογένεια, αποχτήσει παιδιά και έχει την υγεία του αυτός και οι δικοί του,
μπορεί να αντέξει τον ζυγό του δικτάτορα ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες. Ή και
μη ελπίζοντας. Απλώς ζώντας χωρίς άλλες προσδοκίες εκτός από αυτές των
καθημερινών ανθρώπων.
Το είδα αυτό και το έζησα στα χρόνια της χούντας. Δεν ήταν
όλοι ήρωες. Πολλοί δεν ήταν καν αντίθετοι με τη χούντα. Ζούσαν ήσυχα μακριά από
την πολιτική και πάλευαν απλώς για τον επιούσιο. Ήταν καθημερινοί άνθρωποι
χωρίς οράματα, χωρίς ανησυχίες εκτός από αυτές που αφορούσαν τους ίδιους και τους
δικούς τους.
Μπορεί λοιπόν ο άνθρωπος να ζήσει σε αυταρχικό καθεστώς,
χωρίς να νιώθει δυστυχισμένος. Αρκεί αυτό το αυταρχικό καθεστώς να έχει τη
στοιχειώδη φρόνηση να μην πειράξει τη βαθιά ψυχή του καθημερινού ανθρώπου. Να
μην επιχειρήσει να αλλοιώσει ό,τι μέσα στους αιώνες καθιερώθηκε στις ανθρώπινες
κοινωνίες ως αυτονόητα ανθρώπινο.
Και αυτονόητα ανθρώπινη είναι η ανάγκη να πει ο άνθρωπος «σ’
αγαπώ» στο αντικείμενο της αγάπης του. Τι πιο απλό, πιο γλυκό, πιο καθημερινό από
το να πει ο άντρας στη γυναίκα του, όταν φεύγει το πρωί για τη δουλειά του, «σ’
αγαπώ, καλή μου». Τι πιο φυσιολογικό από το να πει η γυναίκα στις φίλες της «ο άντρας
μου χθες μου έφερε λουλούδια στην επέτειο του γάμου μας». Τι πιο τρυφερό από το
να ανταλλάξουν οι ερωτευμένοι ένα φιλί και να πουν «είσαι όμορφη, γλυκιά μου», «είσαι
όμορφος, γλυκέ μου».
Απλές στιγμές χαράς μέσα στον μικρόκοσμο των ανθρώπων,
μακριά από τη βουή και τον πόνο του κόσμου, που μας δίνουν κουράγιο και δύναμη
να συνεχίσουμε να ζούμε σε δημοκρατίες και σε δικτατορίες, τρυφερές εκδηλώσεις
του ενός προς τον άλλον που έρχονται από τα βάθη της Ιστορίας μας και που μας ξεχωρίζουν
από την ζωώδη συμπεριφορά που επικρατεί στην άγρια φύση.
«Σ’ αγαπώ, γλυκέ μου», «σ’ αγαπώ, γλυκιά μου» λέμε και
γεμίζει η ψυχή μας γαλήνη και τρυφερότητα και μας συνοδεύει αυτή η φράση στα
δύσκολα που φέρνει η κάθε μέρα και αντέχουμε ακόμα και μια στυγνή δικτατορία
που έχει συννεφιάσει την καθημερινότητά μας.
Κι όμως, στη Βόρεια Κορέα αυτές οι φράσεις, «σ’ αγαπώ», «ο
άντρας μου» «η γυναίκα μου», «γλυκέ μου», «γλυκιά μου» απαγορεύτηκαν.
Η ζωή εκεί έχει παραμορφωθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε οι
άνθρωποι παύουν σιγά σιγά να είναι άνθρωποι, γίνονται αυτόματα, μηχανές,
υπνοβάτες.
Η πιο σκληρή τιμωρία του αυταρχισμού δεν είναι τα
μπουντρούμια, δεν είναι οι εκτελέσεις, δεν είναι η φτώχεια και η πείνα, δεν
είναι ο φόβος του δικτάτορα.
Η πιο σκληρή, η πιο απάνθρωπη, η πιο τερατώδης τιμωρία του
αυταρχισμού είναι αυτή: να σου απαγορεύουν να λες «σ’ αγαπώ».
Να κάνουν την καρδιά σου πέτρα.